Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 109 - 144 of 367
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Οξαλικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Oxalic acid, dicarboxylic acid, ethanedioic acid

Μετάφραση: Oxalic acid, dicarboxylic acid, ethanedioic acid
Ελληνικός όρος:
Οξεία απώλεια της ακοής
Αγγλικός όρος:
Acute hearing losses

Μετάφραση: Acute hearing losses
Ελληνικός όρος:
Οξεία τοξικότητα από του στόματος
Αγγλικός όρος:
Acute oral toxicity

Μετάφραση: Acute oral toxicity
Ελληνικός όρος:
Οξεία τοξικότητα για το υδάτινο περιβάλλον
Αγγλικός όρος:
Acute aquatic toxicity

Μετάφραση: Acute aquatic toxicity
Ελληνικός όρος:
Οξεία τοξικότητα διά της εισπνοής
Αγγλικός όρος:
Acute inhalation toxicity

Μετάφραση: Acute inhalation toxicity
Ελληνικός όρος:
Οξεία τοξικότητα διά του δέρματος
Αγγλικός όρος:
Acute dermal toxicity

Μετάφραση: Acute dermal toxicity
Ελληνικός όρος:
Οξείδια του αζώτου
Αγγλικός όρος:
Oxides of nitrogen

Μετάφραση: Oxides of nitrogen
Ελληνικός όρος:
Οξείδια του θείου
Αγγλικός όρος:
Oxides of sulphur

Μετάφραση: Oxides of sulphur
Ελληνικός όρος:
Οξείδιο της διεξυλοκτυλοφωσφίνης
Αγγλικός όρος:
Dihexyloctylphosphine oxide

Μετάφραση: Dihexyloctylphosphine oxide
Ελληνικός όρος:
Οξείδιο της εξυλοδιοκτυλοφωσφίνης
Αγγλικός όρος:
Hexyldioctylphosphine oxide

Μετάφραση: Hexyldioctylphosphine oxide
Ελληνικός όρος:
Οξείδιο της τριοκτυλοφωσφίνης
Αγγλικός όρος:
Trioctylphosphine oxide

Μετάφραση: Trioctylphosphine oxide
Ελληνικός όρος:
Οξείδιο του αιθυλενίου
Αγγλικός όρος:
Oxirane, ethylene oxide

Μετάφραση: Oxirane, ethylene oxide
Ελληνικός όρος:
Οξείδιο του αργιλίου ή αλουμίνα ή αργιλία
Αγγλικός όρος:
Aluminium oxide or alumina

Μετάφραση: Aluminium oxide or alumina
Ελληνικός όρος:
Οξείδιο του ασβεστίου
Αγγλικός όρος:
Calcium oxide

Μετάφραση: Calcium oxide
Ελληνικός όρος:
Οξείδιο του βηρυλλίου
Αγγλικός όρος:
Beryllium oxide, beryllia

Μετάφραση: Beryllium oxide, beryllia
Ελληνικός όρος:
Οξείδιο του βορίου
Αγγλικός όρος:
Boron oxide

Μετάφραση: Boron oxide
Ελληνικός όρος:
Οξείδιο του δευτερίου
Αγγλικός όρος:
Deuterium oxide

Μετάφραση: Deuterium oxide
Ελληνικός όρος:
Οξείδιο του δις(τριβουτυλοκασσιτέρου)
Αγγλικός όρος:
Bis(tributyl tin)oxide

Μετάφραση: Bis(tributyl tin)oxide
Ελληνικός όρος:
Οξείδιο του διφαινυλίου
Αγγλικός όρος:
Diphenyl oxide

Μετάφραση: Diphenyl oxide
Ελληνικός όρος:
Οξείδιο του ζιρκονίου ή ζιρκονία
Αγγλικός όρος:
Zirconia

Μετάφραση: Zirconia
Ελληνικός όρος:
Οξείδιο του καδμίου
Αγγλικός όρος:
Cadmium oxide

Μετάφραση: Cadmium oxide
Ελληνικός όρος:
Οξείδιο του μαγνησίου
Αγγλικός όρος:
Magnesium oxide, magnesia

Μετάφραση: Magnesium oxide, magnesia
Ελληνικός όρος:
Οξείδιο του μεσιτυλίου
Αγγλικός όρος:
Mesityl oxide, 4-methyl-3-penten-2-one

Μετάφραση: Mesityl oxide, 4-methyl-3-penten-2-one
Ελληνικός όρος:
Οξείδιο του νατρίου
Αγγλικός όρος:
Sodium oxide

Μετάφραση: Sodium oxide
Ελληνικός όρος:
Οξείδιο του πυριτίου
Αγγλικός όρος:
Silicium oxide

Μετάφραση: Silicium oxide
Ελληνικός όρος:
Οξείδιο του σιδήρου (ΙΙ) ή (III)
Αγγλικός όρος:
Iron oxide

Μετάφραση: Iron oxide
Ελληνικός όρος:
Οξείδιο του χρωμίου (III)
Αγγλικός όρος:
Chromium (III) oxide

Μετάφραση: Chromium (III) oxide
Ελληνικός όρος:
Οξείδιο του ψευδαργύρου
Αγγλικός όρος:
Zinc oxide

Μετάφραση: Zinc oxide
Ελληνικός όρος:
Οξειδίου του τανταλίου
Αγγλικός όρος:
Tantalum oxide

Μετάφραση: Tantalum oxide
Ελληνικός όρος:
Οξείδωση
Αγγλικός όρος:
Oxidation

Μετάφραση: Oxidation
Ελληνικός όρος:
Οξειδωτική ουσία
Αγγλικός όρος:
Oxidizing substance

Μετάφραση: Oxidizing substance
Ελληνικός όρος:
Οξειδωτικό
Αγγλικός όρος:
Oxidizer, oxidiser

Μετάφραση: Oxidizer, oxidiser
Ελληνικός όρος:
Οξειδωτικό αέριο
Αγγλικός όρος:
Oxidising gas

Μετάφραση: Oxidising gas
Ελληνικός όρος:
Οξειδωτικό στερεό
Αγγλικός όρος:
Oxidising solid

Μετάφραση: Oxidising solid
Ελληνικός όρος:
Οξειδωτικό υγρό
Αγγλικός όρος:
Oxidising liquid

Μετάφραση: Oxidising liquid
Ελληνικός όρος:
Οξείες δηλητηριάσεις
Αγγλικός όρος:
Acute poisoning

Μετάφραση: Acute poisoning

Ακολουθήστε μας