Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 901 - 936 of 1068
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Ερεθισμοί του επιπεφυκότος λόγω έκθεσης σε υπεριώδεις ακτινοβολίες
Αγγλικός όρος:
Conjunctival ailments following exposure to ultraviolet radiation

Μετάφραση: Conjunctival ailments following exposure to ultraviolet radiation
Ελληνικός όρος:
Ερεθισμός
Αγγλικός όρος:
Irritation

Μετάφραση: Irritation
Ελληνικός όρος:
Ερεθισμός της αναπνευστικής οδού
Αγγλικός όρος:
Respiratory tract irritation (RTI)

Μετάφραση: Respiratory tract irritation (RTI)
Ελληνικός όρος:
Ερεθισμός του δέρματος
Αγγλικός όρος:
Skin irritation

Μετάφραση: Skin irritation
Ελληνικός όρος:
Ερεθισμός των οφθαλμών
Αγγλικός όρος:
Eye irritation

Μετάφραση: Eye irritation
Ελληνικός όρος:
Ερεθιστικές ουσίες
Αγγλικός όρος:
Irritating substances (Xi)

Μετάφραση: Irritating substances (Xi)
Ελληνικός όρος:
Ερεθιστική δερματίτιδα
Αγγλικός όρος:
Irritant contact dermatitis

Μετάφραση: Irritant contact dermatitis
Ελληνικός όρος:
Ερεθιστικό
Αγγλικός όρος:
Irritant

Μετάφραση: Irritant
Ελληνικός όρος:
Ερεθιστικό για τους οφθαλμούς
Αγγλικός όρος:
Eye irritation

Μετάφραση: Eye irritation
Ελληνικός όρος:
Έρευνα (π.χ. ατυχήματος)
Αγγλικός όρος:
Investigation

Μετάφραση: Investigation
Ελληνικός όρος:
Έρευνα και ανάπτυξη προϊόντων και διαδικασιών παρασκευής
Αγγλικός όρος:
Product and Process Orientated Research and Development, PPORD

Μετάφραση: Product and Process Orientated Research and Development, PPORD
Ελληνικός όρος:
Έρευνα στον τομέα της ΕΑΥ
Αγγλικός όρος:
OSH research

Μετάφραση: OSH research
Ελληνικός όρος:
Έρευνες παρέμβασης
Αγγλικός όρος:
Intervention studies

Μετάφραση: Intervention studies
Ελληνικός όρος:
Ερευνητής
Αγγλικός όρος:
Researcher

Μετάφραση: Researcher
Ελληνικός όρος:
Ερμηνεία
Αγγλικός όρος:
Interpretation

Μετάφραση: Interpretation
Ελληνικός όρος:
Ερμηνεία των αποτελεσμάτων
Αγγλικός όρος:
Interpretation of results

Μετάφραση: Interpretation of results
Ελληνικός όρος:
Ερμηνευτικό έγγραφο
Αγγλικός όρος:
Interpretive document

Μετάφραση: Interpretive document
Ελληνικός όρος:
Ερμητικά κλειστή δεξαμενή
Αγγλικός όρος:
Hermetically closed tank

Μετάφραση: Hermetically closed tank
Ελληνικός όρος:
Ερμητικά κλειστό
Αγγλικός όρος:
Hermetically closed, tightly closed

Μετάφραση: Hermetically closed, tightly closed
Ελληνικός όρος:
Ερπυσμός
Αγγλικός όρος:
Creeping

Μετάφραση: Creeping
Ελληνικός όρος:
Ερπυστριοφόροι προωθητές
Αγγλικός όρος:
Tractor-dozers

Μετάφραση: Tractor-dozers
Ελληνικός όρος:
Ερύθημα
Αγγλικός όρος:
Erythema

Μετάφραση: Erythema
Ελληνικός όρος:
Ερυθρά ίλυς από την παραγωγή αλουμίνας
Αγγλικός όρος:
Red mud from alumina production

Μετάφραση: Red mud from alumina production
Ελληνικός όρος:
Ερυθρόζη
Αγγλικός όρος:
Erythrose

Μετάφραση: Erythrose
Ελληνικός όρος:
Ερυθρότητα
Αγγλικός όρος:
Redness

Μετάφραση: Redness
Ελληνικός όρος:
Ερωτηματολόγιο
Αγγλικός όρος:
Questionnaire

Μετάφραση: Questionnaire
Ελληνικός όρος:
Εστέρας
Αγγλικός όρος:
Ester

Μετάφραση: Ester
Ελληνικός όρος:
Εστέρες του νιτρικού οξέος
Αγγλικός όρος:
Nitric acid esters

Μετάφραση: Nitric acid esters
Ελληνικός όρος:
Εστερική γόμα
Αγγλικός όρος:
Ester gum

Μετάφραση: Ester gum
Ελληνικός όρος:
Εστερικό κόμμι
Αγγλικός όρος:
Ester Gum

Μετάφραση: Ester Gum
Ελληνικός όρος:
Εσχαρίσματα
Αγγλικός όρος:
Screenings

Μετάφραση: Screenings
Ελληνικός όρος:
Εσωτερικά τραύματα
Αγγλικός όρος:
Internal injuries

Μετάφραση: Internal injuries
Ελληνικός όρος:
Εσωτερικές μέθοδοι
Αγγλικός όρος:
In house methods

Μετάφραση: In house methods
Ελληνικός όρος:
Εσωτερική αγορά
Αγγλικός όρος:
Internal market

Μετάφραση: Internal market
Ελληνικός όρος:
Εσωτερική διασταύρωση
Αγγλικός όρος:
Intersystem crossing (X)

Μετάφραση: Intersystem crossing (X)
Ελληνικός όρος:
Εσωτερική εγκατάσταση
Αγγλικός όρος:
Installation work

Μετάφραση: Installation work

Ακολουθήστε μας