Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 253 - 288 of 367
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Οργανισμός για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ)
Αγγλικός όρος:
Organisation for Economic Cooperation and Development, OECD
Μετάφραση:
Organisation for Economic Cooperation and Development, OECD
Ελληνικός όρος:
Οργανισμός Επιθεώρησης
Αγγλικός όρος:
Inspection body
Μετάφραση:
Inspection body
Ελληνικός όρος:
Οργανισμός Ιταλικών Εθνικών Προτύπων
Αγγλικός όρος:
Italian National Standards Body
Μετάφραση:
Italian National Standards Body
Ελληνικός όρος:
Όργανο μέτρησης
Αγγλικός όρος:
Measuring instrument
Μετάφραση:
Measuring instrument
Ελληνικός όρος:
Οργανόγραμμα
Αγγλικός όρος:
Organization chart
Μετάφραση:
Organization chart
Ελληνικός όρος:
Οργανοκασσιτερικές ενώσεις
Αγγλικός όρος:
Organotin compounds
Μετάφραση:
Organotin compounds
Ελληνικός όρος:
Οργανοφωσφορικά άλατα
Αγγλικός όρος:
Organophosphates
Μετάφραση:
Organophosphates
Ελληνικός όρος:
Οργανοχλωριωμένα
Αγγλικός όρος:
Organochlorines
Μετάφραση:
Organochlorines
Ελληνικός όρος:
Οργάνωση
Αγγλικός όρος:
Organization, organisation
Μετάφραση:
Organization, organisation
Ελληνικός όρος:
Οργάνωση εργασίας
Αγγλικός όρος:
Organisation of work, work organization
Μετάφραση:
Organisation of work, work organization
Ελληνικός όρος:
Οργάνωση κατάρτισης
Αγγλικός όρος:
Training organisation
Μετάφραση:
Training organisation
Ελληνικός όρος:
Οργάνωση Φινλανδικών Προτύπων
Αγγλικός όρος:
Finnish Standards Association
Μετάφραση:
Finnish Standards Association
Ελληνικός όρος:
Οργανωτική αγωγή
Αγγλικός όρος:
Organisational culture
Μετάφραση:
Organisational culture
Ελληνικός όρος:
Οργανωτική δομή
Αγγλικός όρος:
Organisational structure
Μετάφραση:
Organisational structure
Ελληνικός όρος:
Οργανωτικό κλίμα
Αγγλικός όρος:
Organisational climate
Μετάφραση:
Organisational climate
Ελληνικός όρος:
Ορείχαλκος
Αγγλικός όρος:
Brass
Μετάφραση:
Brass
Ελληνικός όρος:
Ορθή εργαστηριακή πρακτική
Αγγλικός όρος:
Good laboratory practice, GLP
Μετάφραση:
Good laboratory practice, GLP
Ελληνικός όρος:
Όρθια στάση
Αγγλικός όρος:
Standing
Μετάφραση:
Standing
Ελληνικός όρος:
Ορθό
Αγγλικός όρος:
Correct
Μετάφραση:
Correct
Ελληνικός όρος:
Ορθο-
Αγγλικός όρος:
Ortho- (o-)
Μετάφραση:
Ortho- (o-)
Ελληνικός όρος:
Ορθοπεδική
Αγγλικός όρος:
Orthopedics
Μετάφραση:
Orthopedics
Ελληνικός όρος:
Ορθότητα
Αγγλικός όρος:
Trueness
Μετάφραση:
Trueness
Ελληνικός όρος:
Ορθοφωσφορικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Orthophosphoric acid, phosphoric acid
Μετάφραση:
Orthophosphoric acid, phosphoric acid
Ελληνικός όρος:
Όρια εκρηκτικότητας
Αγγλικός όρος:
Explosion limits
Μετάφραση:
Explosion limits
Ελληνικός όρος:
Όρια εμπιστοσύνης
Αγγλικός όρος:
Confidence limits
Μετάφραση:
Confidence limits
Ελληνικός όρος:
Όρια προειδοποίησης
Αγγλικός όρος:
Warning limits
Μετάφραση:
Warning limits
Ελληνικός όρος:
Οριακές τιμές έκπλυσης
Αγγλικός όρος:
Leaching limit values
Μετάφραση:
Leaching limit values
Ελληνικός όρος:
Οριακές τιμές εκπομπής
Αγγλικός όρος:
Emission limit values
Μετάφραση:
Emission limit values
Ελληνικός όρος:
Οριακές τιμές επαγγελματικής έκθεσης
Αγγλικός όρος:
Occupational exposure limit values
Μετάφραση:
Occupational exposure limit values
Ελληνικός όρος:
Οριακές τιμές μικρής διάρκειας έκθεσης
Αγγλικός όρος:
Maximum acceptable concentration
Μετάφραση:
Maximum acceptable concentration
Ελληνικός όρος:
Οριακή μέση τιμή
Αγγλικός όρος:
Limiting mean
Μετάφραση:
Limiting mean
Ελληνικός όρος:
Οριακή συγκέντρωση οξυγόνου
Αγγλικός όρος:
Limiting oxygen concentration
Μετάφραση:
Limiting oxygen concentration
Ελληνικός όρος:
Οριακή τιμή έκθεσης
Αγγλικός όρος:
Exposure limit value
Μετάφραση:
Exposure limit value
Ελληνικός όρος:
Οριακή τιμή έκθεσης – Χρονικά σταθμισμένη μέση τιμή (των Αμερικανών υγιεινολόγων)
Αγγλικός όρος:
Threshold limit values – Time weighted average (TLV - TWA)
Μετάφραση:
Threshold limit values – Time weighted average (TLV - TWA)
Ελληνικός όρος:
Οριακή τιμή έκθεσης μικρής διάρκειας
Αγγλικός όρος:
Short - term exposure limit
Μετάφραση:
Short - term exposure limit
Ελληνικός όρος:
Οριακή τιμή- Οριακή Τιμή Έκθεσης Μικρής Διάρκειας (των Αμερικανών Υγιεινολόγων)
Αγγλικός όρος:
Threshold Limit Value - Short -Term Exposure Limit (TLV-STEL)
Μετάφραση:
Threshold Limit Value - Short -Term Exposure Limit (TLV-STEL)
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
3
Page
4
Page
5
Page
6
Page
7
Τρέχουσα σελίδα
8
Page
9
Page
10
Page
11
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »