Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 865 - 900 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Ανεμιστήρας
Αγγλικός όρος:
Fan

Μετάφραση: Fan
Ελληνικός όρος:
Ανενεργός
Αγγλικός όρος:
Inactive

Μετάφραση: Inactive
Ελληνικός όρος:
Ανεξάρτητη μεταβλητή
Αγγλικός όρος:
Independent variable

Μετάφραση: Independent variable
Ελληνικός όρος:
Ανεπαρκής
Αγγλικός όρος:
Insufficient

Μετάφραση: Insufficient
Ελληνικός όρος:
Ανεπαρκής χώρος εργασίας
Αγγλικός όρος:
Insufficient work spacing

Μετάφραση: Insufficient work spacing
Ελληνικός όρος:
Ανεπεξέργαστη σκωρία
Αγγλικός όρος:
Unprocessed slag

Μετάφραση: Unprocessed slag
Ελληνικός όρος:
Ανεπιθύμητη συνέπεια
Αγγλικός όρος:
Undesirable consequence

Μετάφραση: Undesirable consequence
Ελληνικός όρος:
Ανεργία
Αγγλικός όρος:
Unemployment

Μετάφραση: Unemployment
Ελληνικός όρος:
Άνεργος
Αγγλικός όρος:
Unemployed

Μετάφραση: Unemployed
Ελληνικός όρος:
Ανηγμένη μάζα
Αγγλικός όρος:
Reduced mass

Μετάφραση: Reduced mass
Ελληνικός όρος:
Ανηθέλαιο
Αγγλικός όρος:
Anethole, oil of aniseed, 1-methoxy-4-prop-1-enylbenzene

Μετάφραση: Anethole, oil of aniseed, 1-methoxy-4-prop-1-enylbenzene
Ελληνικός όρος:
Ανηθόλη
Αγγλικός όρος:
Anethole, oil of aniseed, 1-methoxy-4-prop-1-enylbenzene

Μετάφραση: Anethole, oil of aniseed, 1-methoxy-4-prop-1-enylbenzene
Ελληνικός όρος:
Ανησυχητική ουσία
Αγγλικός όρος:
Substance of concern

Μετάφραση: Substance of concern
Ελληνικός όρος:
Ανθεκτικές, βιοσυσσωρεύσιμες και τοξικές ουσίες
Αγγλικός όρος:
Persistent, Bioaccumulative, Toxic substances, PBT

Μετάφραση: Persistent, Bioaccumulative, Toxic substances, PBT
Ελληνικός όρος:
Ανθεκτικός
Αγγλικός όρος:
Persistent

Μετάφραση: Persistent
Ελληνικός όρος:
Ανθεκτικότητα
Αγγλικός όρος:
Persistency

Μετάφραση: Persistency
Ελληνικός όρος:
Ανθεκτικότητα (π.χ. επικύρωση αναλυτικών μεθόδων)
Αγγλικός όρος:
Ruggedness, robustness

Μετάφραση: Ruggedness, robustness
Ελληνικός όρος:
Ανθεκτικότητα ή αντοχή στον χρόνο (π.χ. υλικών)
Αγγλικός όρος:
Durability

Μετάφραση: Durability
Ελληνικός όρος:
Ανθοφυλλίτης
Αγγλικός όρος:
Antophyllite

Μετάφραση: Antophyllite
Ελληνικός όρος:
Άνθρακας
Αγγλικός όρος:
Carbon, C

Μετάφραση: Carbon, C
Ελληνικός όρος:
Ανθρακένιο
Αγγλικός όρος:
Anthracene

Μετάφραση: Anthracene
Ελληνικός όρος:
Ανθρακικό αμμώνιο
Αγγλικός όρος:
Ammonium carbonate

Μετάφραση: Ammonium carbonate
Ελληνικός όρος:
Ανθρακικό ασβέστιο
Αγγλικός όρος:
Calcium carbonate

Μετάφραση: Calcium carbonate
Ελληνικός όρος:
Ανθρακικό βάριο
Αγγλικός όρος:
Barium carbonate

Μετάφραση: Barium carbonate
Ελληνικός όρος:
Ανθρακικό βηρύλλιο
Αγγλικός όρος:
Beryllium carbonate

Μετάφραση: Beryllium carbonate
Ελληνικός όρος:
Ανθρακικό βόριο
Αγγλικός όρος:
Boron carbonate

Μετάφραση: Boron carbonate
Ελληνικός όρος:
Ανθρακικό διφαινύλιο
Αγγλικός όρος:
Diphenyl carbonate

Μετάφραση: Diphenyl carbonate
Ελληνικός όρος:
Ανθρακικό κάλιο
Αγγλικός όρος:
Potassium carbonate

Μετάφραση: Potassium carbonate
Ελληνικός όρος:
Ανθρακικό λίθιο
Αγγλικός όρος:
Lithium carbonate

Μετάφραση: Lithium carbonate
Ελληνικός όρος:
Ανθρακικό μαγγάνιο
Αγγλικός όρος:
Manganese carbonate

Μετάφραση: Manganese carbonate
Ελληνικός όρος:
Ανθρακικό μαγνήσιο
Αγγλικός όρος:
Magnesium carbonate

Μετάφραση: Magnesium carbonate
Ελληνικός όρος:
Ανθρακικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Carbonic acid

Μετάφραση: Carbonic acid
Ελληνικός όρος:
Ανθρακικό χρώμιο
Αγγλικός όρος:
Chromium carbonate

Μετάφραση: Chromium carbonate
Ελληνικός όρος:
Ανθρακικός αιθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Ethyl carbonate

Μετάφραση: Ethyl carbonate
Ελληνικός όρος:
Ανθρακικός μόλυβδος
Αγγλικός όρος:
Lead carbonate

Μετάφραση: Lead carbonate
Ελληνικός όρος:
Ανθρακικός χαλκός
Αγγλικός όρος:
Copper carbonate

Μετάφραση: Copper carbonate

Ακολουθήστε μας