Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 325 - 360 of 367
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Οστεομυικές ασθένειες
Αγγλικός όρος:
Musculoskeletal diseases

Μετάφραση: Musculoskeletal diseases
Ελληνικός όρος:
Οστεοπόρωση
Αγγλικός όρος:
Osteoporosis

Μετάφραση: Osteoporosis
Ελληνικός όρος:
Οστό ή οστούν ή κόκκαλο
Αγγλικός όρος:
Bone

Μετάφραση: Bone
Ελληνικός όρος:
Οσφυαλγία
Αγγλικός όρος:
Lumbago

Μετάφραση: Lumbago
Ελληνικός όρος:
Ουαρφαρίνη
Αγγλικός όρος:
Warfarin

Μετάφραση: Warfarin
Ελληνικός όρος:
Ούλα
Αγγλικός όρος:
Gingival, gum

Μετάφραση: Gingival, gum
Ελληνικός όρος:
Ούρα
Αγγλικός όρος:
Urine

Μετάφραση: Urine
Ελληνικός όρος:
Ουραιμία
Αγγλικός όρος:
Uremia

Μετάφραση: Uremia
Ελληνικός όρος:
Ουρακίλη
Αγγλικός όρος:
Uracil

Μετάφραση: Uracil
Ελληνικός όρος:
Ουράνιο
Αγγλικός όρος:
Uranium

Μετάφραση: Uranium
Ελληνικός όρος:
Ουρεάση
Αγγλικός όρος:
Urease

Μετάφραση: Urease
Ελληνικός όρος:
Ουρεθάνη ή καρβαμιδικός αιθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Urethane or ethyl carbamate

Μετάφραση: Urethane or ethyl carbamate
Ελληνικός όρος:
Ουρήθρα
Αγγλικός όρος:
Urethra

Μετάφραση: Urethra
Ελληνικός όρος:
Ούρηση
Αγγλικός όρος:
Urination

Μετάφραση: Urination
Ελληνικός όρος:
Ουρία ή καρβαμίδιο
Αγγλικός όρος:
Urea or carbamide

Μετάφραση: Urea or carbamide
Ελληνικός όρος:
Ουρίδια
Αγγλικός όρος:
Ureides

Μετάφραση: Ureides
Ελληνικός όρος:
Ουροδόχος κύστη
Αγγλικός όρος:
Bladder

Μετάφραση: Bladder
Ελληνικός όρος:
Ουρονικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Uronic acid

Μετάφραση: Uronic acid
Ελληνικός όρος:
Ουσία που διαβρώνει τα μέταλλα
Αγγλικός όρος:
Substance corrosive to metals

Μετάφραση: Substance corrosive to metals
Ελληνικός όρος:
Ουσία που όταν έρθει σε επαφή με το νερό εκλύει εύφλεκτο αέριο
Αγγλικός όρος:
Substance which in contact with water emits flammable gas

Μετάφραση: Substance which in contact with water emits flammable gas
Ελληνικός όρος:
Ουσιαστική μεταβολή
Αγγλικός όρος:
Substantial change

Μετάφραση: Substantial change
Ελληνικός όρος:
Ουσιαστική περίληψη μελέτης ΟΠΜ
Αγγλικός όρος:
Robust study summary (RSS)

Μετάφραση: Robust study summary (RSS)
Ελληνικός όρος:
Ουσίες άγνωστης ή ασταθούς σύνθεσης, προϊόντα πολύπλοκων αντιδράσεων ή βιολογικά υλικά
Αγγλικός όρος:
Substances of Unknown or Variable Composition, Complex reaction products or Biological materials (UVCB substance)

Μετάφραση: Substances of Unknown or Variable Composition, Complex reaction products or Biological materials (UVCB substance)
Ελληνικός όρος:
Ουσίες επιβλαβείς για το περιβάλλον
Αγγλικός όρος:
Environmentally hazardous substances

Μετάφραση: Environmentally hazardous substances
Ελληνικός όρος:
Ουσίες που απαντούν στη φύση
Αγγλικός όρος:
Substances which occur in nature

Μετάφραση: Substances which occur in nature
Ελληνικός όρος:
Ουσίες που δρουν επιφανειακά
Αγγλικός όρος:
Surfactants

Μετάφραση: Surfactants
Ελληνικός όρος:
Ουσίες που προκαλούν πολύ μεγάλη ανησυχία
Αγγλικός όρος:
Substances of very high concern (SVHC)

Μετάφραση: Substances of very high concern (SVHC)
Ελληνικός όρος:
Ουσίες τοξικές για την αναπαραγωγή
Αγγλικός όρος:
Reprotoxic substances

Μετάφραση: Reprotoxic substances
Ελληνικός όρος:
Ουσίες υπό τελωνιακή επιτήρηση
Αγγλικός όρος:
Substances under customs supervision

Μετάφραση: Substances under customs supervision
Ελληνικός όρος:
Οφειλόμενο κλάσμα για τον πληθυσμό
Αγγλικός όρος:
Attributable fraction

Μετάφραση: Attributable fraction
Ελληνικός όρος:
Οφειλόμενος κίνδυνος, αποδοτέος
Αγγλικός όρος:
Attributable risk

Μετάφραση: Attributable risk
Ελληνικός όρος:
Οφθαλμικός
Αγγλικός όρος:
Occular

Μετάφραση: Occular
Ελληνικός όρος:
Οφθαλμικός ερεθισμός
Αγγλικός όρος:
Eye irritation

Μετάφραση: Eye irritation
Ελληνικός όρος:
Οφθαλμολογική εξέταση
Αγγλικός όρος:
Ophthalmological examination

Μετάφραση: Ophthalmological examination
Ελληνικός όρος:
Οφθαλμός
Αγγλικός όρος:
Eye

Μετάφραση: Eye
Ελληνικός όρος:
Όχημα δεξαμενή, βυτιοφόρο όχημα
Αγγλικός όρος:
Tank-vehicle

Μετάφραση: Tank-vehicle

Ακολουθήστε μας