Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 8101 - 8136 of 9239
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Τοξικό σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως
Αγγλικός όρος:
Toxic in contact with skin and if swallowed
Μετάφραση:
Toxic in contact with skin and if swallowed
Ελληνικός όρος:
Τοξικό στην αναπαραγωγή
Αγγλικός όρος:
Toxic for reproduction
Μετάφραση:
Toxic for reproduction
Ελληνικός όρος:
Τοξικό στους υδρόβιους οργανισμούς, με μακροχρόνιες επιπτώσεις
Αγγλικός όρος:
Toxic to aquatic life with long lasting effects
Μετάφραση:
Toxic to aquatic life with long lasting effects
Ελληνικός όρος:
Τοξικοκινητική
Αγγλικός όρος:
Toxicokinetics
Μετάφραση:
Toxicokinetics
Ελληνικός όρος:
Τοξικολογία
Αγγλικός όρος:
Toxicology
Μετάφραση:
Toxicology
Ελληνικός όρος:
Τοξικολογία αιμοποιητικού συστήματος
Αγγλικός όρος:
Hematotoxocity
Μετάφραση:
Hematotoxocity
Ελληνικός όρος:
Τοξικολογία αναπαραγωγής
Αγγλικός όρος:
Reproduction toxicology
Μετάφραση:
Reproduction toxicology
Ελληνικός όρος:
Τοξικολογία στην αναπαραγωγή
Αγγλικός όρος:
Reproductive toxicology
Μετάφραση:
Reproductive toxicology
Ελληνικός όρος:
Τοξικολογία του αναπνευστικού συστήματος
Αγγλικός όρος:
Respiratory toxicology
Μετάφραση:
Respiratory toxicology
Ελληνικός όρος:
Τοξικολογία του δέρματος
Αγγλικός όρος:
Skin toxicology
Μετάφραση:
Skin toxicology
Ελληνικός όρος:
Τοξικολογικές ιδιότητες
Αγγλικός όρος:
Toxicological properties
Μετάφραση:
Toxicological properties
Ελληνικός όρος:
Τοξικότητα αναρρόφησης
Αγγλικός όρος:
Aspiration toxicity
Μετάφραση:
Aspiration toxicity
Ελληνικός όρος:
Τοξικότητα ιζημάτων
Αγγλικός όρος:
Sediment toxicity
Μετάφραση:
Sediment toxicity
Ελληνικός όρος:
Τοξικότητα σε θηλαστικά
Αγγλικός όρος:
Mammalian toxicity
Μετάφραση:
Mammalian toxicity
Ελληνικός όρος:
Τοξικότητα στην αναπαραγωγή
Αγγλικός όρος:
Reproductive toxicity
Μετάφραση:
Reproductive toxicity
Ελληνικός όρος:
Τόξο
Αγγλικός όρος:
Arc
Μετάφραση:
Arc
Ελληνικός όρος:
Τοξοπλάσμωση
Αγγλικός όρος:
Toxoplasmosis
Μετάφραση:
Toxoplasmosis
Ελληνικός όρος:
Τοπική αντίδραση
Αγγλικός όρος:
Local reaction
Μετάφραση:
Local reaction
Ελληνικός όρος:
Τοπική δόση
Αγγλικός όρος:
Local dose
Μετάφραση:
Local dose
Ελληνικός όρος:
Τοπική επίπτωση
Αγγλικός όρος:
Local effect
Μετάφραση:
Local effect
Ελληνικός όρος:
Τοπικός εξαερισμός
Αγγλικός όρος:
Local exhaust ventilation
Μετάφραση:
Local exhaust ventilation
Ελληνικός όρος:
Τοπικός πόνος
Αγγλικός όρος:
Local pain
Μετάφραση:
Local pain
Ελληνικός όρος:
Τοπικός συντονιστής
Αγγλικός όρος:
On-scene commander
Μετάφραση:
On-scene commander
Ελληνικός όρος:
Τόρνευση ή τορνίρισμα
Αγγλικός όρος:
Turning, facecutting
Μετάφραση:
Turning, facecutting
Ελληνικός όρος:
Τόρνος
Αγγλικός όρος:
Turning machine
Μετάφραση:
Turning machine
Ελληνικός όρος:
Τοσυλεστέρας ή τολουοσουλφονικός εστέρας
Αγγλικός όρος:
Tosylate or toluenesulfonate (TsOR)
Μετάφραση:
Tosylate or toluenesulfonate (TsOR)
Ελληνικός όρος:
Τοσύλιο
Αγγλικός όρος:
Tosyl (Ts)
Μετάφραση:
Tosyl (Ts)
Ελληνικός όρος:
Τοσυλοχλωρίδιο
Αγγλικός όρος:
Tosyl chloride, p-toluenesulfonyl chloride
Μετάφραση:
Tosyl chloride, p-toluenesulfonyl chloride
Ελληνικός όρος:
Τουαλέτες
Αγγλικός όρος:
Toilets
Μετάφραση:
Toilets
Ελληνικός όρος:
Τουρανόζη
Αγγλικός όρος:
Turanose
Μετάφραση:
Turanose
Ελληνικός όρος:
Τράβηγμα
Αγγλικός όρος:
Pulling
Μετάφραση:
Pulling
Ελληνικός όρος:
Τραύμα ή πληγή ή τραυματισμός
Αγγλικός όρος:
Wound, injury
Μετάφραση:
Wound, injury
Ελληνικός όρος:
Τραυματική απόπτωση κερατοειδούς
Αγγλικός όρος:
Traumatic epithelial abrasion
Μετάφραση:
Traumatic epithelial abrasion
Ελληνικός όρος:
Τραυματισμοί από επαναλαμβανόμενη καταπόνηση
Αγγλικός όρος:
Repetitive strain injuries
Μετάφραση:
Repetitive strain injuries
Ελληνικός όρος:
Τραυματισμοί από κινούμενα μέρη μηχανών
Αγγλικός όρος:
Injuries from moving machine part
Μετάφραση:
Injuries from moving machine part
Ελληνικός όρος:
Τραχεία
Αγγλικός όρος:
Trachea
Μετάφραση:
Trachea
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
222
Page
223
Page
224
Page
225
Τρέχουσα σελίδα
226
Page
227
Page
228
Page
229
Page
230
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »