Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 793 - 828 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Ανάλυση και σχεδιασμός της θέσης εργασίας
Αγγλικός όρος:
Job analysis and design

Μετάφραση: Job analysis and design
Ελληνικός όρος:
Ανάλυση κινδύνων
Αγγλικός όρος:
Hazard analysis

Μετάφραση: Hazard analysis
Ελληνικός όρος:
Ανάλυση κινδύνων και κρίσιμα σημεία ελέγχου
Αγγλικός όρος:
Hazard Analysis and Critical Control Points, HACCP

Μετάφραση: Hazard Analysis and Critical Control Points, HACCP
Ελληνικός όρος:
Ανάλυση κόστους-οφέλους
Αγγλικός όρος:
Cost-benefit analysis

Μετάφραση: Cost-benefit analysis
Ελληνικός όρος:
Ανάλυση συμμεταβολής
Αγγλικός όρος:
Regression analysis

Μετάφραση: Regression analysis
Ελληνικός όρος:
Ανάλυση συστημάτων
Αγγλικός όρος:
System analysis

Μετάφραση: System analysis
Ελληνικός όρος:
Ανάλυση συσχέτισης
Αγγλικός όρος:
Correlation analysis

Μετάφραση: Correlation analysis
Ελληνικός όρος:
Ανάλυση τελικού υπολείμματος
Αγγλικός όρος:
Terminal residue analysis

Μετάφραση: Terminal residue analysis
Ελληνικός όρος:
Ανάλυση της διαμόρφωσης
Αγγλικός όρος:
Conformation analysis

Μετάφραση: Conformation analysis
Ελληνικός όρος:
Ανάλυση των αποκρίσεων
Αγγλικός όρος:
Deviation analysis

Μετάφραση: Deviation analysis
Ελληνικός όρος:
Αναλυτέα ουσία
Αγγλικός όρος:
Analyte

Μετάφραση: Analyte
Ελληνικός όρος:
Αναλύτης
Αγγλικός όρος:
Analyte

Μετάφραση: Analyte
Ελληνικός όρος:
Αναλυτής συνεχούς ροής
Αγγλικός όρος:
Continious analyzer

Μετάφραση: Continious analyzer
Ελληνικός όρος:
Αναλυτική διαδικασία
Αγγλικός όρος:
Analytical procedure

Μετάφραση: Analytical procedure
Ελληνικός όρος:
Αναλυτική μέθοδος
Αγγλικός όρος:
Analytical method

Μετάφραση: Analytical method
Ελληνικός όρος:
Αναλυτικός προσδιορισμός
Αγγλικός όρος:
Analytical determination

Μετάφραση: Analytical determination
Ελληνικός όρος:
Αναλυτικώς καθαρό αντιδραστήριο
Αγγλικός όρος:
Reagent grade, analytical grade, AG

Μετάφραση: Reagent grade, analytical grade, AG
Ελληνικός όρος:
Ανάμειξη
Αγγλικός όρος:
Mixing

Μετάφραση: Mixing
Ελληνικός όρος:
Ανάμιξη
Αγγλικός όρος:
Dressing

Μετάφραση: Dressing
Ελληνικός όρος:
Αναμιξιμότητα
Αγγλικός όρος:
Miscibility

Μετάφραση: Miscibility
Ελληνικός όρος:
Αναμοχλευτής
Αγγλικός όρος:
Ripper

Μετάφραση: Ripper
Ελληνικός όρος:
Ανάνηψη
Αγγλικός όρος:
Resuscitation

Μετάφραση: Resuscitation
Ελληνικός όρος:
Αναπαραγωγική τοξικότητα
Αγγλικός όρος:
Reproductive toxicity

Μετάφραση: Reproductive toxicity
Ελληνικός όρος:
Αναπαραγωγικό σύστημα
Αγγλικός όρος:
Reproductive system

Μετάφραση: Reproductive system
Ελληνικός όρος:
Αναπαραγωγικός
Αγγλικός όρος:
Reproductive

Μετάφραση: Reproductive
Ελληνικός όρος:
Αναπαραγωγιμότητα
Αγγλικός όρος:
Reproducibility

Μετάφραση: Reproducibility
Ελληνικός όρος:
Ανάπαυση
Αγγλικός όρος:
Rest

Μετάφραση: Rest
Ελληνικός όρος:
Αναπηρία
Αγγλικός όρος:
Disability

Μετάφραση: Disability
Ελληνικός όρος:
Αναπνεύσιμη σκόνη
Αγγλικός όρος:
Respirable dust

Μετάφραση: Respirable dust
Ελληνικός όρος:
Αναπνεύσιμο κλάσμα
Αγγλικός όρος:
Respirable fraction

Μετάφραση: Respirable fraction
Ελληνικός όρος:
Αναπνεύσιμος
Αγγλικός όρος:
Respirable

Μετάφραση: Respirable
Ελληνικός όρος:
Αναπνευστήρες
Αγγλικός όρος:
Respirators

Μετάφραση: Respirators
Ελληνικός όρος:
Αναπνευστικά νοσήματα
Αγγλικός όρος:
Respiratory diseases

Μετάφραση: Respiratory diseases
Ελληνικός όρος:
Αναπνευστικά προβλήματα
Αγγλικός όρος:
Breathing problems

Μετάφραση: Breathing problems
Ελληνικός όρος:
Αναπνευστική οδός
Αγγλικός όρος:
Respiratory tract

Μετάφραση: Respiratory tract
Ελληνικός όρος:
Αναπνευστική συσκευή
Αγγλικός όρος:
Breathing apparatus

Μετάφραση: Breathing apparatus

Ακολουθήστε μας