Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 757 - 792 of 803
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Πυρηνικές εγκαταστάσεις
Αγγλικός όρος:
Nuclear installations
Μετάφραση:
Nuclear installations
Ελληνικός όρος:
Πυρηνικό καύσιμο
Αγγλικός όρος:
Nuclear fuel
Μετάφραση:
Nuclear fuel
Ελληνικός όρος:
Πυρηνικός μαγνητικός συντονισμός
Αγγλικός όρος:
Nuclear magnetic resonance, NMR
Μετάφραση:
Nuclear magnetic resonance, NMR
Ελληνικός όρος:
Πυρηνοληψία (καρότα)
Αγγλικός όρος:
Kernelling
Μετάφραση:
Kernelling
Ελληνικός όρος:
Πυριδίνη
Αγγλικός όρος:
Pyridine
Μετάφραση:
Pyridine
Ελληνικός όρος:
Πυριδινοκαρβοξυλικό οξύ 3-
Αγγλικός όρος:
Nicotinic acid, niacin, 3-pyridinecarboxylic acid
Μετάφραση:
Nicotinic acid, niacin, 3-pyridinecarboxylic acid
Ελληνικός όρος:
Πυρίμαχες ουσίες
Αγγλικός όρος:
Fire resistant substances
Μετάφραση:
Fire resistant substances
Ελληνικός όρος:
Πυρίμαχο
Αγγλικός όρος:
Refractory
Μετάφραση:
Refractory
Ελληνικός όρος:
Πυριμιδίνη
Αγγλικός όρος:
Pyrimidine
Μετάφραση:
Pyrimidine
Ελληνικός όρος:
Πυρίτης λίθος
Αγγλικός όρος:
Silica
Μετάφραση:
Silica
Ελληνικός όρος:
Πυριτίαση
Αγγλικός όρος:
Silicosis
Μετάφραση:
Silicosis
Ελληνικός όρος:
Πυριτίαση συνδυασμένη με πνευμονική φυματίωση
Αγγλικός όρος:
Silicosis combined with pulmonary tuberculosis
Μετάφραση:
Silicosis combined with pulmonary tuberculosis
Ελληνικός όρος:
Πυριτική πηκτή
Αγγλικός όρος:
Silica gel
Μετάφραση:
Silica gel
Ελληνικός όρος:
Πυριτικό αιθύλιο
Αγγλικός όρος:
Ethyl silicate, tetraethoxysilane
Μετάφραση:
Ethyl silicate, tetraethoxysilane
Ελληνικός όρος:
Πυριτικό άλας υττρίου-αργιλίου
Αγγλικός όρος:
Yttrium aluminum garnet (YAG)
Μετάφραση:
Yttrium aluminum garnet (YAG)
Ελληνικός όρος:
Πυριτικό ασβέστιο
Αγγλικός όρος:
Calcium silicate
Μετάφραση:
Calcium silicate
Ελληνικός όρος:
Πυριτικό μεθύλιο
Αγγλικός όρος:
Methyl silicate
Μετάφραση:
Methyl silicate
Ελληνικός όρος:
Πυριτικό νάτριο
Αγγλικός όρος:
Sodium silicate
Μετάφραση:
Sodium silicate
Ελληνικός όρος:
Πυρίτιο ή σιλικόνιο
Αγγλικός όρος:
Silicon (Si)
Μετάφραση:
Silicon (Si)
Ελληνικός όρος:
Πυρκαγιά
Αγγλικός όρος:
Fire
Μετάφραση:
Fire
Ελληνικός όρος:
Πυρογαλλόλη
Αγγλικός όρος:
Pyrogallol, 1,2,3-trihydroxybenzene
Μετάφραση:
Pyrogallol, 1,2,3-trihydroxybenzene
Ελληνικός όρος:
Πυροκατεχόλη
Αγγλικός όρος:
Pyrocatechol, 1,2-dihydroxybenzene
Μετάφραση:
Pyrocatechol, 1,2-dihydroxybenzene
Ελληνικός όρος:
Πυρόλυση
Αγγλικός όρος:
Pyrolysis, cracking
Μετάφραση:
Pyrolysis, cracking
Ελληνικός όρος:
Πυροξιλίνη
Αγγλικός όρος:
Pyroxilin
Μετάφραση:
Pyroxilin
Ελληνικός όρος:
Πυροπροστασία
Αγγλικός όρος:
Fire protection
Μετάφραση:
Fire protection
Ελληνικός όρος:
Πυροπροστασία κτηρίων
Αγγλικός όρος:
Fireproofing of buildings
Μετάφραση:
Fireproofing of buildings
Ελληνικός όρος:
Πυρόσβεση
Αγγλικός όρος:
Fire fighting
Μετάφραση:
Fire fighting
Ελληνικός όρος:
Πυροσβεστήρας
Αγγλικός όρος:
Fire-extinguisher
Μετάφραση:
Fire-extinguisher
Ελληνικός όρος:
Πυροσβέστης
Αγγλικός όρος:
Firefighter
Μετάφραση:
Firefighter
Ελληνικός όρος:
Πυροσβεστικές υπηρεσίες
Αγγλικός όρος:
Fire brigades
Μετάφραση:
Fire brigades
Ελληνικός όρος:
Πυροσβεστική φωλιά
Αγγλικός όρος:
Fire fighting cabinet, FFC
Μετάφραση:
Fire fighting cabinet, FFC
Ελληνικός όρος:
Πυροσβεστικός εξοπλισμός
Αγγλικός όρος:
Firefighting appliances
Μετάφραση:
Firefighting appliances
Ελληνικός όρος:
Πυροστεγείς σύνδεσμοι
Αγγλικός όρος:
Flameproof joints
Μετάφραση:
Flameproof joints
Ελληνικός όρος:
Πυροτεχνική ουσία
Αγγλικός όρος:
Pyrotechnic substance
Μετάφραση:
Pyrotechnic substance
Ελληνικός όρος:
Πυροτεχνικό αντικείμενο
Αγγλικός όρος:
Pyrotechnic article
Μετάφραση:
Pyrotechnic article
Ελληνικός όρος:
Πυρουβικό
Αγγλικός όρος:
Pyruvate
Μετάφραση:
Pyruvate
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
15
Page
16
Page
17
Page
18
Page
19
Page
20
Page
21
Τρέχουσα σελίδα
22
Page
23
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »