Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 721 - 756 of 1306
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Ανοδική αναδιαλυτική βολταμετρία διαφορικού παλμού
Αγγλικός όρος:
Differential pulse anodic stripping voltametry, DPASV

Μετάφραση: Differential pulse anodic stripping voltametry, DPASV
Ελληνικός όρος:
Ανοδική οξείδωση
Αγγλικός όρος:
Anodising

Μετάφραση: Anodising
Ελληνικός όρος:
Ανοδίωση
Αγγλικός όρος:
Anodizing

Μετάφραση: Anodizing
Ελληνικός όρος:
Ανοίγω συσκευή
Αγγλικός όρος:
Open up

Μετάφραση: Open up
Ελληνικός όρος:
Ανοικοδόμηση
Αγγλικός όρος:
Reconstruction

Μετάφραση: Reconstruction
Ελληνικός όρος:
Ανοικτή δομή
Αγγλικός όρος:
Open structure

Μετάφραση: Open structure
Ελληνικός όρος:
Ανοικτό εμπορευματοκιβώτιο
Αγγλικός όρος:
Open container

Μετάφραση: Open container
Ελληνικός όρος:
Ανοικτό κρυογονικό δοχείο
Αγγλικός όρος:
Open cryogenic receptable

Μετάφραση: Open cryogenic receptable
Ελληνικός όρος:
Ανοιχτή φορτάμαξα
Αγγλικός όρος:
Open wagon

Μετάφραση: Open wagon
Ελληνικός όρος:
Ανοιχτό όχημα
Αγγλικός όρος:
Open vehicle

Μετάφραση: Open vehicle
Ελληνικός όρος:
Ανοιχτού κυκλώματος (π.χ συσκευή)
Αγγλικός όρος:
Open-circuit

Μετάφραση: Open-circuit
Ελληνικός όρος:
Ανοξία
Αγγλικός όρος:
Anoxia

Μετάφραση: Anoxia
Ελληνικός όρος:
Ανόργανα οξέα
Αγγλικός όρος:
Inorganic acids

Μετάφραση: Inorganic acids
Ελληνικός όρος:
Ανόργανες ενώσεις
Αγγλικός όρος:
Inorganic compounds

Μετάφραση: Inorganic compounds
Ελληνικός όρος:
Ανόργανες ίνες
Αγγλικός όρος:
Mineral fibres

Μετάφραση: Mineral fibres
Ελληνικός όρος:
Ανόργανη χημεία
Αγγλικός όρος:
Inorganic chemistry

Μετάφραση: Inorganic chemistry
Ελληνικός όρος:
Ανορθωτής
Αγγλικός όρος:
Rectifier

Μετάφραση: Rectifier
Ελληνικός όρος:
Ανοσία
Αγγλικός όρος:
Immunity

Μετάφραση: Immunity
Ελληνικός όρος:
Ανοσμία
Αγγλικός όρος:
Anosmia

Μετάφραση: Anosmia
Ελληνικός όρος:
Ανοσογράφημα
Αγγλικός όρος:
Immunogram

Μετάφραση: Immunogram
Ελληνικός όρος:
Ανοσοενζυματική μέθοδος
Αγγλικός όρος:
Immunofermental method

Μετάφραση: Immunofermental method
Ελληνικός όρος:
Ανοσοηλεκτροφόρηση
Αγγλικός όρος:
Immunoelectrophoresis

Μετάφραση: Immunoelectrophoresis
Ελληνικός όρος:
Ανοσολογία
Αγγλικός όρος:
Immunology

Μετάφραση: Immunology
Ελληνικός όρος:
Ανοσολογική δερματίτιδα εξ επαφής
Αγγλικός όρος:
Immunological Contact Dermatitis

Μετάφραση: Immunological Contact Dermatitis
Ελληνικός όρος:
Ανοσολογική δοκιμασία
Αγγλικός όρος:
Immunological test

Μετάφραση: Immunological test
Ελληνικός όρος:
Ανοσολογική κνίδωση εξ επαφής
Αγγλικός όρος:
Immunological contact urticaria

Μετάφραση: Immunological contact urticaria
Ελληνικός όρος:
Ανοσολογοτοξικολογία
Αγγλικός όρος:
Immunotoxicology

Μετάφραση: Immunotoxicology
Ελληνικός όρος:
Ανοσοποιητικό σύστημα
Αγγλικός όρος:
Immume system

Μετάφραση: Immume system
Ελληνικός όρος:
Ανοσοτοξικά
Αγγλικός όρος:
Immunotoxicants

Μετάφραση: Immunotoxicants
Ελληνικός όρος:
Ανοσοτοξικές ιδιότητες
Αγγλικός όρος:
Immunotoxic properties

Μετάφραση: Immunotoxic properties
Ελληνικός όρος:
Ανοσοτοξικότητα
Αγγλικός όρος:
Immunotoxicity

Μετάφραση: Immunotoxicity
Ελληνικός όρος:
Ανοχή
Αγγλικός όρος:
Tolerance

Μετάφραση: Tolerance
Ελληνικός όρος:
Ανταλλαγή αδελφών χρωματιδίων
Αγγλικός όρος:
Sister Chromatid Exchanges (SCEs)

Μετάφραση: Sister Chromatid Exchanges (SCEs)
Ελληνικός όρος:
Ανταλλακτική χωρητικότητα
Αγγλικός όρος:
Exchange capacity

Μετάφραση: Exchange capacity
Ελληνικός όρος:
Αντανακλαστικό
Αγγλικός όρος:
Reflex

Μετάφραση: Reflex
Ελληνικός όρος:
Αντανακλαστικός
Αγγλικός όρος:
Reflective

Μετάφραση: Reflective

Ακολουθήστε μας