Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 757 - 792 of 803
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Πυρηνικές εγκαταστάσεις
Αγγλικός όρος:
Nuclear installations

Μετάφραση: Nuclear installations
Ελληνικός όρος:
Πυρηνικό καύσιμο
Αγγλικός όρος:
Nuclear fuel

Μετάφραση: Nuclear fuel
Ελληνικός όρος:
Πυρηνικός μαγνητικός συντονισμός
Αγγλικός όρος:
Nuclear magnetic resonance, NMR

Μετάφραση: Nuclear magnetic resonance, NMR
Ελληνικός όρος:
Πυρηνοληψία (καρότα)
Αγγλικός όρος:
Kernelling

Μετάφραση: Kernelling
Ελληνικός όρος:
Πυριδίνη
Αγγλικός όρος:
Pyridine

Μετάφραση: Pyridine
Ελληνικός όρος:
Πυριδινοκαρβοξυλικό οξύ 3-
Αγγλικός όρος:
Nicotinic acid, niacin, 3-pyridinecarboxylic acid

Μετάφραση: Nicotinic acid, niacin, 3-pyridinecarboxylic acid
Ελληνικός όρος:
Πυρίμαχες ουσίες
Αγγλικός όρος:
Fire resistant substances

Μετάφραση: Fire resistant substances
Ελληνικός όρος:
Πυρίμαχο
Αγγλικός όρος:
Refractory

Μετάφραση: Refractory
Ελληνικός όρος:
Πυριμιδίνη
Αγγλικός όρος:
Pyrimidine

Μετάφραση: Pyrimidine
Ελληνικός όρος:
Πυρίτης λίθος
Αγγλικός όρος:
Silica

Μετάφραση: Silica
Ελληνικός όρος:
Πυριτίαση
Αγγλικός όρος:
Silicosis

Μετάφραση: Silicosis
Ελληνικός όρος:
Πυριτίαση συνδυασμένη με πνευμονική φυματίωση
Αγγλικός όρος:
Silicosis combined with pulmonary tuberculosis

Μετάφραση: Silicosis combined with pulmonary tuberculosis
Ελληνικός όρος:
Πυριτική πηκτή
Αγγλικός όρος:
Silica gel

Μετάφραση: Silica gel
Ελληνικός όρος:
Πυριτικό αιθύλιο
Αγγλικός όρος:
Ethyl silicate, tetraethoxysilane

Μετάφραση: Ethyl silicate, tetraethoxysilane
Ελληνικός όρος:
Πυριτικό άλας υττρίου-αργιλίου
Αγγλικός όρος:
Yttrium aluminum garnet (YAG)

Μετάφραση: Yttrium aluminum garnet (YAG)
Ελληνικός όρος:
Πυριτικό ασβέστιο
Αγγλικός όρος:
Calcium silicate

Μετάφραση: Calcium silicate
Ελληνικός όρος:
Πυριτικό μεθύλιο
Αγγλικός όρος:
Methyl silicate

Μετάφραση: Methyl silicate
Ελληνικός όρος:
Πυριτικό νάτριο
Αγγλικός όρος:
Sodium silicate

Μετάφραση: Sodium silicate
Ελληνικός όρος:
Πυρίτιο ή σιλικόνιο
Αγγλικός όρος:
Silicon (Si)

Μετάφραση: Silicon (Si)
Ελληνικός όρος:
Πυρκαγιά
Αγγλικός όρος:
Fire

Μετάφραση: Fire
Ελληνικός όρος:
Πυρογαλλόλη
Αγγλικός όρος:
Pyrogallol, 1,2,3-trihydroxybenzene

Μετάφραση: Pyrogallol, 1,2,3-trihydroxybenzene
Ελληνικός όρος:
Πυροκατεχόλη
Αγγλικός όρος:
Pyrocatechol, 1,2-dihydroxybenzene

Μετάφραση: Pyrocatechol, 1,2-dihydroxybenzene
Ελληνικός όρος:
Πυρόλυση
Αγγλικός όρος:
Pyrolysis, cracking

Μετάφραση: Pyrolysis, cracking
Ελληνικός όρος:
Πυροξιλίνη
Αγγλικός όρος:
Pyroxilin

Μετάφραση: Pyroxilin
Ελληνικός όρος:
Πυροπροστασία
Αγγλικός όρος:
Fire protection

Μετάφραση: Fire protection
Ελληνικός όρος:
Πυροπροστασία κτηρίων
Αγγλικός όρος:
Fireproofing of buildings

Μετάφραση: Fireproofing of buildings
Ελληνικός όρος:
Πυρόσβεση
Αγγλικός όρος:
Fire fighting

Μετάφραση: Fire fighting
Ελληνικός όρος:
Πυροσβεστήρας
Αγγλικός όρος:
Fire-extinguisher

Μετάφραση: Fire-extinguisher
Ελληνικός όρος:
Πυροσβέστης
Αγγλικός όρος:
Firefighter

Μετάφραση: Firefighter
Ελληνικός όρος:
Πυροσβεστικές υπηρεσίες
Αγγλικός όρος:
Fire brigades

Μετάφραση: Fire brigades
Ελληνικός όρος:
Πυροσβεστική φωλιά
Αγγλικός όρος:
Fire fighting cabinet, FFC

Μετάφραση: Fire fighting cabinet, FFC
Ελληνικός όρος:
Πυροσβεστικός εξοπλισμός
Αγγλικός όρος:
Firefighting appliances

Μετάφραση: Firefighting appliances
Ελληνικός όρος:
Πυροστεγείς σύνδεσμοι
Αγγλικός όρος:
Flameproof joints

Μετάφραση: Flameproof joints
Ελληνικός όρος:
Πυροτεχνική ουσία
Αγγλικός όρος:
Pyrotechnic substance

Μετάφραση: Pyrotechnic substance
Ελληνικός όρος:
Πυροτεχνικό αντικείμενο
Αγγλικός όρος:
Pyrotechnic article

Μετάφραση: Pyrotechnic article
Ελληνικός όρος:
Πυρουβικό
Αγγλικός όρος:
Pyruvate

Μετάφραση: Pyruvate

Ακολουθήστε μας