Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 649 - 684 of 803
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Προστασία κεφαλής
Αγγλικός όρος:
Head protection

Μετάφραση: Head protection
Ελληνικός όρος:
Προστασία πολύκλωνων άκρων
Αγγλικός όρος:
Protection of stranded ends

Μετάφραση: Protection of stranded ends
Ελληνικός όρος:
Προστασία προσώπου
Αγγλικός όρος:
Face protection

Μετάφραση: Face protection
Ελληνικός όρος:
Προστασία του περιβάλλοντος
Αγγλικός όρος:
Environmental protection

Μετάφραση: Environmental protection
Ελληνικός όρος:
Προστατευόμενο IBC
Αγγλικός όρος:
Protected IBC

Μετάφραση: Protected IBC
Ελληνικός όρος:
Προστατευτικά ακοής
Αγγλικός όρος:
Hearing protectors

Μετάφραση: Hearing protectors
Ελληνικός όρος:
Προστατευτικά βύσματα αυτιού
Αγγλικός όρος:
Ear plugs

Μετάφραση: Ear plugs
Ελληνικός όρος:
Προστατευτικά γάντια
Αγγλικός όρος:
Protective gloves, goggles

Μετάφραση: Protective gloves, goggles
Ελληνικός όρος:
Προστατευτικά δακτύλων ποδιών
Αγγλικός όρος:
Toecaps

Μετάφραση: Toecaps
Ελληνικός όρος:
Προστατευτικά καλύμματα των αυτιών
Αγγλικός όρος:
Earmuffs

Μετάφραση: Earmuffs
Ελληνικός όρος:
Προστατευτικά οφθαλμών
Αγγλικός όρος:
Eye protections

Μετάφραση: Eye protections
Ελληνικός όρος:
Προστατευτικά χεριού/γάντια
Αγγλικός όρος:
Hand guards

Μετάφραση: Hand guards
Ελληνικός όρος:
Προστατευτικές προσωπίδες
Αγγλικός όρος:
Face shields

Μετάφραση: Face shields
Ελληνικός όρος:
Προστατευτικές συσκευές
Αγγλικός όρος:
Protective devices

Μετάφραση: Protective devices
Ελληνικός όρος:
Προστατευτική ενδυμασία
Αγγλικός όρος:
Protective clothing

Μετάφραση: Protective clothing
Ελληνικός όρος:
Προστατευτική ποδιά
Αγγλικός όρος:
Protective apron

Μετάφραση: Protective apron
Ελληνικός όρος:
Προστατευτικό μέτρο
Αγγλικός όρος:
Protective measure

Μετάφραση: Protective measure
Ελληνικός όρος:
Προστατευτικό περίβλημα
Αγγλικός όρος:
Containment system

Μετάφραση: Containment system
Ελληνικός όρος:
Προστατευτικό πώμα
Αγγλικός όρος:
Protective cap

Μετάφραση: Protective cap
Ελληνικός όρος:
Προστατευτικό υμένιο
Αγγλικός όρος:
Protective film

Μετάφραση: Protective film
Ελληνικός όρος:
Προστατευτικός βραχίονας
Αγγλικός όρος:
Arm guard

Μετάφραση: Arm guard
Ελληνικός όρος:
Προστατευτικός εξοπλισμός με αισθητήρα
Αγγλικός όρος:
Sensitive protective equipment

Μετάφραση: Sensitive protective equipment
Ελληνικός όρος:
Προστατέψτε από την υγρασία
Αγγλικός όρος:
Protect from moisture

Μετάφραση: Protect from moisture
Ελληνικός όρος:
Προσφεύγων
Αγγλικός όρος:
Applicant

Μετάφραση: Applicant
Ελληνικός όρος:
Προσφυγή
Αγγλικός όρος:
Appeal

Μετάφραση: Appeal
Ελληνικός όρος:
Πρόσφυση
Αγγλικός όρος:
Adhesion

Μετάφραση: Adhesion
Ελληνικός όρος:
Προσωπίδες για τη σκόνη
Αγγλικός όρος:
Dust masks

Μετάφραση: Dust masks
Ελληνικός όρος:
Προσωπικά δεδομένα
Αγγλικός όρος:
Personal data

Μετάφραση: Personal data
Ελληνικός όρος:
Προσωπικό
Αγγλικός όρος:
Personnel

Μετάφραση: Personnel
Ελληνικός όρος:
Προσωπικό εργαστηρίου
Αγγλικός όρος:
Laboratory personnel

Μετάφραση: Laboratory personnel
Ελληνικός όρος:
Προσωπικό συντήρησης
Αγγλικός όρος:
Maintenance personnel

Μετάφραση: Maintenance personnel
Ελληνικός όρος:
Πρόσωπο
Αγγλικός όρος:
Face

Μετάφραση: Face
Ελληνικός όρος:
Πρόσωπο που νοσεί
Αγγλικός όρος:
Ill person

Μετάφραση: Ill person
Ελληνικός όρος:
Προσωρινές θέσεις εργασίας
Αγγλικός όρος:
Temporary workplaces

Μετάφραση: Temporary workplaces
Ελληνικός όρος:
Προσωρινή διαμονή
Αγγλικός όρος:
Temporary residence

Μετάφραση: Temporary residence
Ελληνικός όρος:
Προσωρινή εργασία
Αγγλικός όρος:
Temporary work

Μετάφραση: Temporary work

Ακολουθήστε μας