Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 613 - 648 of 803
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Προσβληθείς
Αγγλικός όρος:
Affected

Μετάφραση: Affected
Ελληνικός όρος:
Προσβληθείσα περιοχή
Αγγλικός όρος:
Affected area

Μετάφραση: Affected area
Ελληνικός όρος:
Προσδέσεις
Αγγλικός όρος:
Harnesses

Μετάφραση: Harnesses
Ελληνικός όρος:
Πρόσδετο (π.χ. στη γενετική)
Αγγλικός όρος:
Adduct

Μετάφραση: Adduct
Ελληνικός όρος:
Προσδιοριζόμενες χρήσεις και σενάρια έκθεσης
Αγγλικός όρος:
Identified uses and exposure scenarios

Μετάφραση: Identified uses and exposure scenarios
Ελληνικός όρος:
Προσδιοριζόμενο συστατικό
Αγγλικός όρος:
Analyte

Μετάφραση: Analyte
Ελληνικός όρος:
Προσδιορισμός
Αγγλικός όρος:
Determination

Μετάφραση: Determination
Ελληνικός όρος:
Προσδιορισμός επικινδυνότητας
Αγγλικός όρος:
Hazard identification

Μετάφραση: Hazard identification
Ελληνικός όρος:
Προσδιορισμός μοριακού βάρους
Αγγλικός όρος:
Molecular weight determination

Μετάφραση: Molecular weight determination
Ελληνικός όρος:
Προσδιορισμός σημείου ανάφλεξης
Αγγλικός όρος:
Determination of flash point

Μετάφραση: Determination of flash point
Ελληνικός όρος:
Προσδιορισμός των κινδύνων
Αγγλικός όρος:
Hazards identification

Μετάφραση: Hazards identification
Ελληνικός όρος:
Προσδοκώμενος
Αγγλικός όρος:
Prospective

Μετάφραση: Prospective
Ελληνικός όρος:
Προσεγγίσεις ασφάλειας
Αγγλικός όρος:
Safety attitudes

Μετάφραση: Safety attitudes
Ελληνικός όρος:
Προσθετικές ιδιότητες
Αγγλικός όρος:
Additive properties

Μετάφραση: Additive properties
Ελληνικός όρος:
Προσθετικός τύπος
Αγγλικός όρος:
Additivity formula

Μετάφραση: Additivity formula
Ελληνικός όρος:
Προσθέτων σε τρόφιμα
Αγγλικός όρος:
Food additive

Μετάφραση: Food additive
Ελληνικός όρος:
Προσθήκη νερού ή ενυδάτωση
Αγγλικός όρος:
Addition of water or hydration

Μετάφραση: Addition of water or hydration
Ελληνικός όρος:
Πρόσκρουση ή χτύπημα
Αγγλικός όρος:
Bump

Μετάφραση: Bump
Ελληνικός όρος:
Πρόσληψη
Αγγλικός όρος:
Intake

Μετάφραση: Intake
Ελληνικός όρος:
Πρόσληψη θορύβου
Αγγλικός όρος:
Immission

Μετάφραση: Immission
Ελληνικός όρος:
Πρόσμειξη
Αγγλικός όρος:
Impurity

Μετάφραση: Impurity
Ελληνικός όρος:
Πρόσμιξη
Αγγλικός όρος:
Contaminant

Μετάφραση: Contaminant
Ελληνικός όρος:
Προσομοίωση
Αγγλικός όρος:
Simulation

Μετάφραση: Simulation
Ελληνικός όρος:
Προσοχή
Αγγλικός όρος:
Attention, warning

Μετάφραση: Attention, warning
Ελληνικός όρος:
Προσπαθήστε να σβήσετε την πυρκαγιά από απόσταση, επειδή υπάρχει κίνδυνος έκρηξης
Αγγλικός όρος:
Fight fire remotely due to the risk of explosion

Μετάφραση: Fight fire remotely due to the risk of explosion
Ελληνικός όρος:
Προσπαθήστε να σβήσετε την πυρκαγιά λαμβάνοντας τις κατάλληλες προφυλάξεις και από εύλογη απόσταση
Αγγλικός όρος:
Fight fire with normal precautions from a reasonable distance

Μετάφραση: Fight fire with normal precautions from a reasonable distance
Ελληνικός όρος:
Προσρόφηση
Αγγλικός όρος:
Adsorption

Μετάφραση: Adsorption
Ελληνικός όρος:
Προστασία
Αγγλικός όρος:
Safeguarding, protection, precaution

Μετάφραση: Safeguarding, protection, precaution
Ελληνικός όρος:
Προστασία από ακτινοβολίες
Αγγλικός όρος:
Radiation safety

Μετάφραση: Radiation safety
Ελληνικός όρος:
Προστασία από βλάβες ή αποφυγή βλαβών
Αγγλικός όρος:
Avoidance of damage

Μετάφραση: Avoidance of damage
Ελληνικός όρος:
Προστασία από κεραυνό
Αγγλικός όρος:
Lightning protection

Μετάφραση: Lightning protection
Ελληνικός όρος:
Προστασία από οξείδωση
Αγγλικός όρος:
Corrosion protection

Μετάφραση: Corrosion protection
Ελληνικός όρος:
Προστασία από υπερφόρτωση
Αγγλικός όρος:
Overload protection

Μετάφραση: Overload protection
Ελληνικός όρος:
Προστασία ευαίσθητων περιοχών
Αγγλικός όρος:
Protection of particularly sensitive areas

Μετάφραση: Protection of particularly sensitive areas
Ελληνικός όρος:
Προστασία ή προφύλαξη
Αγγλικός όρος:
Protection

Μετάφραση: Protection
Ελληνικός όρος:
Προστασία κάτω άκρων
Αγγλικός όρος:
Leg protection

Μετάφραση: Leg protection

Ακολουθήστε μας