Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 937 - 972 of 1068
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Εσωτερική επιθεώρηση του χώρου εργασίας
Αγγλικός όρος:
Internal workplace inspections

Μετάφραση: Internal workplace inspections
Ελληνικός όρος:
Εσωτερική κατασκευή
Αγγλικός όρος:
Interior construction

Μετάφραση: Interior construction
Ελληνικός όρος:
Εσωτερική μετατροπή
Αγγλικός όρος:
Internal conversion (C)

Μετάφραση: Internal conversion (C)
Ελληνικός όρος:
Εσωτερική συσκευασία
Αγγλικός όρος:
Inner packaging

Μετάφραση: Inner packaging
Ελληνικός όρος:
Εσωτερικό δοχείο
Αγγλικός όρος:
Inner receptacle

Μετάφραση: Inner receptacle
Ελληνικός όρος:
Εσωτερικό πρότυπο
Αγγλικός όρος:
Internal standard, IS

Μετάφραση: Internal standard, IS
Ελληνικός όρος:
Εσωτερικός κανονισμός
Αγγλικός όρος:
Internal regulation

Μετάφραση: Internal regulation
Ελληνικός όρος:
Εταιρική κοινωνική ευθύνη
Αγγλικός όρος:
Corporate Social Responsibility, CSR

Μετάφραση: Corporate Social Responsibility, CSR
Ελληνικός όρος:
Εταιρική κουλτούρα
Αγγλικός όρος:
Corporate culture

Μετάφραση: Corporate culture
Ελληνικός όρος:
Ετεροκυκλικές βάσεις
Αγγλικός όρος:
Heterocyclic bases

Μετάφραση: Heterocyclic bases
Ελληνικός όρος:
Ετησίως
Αγγλικός όρος:
Per year

Μετάφραση: Per year
Ελληνικός όρος:
Ετικέτα
Αγγλικός όρος:
Label, mark

Μετάφραση: Label, mark
Ελληνικός όρος:
Ετικέτες που ξεδιπλώνονται
Αγγλικός όρος:
Fold-out labels

Μετάφραση: Fold-out labels
Ελληνικός όρος:
Έτος αναφοράς
Αγγλικός όρος:
Reporting year

Μετάφραση: Reporting year
Ελληνικός όρος:
Ευαισθησία
Αγγλικός όρος:
Sensitiveness

Μετάφραση: Sensitiveness
Ελληνικός όρος:
Ευαισθησία ή ευπάθεια
Αγγλικός όρος:
Sensitivity

Μετάφραση: Sensitivity
Ελληνικός όρος:
Ευαισθησία παρεμπόδισης ουσίας
Αγγλικός όρος:
Cross sensitivity

Μετάφραση: Cross sensitivity
Ελληνικός όρος:
Ευαισθησία του δέρματος ή δερματική ευαισθητοποίηση
Αγγλικός όρος:
Skin sensitisation

Μετάφραση: Skin sensitisation
Ελληνικός όρος:
Ευαισθητοποίηση
Αγγλικός όρος:
Sensitization

Μετάφραση: Sensitization
Ελληνικός όρος:
Ευαισθητοποίηση (π.χ. κοινής γνώμης)
Αγγλικός όρος:
Awareness raising

Μετάφραση: Awareness raising
Ελληνικός όρος:
Ευαισθητοποίηση του αναπνευστικού/του δέρματος
Αγγλικός όρος:
Respiratory/skin sensitization

Μετάφραση: Respiratory/skin sensitization
Ελληνικός όρος:
Ευαισθητοποίηση του κοινού
Αγγλικός όρος:
Public awareness

Μετάφραση: Public awareness
Ελληνικός όρος:
Ευαισθητοποιητής
Αγγλικός όρος:
Sensitizer

Μετάφραση: Sensitizer
Ελληνικός όρος:
Ευαισθητοποιητική διά της επαφής
Αγγλικός όρος:
Contact sensitiser

Μετάφραση: Contact sensitiser
Ελληνικός όρος:
Ευαισθητοποιητική του αναπνευστικού συστήματος ουσία
Αγγλικός όρος:
Respiratory sensitiser

Μετάφραση: Respiratory sensitiser
Ελληνικός όρος:
Ευαισθητοποιητική του δέρματος ουσία
Αγγλικός όρος:
Skin sensitiser

Μετάφραση: Skin sensitiser
Ελληνικός όρος:
Ευγενόλη
Αγγλικός όρος:
Eugenol, oil of cloves

Μετάφραση: Eugenol, oil of cloves
Ελληνικός όρος:
Ευδαλένιο
Αγγλικός όρος:
Eudalene

Μετάφραση: Eudalene
Ελληνικός όρος:
Ευεξία
Αγγλικός όρος:
Well-being

Μετάφραση: Well-being
Ελληνικός όρος:
Ευθεία συμμεταβολής
Αγγλικός όρος:
Regression line

Μετάφραση: Regression line
Ελληνικός όρος:
Εύθραυστο
Αγγλικός όρος:
Fragile

Μετάφραση: Fragile
Ελληνικός όρος:
Ευθραυστότητα
Αγγλικός όρος:
Embirittlement

Μετάφραση: Embirittlement
Ελληνικός όρος:
Ευθύνη (π.χ. νομική)
Αγγλικός όρος:
Responsibility

Μετάφραση: Responsibility
Ελληνικός όρος:
Ευθύνη εργοδότη
Αγγλικός όρος:
Employer liability

Μετάφραση: Employer liability
Ελληνικός όρος:
Ευθύνη μισθωτού
Αγγλικός όρος:
Employee liability

Μετάφραση: Employee liability
Ελληνικός όρος:
Εύκαμπτο
Αγγλικός όρος:
Flexible

Μετάφραση: Flexible

Ακολουθήστε μας