Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 8065 - 8100 of 9239
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Τιμή εκπομπής
Αγγλικός όρος:
Emission value
Μετάφραση:
Emission value
Ελληνικός όρος:
Τιμή εκπομπής θορύβου
Αγγλικός όρος:
Noise emission value
Μετάφραση:
Noise emission value
Ελληνικός όρος:
Τιμή κριτηρίου p
Αγγλικός όρος:
P value
Μετάφραση:
P value
Ελληνικός όρος:
Τιτάνιο
Αγγλικός όρος:
Titanium (Ti)
Μετάφραση:
Titanium (Ti)
Ελληνικός όρος:
Τμήμα Εργασίας
Αγγλικός όρος:
Department of Labor
Μετάφραση:
Department of Labor
Ελληνικός όρος:
Τμήμα Υγείας και Ανθρωπίνων Πόρων
Αγγλικός όρος:
Department of Health and Human Services
Μετάφραση:
Department of Health and Human Services
Ελληνικός όρος:
Το δοχείο να διατηρείται ερμητικά κλεισμένο και να προστατεύεται από την υγρασία
Αγγλικός όρος:
Keep container tightly closed and dry
Μετάφραση:
Keep container tightly closed and dry
Ελληνικός όρος:
Το δοχείο να διατηρείται ερμητικά κλεισμένο και σε καλά αεριζόμενο μέρος
Αγγλικός όρος:
Keep container tightly closed and in a well-ventilated place
Μετάφραση:
Keep container tightly closed and in a well-ventilated place
Ελληνικός όρος:
Το δοχείο να προστατεύεται από την υγρασία
Αγγλικός όρος:
Keep container dry
Μετάφραση:
Keep container dry
Ελληνικός όρος:
Το κατάλληλο υλικό καθορίζεται από τον παραγωγό
Αγγλικός όρος:
Appropriate material to be specified by the manufacturer
Μετάφραση:
Appropriate material to be specified by the manufacturer
Ελληνικός όρος:
Το περιεχόμενο αποθηκεύεται σε …
Αγγλικός όρος:
Store contents under …
Μετάφραση:
Store contents under …
Ελληνικός όρος:
Το υλικό αυτό και ο περιέκτης του να εναποτεθούν σε χώρο συλλογής επικινδύνων ή ειδικών αποβλήτων
Αγγλικός όρος:
Dispose of this material and its container to hazardous or special waste collection point
Μετάφραση:
Dispose of this material and its container to hazardous or special waste collection point
Ελληνικός όρος:
Το υλικό και ο περιέκτης του να θεωρηθούν κατά τη διάθεση τους επικίνδυνα απόβλητα
Αγγλικός όρος:
This material and its container must be disposed of as hazardous waste
Μετάφραση:
This material and its container must be disposed of as hazardous waste
Ελληνικός όρος:
Το υλικό και ο περιέκτης του πρέπει να διατεθεί με ασφαλή τρόπο
Αγγλικός όρος:
This material and its container must be disposed of in a safe way
Μετάφραση:
This material and its container must be disposed of in a safe way
Ελληνικός όρος:
Τοίχος
Αγγλικός όρος:
Wall
Μετάφραση:
Wall
Ελληνικός όρος:
Τολιδίνη
Αγγλικός όρος:
Tolidine
Μετάφραση:
Tolidine
Ελληνικός όρος:
Τολουαλδεΰδη
Αγγλικός όρος:
Tolualdehyde
Μετάφραση:
Tolualdehyde
Ελληνικός όρος:
Τολουιδίνη ή αμινοτολουόλιο ή μεθυλοανιλίνη
Αγγλικός όρος:
Toluidine or aminotoluene or methylaniline
Μετάφραση:
Toluidine or aminotoluene or methylaniline
Ελληνικός όρος:
Τολουικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Toluic acid
Μετάφραση:
Toluic acid
Ελληνικός όρος:
Τολουόλιο ή τολουένιο ή μεθυλοβενζόλιο
Αγγλικός όρος:
Toluene or methylbenzene
Μετάφραση:
Toluene or methylbenzene
Ελληνικός όρος:
Τολουολοσουλφονικός αιθυλεστέρας ή τοσυλοαιθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Ethyl toluenesulfonate, ethyl tosylate
Μετάφραση:
Ethyl toluenesulfonate, ethyl tosylate
Ελληνικός όρος:
Τολουολοσουλφονυλοχλωρίδιο p-
Αγγλικός όρος:
p-toluenesulfonyl chloride, tosyl chloride
Μετάφραση:
p-toluenesulfonyl chloride, tosyl chloride
Ελληνικός όρος:
Τολυλφλουανίδη
Αγγλικός όρος:
Tolylfluanid
Μετάφραση:
Tolylfluanid
Ελληνικός όρος:
Τομέας
Αγγλικός όρος:
Sector
Μετάφραση:
Sector
Ελληνικός όρος:
Τοξαφαίνιο
Αγγλικός όρος:
Chlorinated camphene, toxaphene, camphechlor
Μετάφραση:
Chlorinated camphene, toxaphene, camphechlor
Ελληνικός όρος:
Τοξικά μέταλλα
Αγγλικός όρος:
Toxic metals
Μετάφραση:
Toxic metals
Ελληνικός όρος:
Τοξική ουσία
Αγγλικός όρος:
Toxic substance (T, T+)
Μετάφραση:
Toxic substance (T, T+)
Ελληνικός όρος:
Τοξικό αέριο
Αγγλικός όρος:
Toxic gas
Μετάφραση:
Toxic gas
Ελληνικός όρος:
Τοξικό για τη χλωρίδα
Αγγλικός όρος:
Toxic to flora
Μετάφραση:
Toxic to flora
Ελληνικός όρος:
Τοξικό για την πανίδα
Αγγλικός όρος:
Toxic to fauna
Μετάφραση:
Toxic to fauna
Ελληνικός όρος:
Τοξικό για τις μέλισσες
Αγγλικός όρος:
Toxic to bees
Μετάφραση:
Toxic to bees
Ελληνικός όρος:
Τοξικό για τους οργανισμούς του εδάφους
Αγγλικός όρος:
Toxic to soil organisms
Μετάφραση:
Toxic to soil organisms
Ελληνικός όρος:
Τοξικό για τους υδρόβιους οργανισμούς, μπορεί να προκαλέσει μακροχρόνιες δυσμενείς επιπτώσεις στο υδάτινο περιβάλλον
Αγγλικός όρος:
Toxic to aquatic organisms, may cause long-term adverse effects in the aquatic environment
Μετάφραση:
Toxic to aquatic organisms, may cause long-term adverse effects in the aquatic environment
Ελληνικός όρος:
Τοξικό νέφος
Αγγλικός όρος:
Toxic load
Μετάφραση:
Toxic load
Ελληνικός όρος:
Τοξικό όταν εισπνέεται, σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως
Αγγλικός όρος:
Toxic by inhalation, in contact with skin and if swallowed
Μετάφραση:
Toxic by inhalation, in contact with skin and if swallowed
Ελληνικός όρος:
Τοξικό σε επαφή με τα μάτια
Αγγλικός όρος:
Toxic by eye contact
Μετάφραση:
Toxic by eye contact
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
221
Page
222
Page
223
Page
224
Τρέχουσα σελίδα
225
Page
226
Page
227
Page
228
Page
229
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »