Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 829 - 864 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Αναπνοή
Αγγλικός όρος:
Respiration or breathing

Μετάφραση: Respiration or breathing
Ελληνικός όρος:
Ανάπτυξη των ανθρώπινων πόρων
Αγγλικός όρος:
Human resource development

Μετάφραση: Human resource development
Ελληνικός όρος:
Αναρρόφηση
Αγγλικός όρος:
Aspiration

Μετάφραση: Aspiration
Ελληνικός όρος:
Ανάρρωση
Αγγλικός όρος:
Convalescence

Μετάφραση: Convalescence
Ελληνικός όρος:
Ανάρτηση
Αγγλικός όρος:
Suspension

Μετάφραση: Suspension
Ελληνικός όρος:
Ανασκευασμένο IBC
Αγγλικός όρος:
Remanufactured IBC

Μετάφραση: Remanufactured IBC
Ελληνικός όρος:
Ανασκόπηση
Αγγλικός όρος:
Review

Μετάφραση: Review
Ελληνικός όρος:
Ανασκόπηση σύμβασης
Αγγλικός όρος:
Contract review

Μετάφραση: Contract review
Ελληνικός όρος:
Ανασκόπηση σχεδιασμού
Αγγλικός όρος:
Design review

Μετάφραση: Design review
Ελληνικός όρος:
Ανασκόπηση της διαχείρισης
Αγγλικός όρος:
Management review

Μετάφραση: Management review
Ελληνικός όρος:
Ανασκόπηση χρησιμοποίησης υπηρεσιών
Αγγλικός όρος:
Utilization review (UR)

Μετάφραση: Utilization review (UR)
Ελληνικός όρος:
Αναστολέας
Αγγλικός όρος:
Inhibitor, ratchet

Μετάφραση: Inhibitor, ratchet
Ελληνικός όρος:
Αναστρέψιμες επιπτώσεις στους οφθαλμούς
Αγγλικός όρος:
Reversible effects on the eye

Μετάφραση: Reversible effects on the eye
Ελληνικός όρος:
Αναστροφέας προσήμου
Αγγλικός όρος:
Inverter

Μετάφραση: Inverter
Ελληνικός όρος:
Αναστροφή
Αγγλικός όρος:
Inversion

Μετάφραση: Inversion
Ελληνικός όρος:
Ανατίναξη (με εκρηκτικά)
Αγγλικός όρος:
Blasting

Μετάφραση: Blasting
Ελληνικός όρος:
Ανατομία
Αγγλικός όρος:
Anatomy

Μετάφραση: Anatomy
Ελληνικός όρος:
Ανατρεπόμενο (φορτηγό)
Αγγλικός όρος:
Dumper

Μετάφραση: Dumper
Ελληνικός όρος:
Ανατροφοδότηση ή ανάδραση
Αγγλικός όρος:
Feedback

Μετάφραση: Feedback
Ελληνικός όρος:
Αναφέρεται η οδός έκθεσης αν έχει αποδειχθεί αδιαμφισβήτητα ότι δεν υπάρχει κίνδυνος από τις άλλες οδούς έκθεσης
Αγγλικός όρος:
State route of exposure if it is conclusively proven that no other routes of exposure cause the hazard

Μετάφραση: State route of exposure if it is conclusively proven that no other routes of exposure cause the hazard
Ελληνικός όρος:
Αναφέρεται το ακριβές είδος μέσων πυρόσβεσης
Αγγλικός όρος:
Indicate in the space the precise type of fire -fighting equipment

Μετάφραση: Indicate in the space the precise type of fire -fighting equipment
Ελληνικός όρος:
Αναφερθείτε σε ειδικές οδηγίες
Αγγλικός όρος:
Refer to special instructions

Μετάφραση: Refer to special instructions
Ελληνικός όρος:
Ανάφλεξη
Αγγλικός όρος:
Ignition

Μετάφραση: Ignition
Ελληνικός όρος:
Αναφλέξιμη ουσία
Αγγλικός όρος:
Combustible substance

Μετάφραση: Combustible substance
Ελληνικός όρος:
Αναφορά
Αγγλικός όρος:
Report

Μετάφραση: Report
Ελληνικός όρος:
Ανδρογόνο
Αγγλικός όρος:
Androgen

Μετάφραση: Androgen
Ελληνικός όρος:
Ανειδίκευτοι εργάτες
Αγγλικός όρος:
Unskilled workers

Μετάφραση: Unskilled workers
Ελληνικός όρος:
Ανεκτικότητα
Αγγλικός όρος:
Tolerance

Μετάφραση: Tolerance
Ελληνικός όρος:
Ανελκυστήρας
Αγγλικός όρος:
Elevator, lift

Μετάφραση: Elevator, lift
Ελληνικός όρος:
Ανελκυστήρας άμεσης επενέργειας
Αγγλικός όρος:
Direct acting lift

Μετάφραση: Direct acting lift
Ελληνικός όρος:
Ανελκυστήρας ατόμων
Αγγλικός όρος:
Passenger lift

Μετάφραση: Passenger lift
Ελληνικός όρος:
Ανελκυστήρας έμμεσης επενέργειας
Αγγλικός όρος:
Indirect acting lift

Μετάφραση: Indirect acting lift
Ελληνικός όρος:
Ανελκυστήρας μικρών φορτίων
Αγγλικός όρος:
Service lift

Μετάφραση: Service lift
Ελληνικός όρος:
Ανελκυστήρας υδραυλικός
Αγγλικός όρος:
Hydraulic lift

Μετάφραση: Hydraulic lift
Ελληνικός όρος:
Ανελκυστήρας φορτίων
Αγγλικός όρος:
Goods lift

Μετάφραση: Goods lift
Ελληνικός όρος:
Ανελκυστήρας φορτίων με συνοδεία ατόμων
Αγγλικός όρος:
Goods passenger lift

Μετάφραση: Goods passenger lift

Ακολουθήστε μας