Ορισμοί

Βλέπετε τις εγγραφές : 51 - 100, σε σύνολο 1420
A | D | E | F | G | I | J | L | N | O | P | R | S | T | Y |   | Α | Β | Γ | Δ | Έ | Ζ | Η | Θ | Ί | Κ | Λ | Μ | Ν | Ό | Π | Ρ | Σ | Τ | Υ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Αδιέξοδο
Ορισμός 1: Χαρακτηρίζεται μία κοινόχρηστη περιοχή κύριας χρήσης του ορόφου-επιπέδου (όπως διάδρομος) από κάθε σημείο της οποίας η διαφυγή μπορεί να γίνει μόνο προς μία (1) κατεύθυνση.

Ορισμός 2: Κοινόχρηστος διάδρομος (ή περιοχή ενός ορόφου) ο οποίος δεν οδηγεί σε έξοδο κινδύνου, με αποτέλεσμα ο χρήστης να πρέπει να διατρέξει αυτή τη διαδρομή προς την αντίθετη κατεύθυνση προκειμένου να διαφύγει.

Αδρανή απόβλητα
Ορισμός 1: Τα απόβλητα που δεν υφίστανται καμία σημαντική φυσική, χημική ή βιολογική μετατροπή. Τα αδρανή απόβλητα δεν διαλύονται, δεν καίγονται ούτε συμμετέχουν σε άλλες φυσικές ή χημικές αντιδράσεις, δεν βιοδιασπώνται ούτε επιδρούν δυσμενώς σε άλλα υλικά με τα οποία έρχονται σε επαφή κατά τρόπο ικανό να προκαλέσει ρύπανση του περιβάλλοντος ή να βλάψει την υγεία του ανθρώπου. Η συνολική αποπλυσιμότητα και περιεκτικότητα σε ρύπους των αποβλήτων και η οικοτοξικότητα των στραγγισμάτων πρέπει να είναι αμελητέες, και ειδικότερα να μη θέτει σε κίνδυνο την ποιότητα των επιφανειακών ή/και υπογείων υδάτων.

Αδρανοποιημένο
Ορισμός 1: Αναφέρεται σε δεξαμενή ή δοχείο στο οποίο έχει ολοκληρωθεί εργασία αδρανοποίησης.

Αδρανοποιημένοι χώροι
Ορισμός 1: Οι χώροι που έχουν αδρανοποιηθεί µε αδρανή αέρια (π.χ. διοξείδιο του άνθρακα, άζωτο, καυσαέρια) και η συγκέντρωση του οξυγόνου είναι μικρότερη ή ίση του 8% κατ' όγκο.

Αδρανοποίηση
Ορισμός 1: Η χρησιμοποίηση ενός αδρανούς αερίου που θα καταστήσει την ατμόσφαιρα μιας δεξαμενής ή δοχείου ουσιαστικά ελεύθερη από οξυγόνο ή που θα μειώσει το οξυγόνο που περιέχει σε σημείο που να μην μπορεί να γίνει καύση.

Αέρια του θερμοκηπίου
Ορισμός 1: Το διοξείδιο του άνθρακα (CO2), το μεθάνιο (CH4), το υποξείδιο του αζώτου (N2O), οι υδροφθοράνθρακες (HFCs), οι υπερφθοράνθρακες (PFCs), το εξαφθοριούχο θείο (SF6) και άλλα αέρια συστατικά της ατμόσφαιρας, τόσο φυσικά, όσο και ανθρωπογενή, τα οποία απορροφούν και επανεκπέμπουν υπέρυθρη ακτινοβολία.

Αέρια χώρου ταφής
Ορισμός 1: Όλα τα αέρια που παράγονται από τα απόβλητα που αποτίθενται στο χώρο υγειονομικής ταφής.

Αέριο (Gas)
Ορισμός 1: Μια ουσία η οποία:
α) στους 50 0C έχει τάση ατμών μεγαλύτερη από 300 kPa (3 bar) ή 
β) είναι εντελώς αέρια στους 20 0C υπό κανονική πίεση 101,3 kPa.
 

Αεριοστεγές περίβλημα
Ορισμός 1: Διάταξη η οποία διοχετεύει διαρροές αερίου εκτός του οχήματος και στην οποία συμπεριλαμβάνεται ο ελαστικός σωλήνας εξαερισμού.

Αερόβια μετατροπή
Ορισμός 1: Aντιδράσεις που λαμβάνουν χώρα παρουσία μοριακού οξυγόνου.

Αεροδυναμική διάμετρος αιωρούμενου στερεού σωματιδίου
Ορισμός 1: Η διάμετρος νοητής σφαίρας, μοναδιαίας πυκνότητος (1gr/cm3), η οποία έχει ίση με το υπόψη σωματίδιο οριακή ταχύτητα πτώσεως στον αέρα.

Αερόλυμα (Aerosol)
Ορισμός 1: Κάθε μη επαναγεμιζόμενο δοχείο από μέταλλο, γυαλί ή πλαστικό, το οποίο περιέχει υπό πίεση ένα αέριο ή ένα μείγμα αερίων, με ή χωρίς ένα στερεό, πολτό ή σκόνη και με ενσωματωμένη συσκευή απελευθέρωσης που επιτρέπει την εκτίναξη των περιεχομένων του ως στερεά ή υγρά σωματίδια σε εναιώρηση σε αέριο, ως αφρός, πολτός ή σκόνη ή σε υγρή ή αέρια κατάσταση. (βλέπε δοχείο αερολύματος).

Αεροσυμπιεστής
Ορισμός 1: Κάθε μηχάνημα προς χρήση με εναλλάξιμο εξοπλισμό, που συμπιέζει αέρα, αέρια ή ατμούς σε πίεση υψηλότερη της πίεσης εισαγωγής. O αεροσυμπιεστής περιλαμβάνει τον καθεαυτό συμπιεστή, την κινητήρια μηχανή και κάθε παρεχόμενο στοιχείο ή διάταξη που συνοδεύει, και είναι απαραίτητο για την ασφαλή λειτουργία του αεροσυμπιεστή.
Εξαιρούνται οι ακόλουθες κατηγορίες:
-    ανεμιστήρες, δηλαδή συσκευές που προκαλούν την κυκλοφορία του αέρα υπό υπερπίεση όχι μεγαλύτερη από 110000 pa,
-    αντλίες κενού, δηλαδή διατάξεις ή συσκευές για την εξαγωγή αέρα από περίκλειστο χώρο και υπό πίεση που δεν υπερβαίνει την ατμοσφαιρική,
-    αεριοστρόβιλοι.
 

ΑΗΗΕ μη οικιακής προέλευσης
Ορισμός 1: Τα ΑΗΗΕ που δεν είναι οικιακής προέλευσης κατά την έννοια της παραγράφου 17 του άρθρου 3 του Π.Δ. 117/2004 .

ΑΗΗΕ οικιακής προέλευσης
Ορισμός 1: Τα ΑΗΗΕ (απόβλητα ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού) που προέρχονται από νοικοκυριά, ιδρύματα, εμπορικές, βιομηχανικές και άλλες πηγές, η φύση και η ποσότητα των οποίων είναι παρόμοιες με των προερχόμενων από νοικοκυριά.

Αιολικός σταθμός
Ορισμός 1: Οι ανεμογεννήτριες και οι πλατείες εγκατάστασης των ανεμογεννητριών.

Αισθητήρας μέτρησης
Ορισμός 1: Η μονάδα εισόδου ενός συστήματος μέτρησης, συνήθως ανεξάρτητη μονάδα, που μετατρέπει την μετρούμενη ποσότητα σε μια κατάλληλη τιμή εξόδου.

Αισθητήρας/δείκτης πίεσης
Ορισμός 1: Διάταξη ευρισκόμενη υπό πίεση, που δείχνει την πίεση του αερίου ή του υγρού.

Αιτούσα αρχή
Ορισμός 1: Η αρχή του ελληνικού κράτους ή άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης η οποία υποβάλλει αίτημα συνδρομής για τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής της εθνικής νομοθεσίας μεταφοράς των Οδηγιών 96/71/ΕΚ και 2014/67/ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των αιτημάτων για παροχή πληροφοριών, για κοινοποίηση απόφασης επιβολής διοικητικής χρηματικής κύρωσης ή προστίμου, ή για είσπραξη επιβληθείσας διοικητικής χρηματικής κύρωσης ή προστίμου, κατά τα προβλεπόμενα στα άρθρα 265 έως 270 (Διασυνοριακή εκτέλεση αποφάσεων).

Αιτών
Ορισμός 1: Οποιοδήποτε πρόσωπο υποβάλλει αίτηση για να του χορηγηθεί άδεια ΧΥΤ σύμφωνα με την παρούσα απόφαση.

Αιχμηρά αντικείμενα
Ορισμός 1: Αντικείμενα ή εργαλεία αναγκαία για την άσκηση συγκεκριμένων δραστηριοτήτων στον τομέα της υγείας, τα οποία μπορούν να κόβουν, να τρυπούν, να προκαλούν τραυματισμό ή/και λοίμωξη. Τα αιχμηρά αντικείμενα θεωρούνται εξοπλισμός εργασίας υπό την έννοια του άρθρου 2§1 [δηλ. εξοπλισμός εργασίας: κάθε μηχανή, συσκευή, εργαλείο ή εγκατάσταση που χρησιμοποιείται κατά την εργασία] Π.Δ. 395/1994 (ΦΕΚ 220/Α` 19.12.1994) «Ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας για τη χρησιμοποίηση εξοπλισμού εργασίας από τους εργαζόμενους κατά την εργασία τους σε συμμόρφωση με την οδηγία του Συμβουλίου 89/655/ΕΟΚ».

Αιωρούμενα σωματίδια (ΑΣ10)
Ορισμός 1: Τα σωματίδια που διέρχονται δια στομίου κατά μέγεθος διαλογής, όπως ορίζεται στη μέθοδο αναφοράς για τη δειγματοληψία και μέτρηση ΑΣ10 (ΕΝ12341), με αποτελεσματικότητα πενήντα τοις εκατό (50%) ως προς τη συγκράτηση των σωματιδίων αεροδυναμικής διαμέτρου δέκα μικρομέτρων (10μm).

Ακατέργαστος αμίαντος
Ορισμός 1: Το προϊόν, που εξάγεται από την πρώτη θραύση του αμιαντομεταλλεύματος.

Άκαυστο δομικό υλικό
Ορισμός 1: Υλικό χαμηλού βαθμού αναφλεξιμότητας, που πληροί τα κριτήρια της εκάστοτε δοκιμής ακαυστότητας.

Ακεραιότητα σε φωτιά
Ορισμός 1: Η ικανότητα δομικού στοιχείου, όταν εκτίθεται σε φωτιά στη μία πλευρά, να εμποδίζει τη διέλευση φλογών και θερμών αερίων ή την εμφάνιση φλογών στη μη εκτεθειμένη πλευρά για καθορισμένο χρονικό διάστημα σε τυπική δοκιμή αντίστασης σε φωτιά.

Ακουστικός σχεδιασμός
Ορισμός 1: Ο μελλοντικός έλεγχος των θορύβων με βάση σχεδιαζόμενα μέτρα, όπως χωροταξικός σχεδιασμός, σχεδιασμός συστημάτων διαχείρισης της κυκλοφορίας, κυκλοφοριακός σχεδιασμός, μείωση των οχλήσεων με μέτρα ηχοπροστασίας και ηχομόνωσης και 
έλεγχος των θορύβων στην πηγή τους.

Ακτινική απόσταση
Ορισμός 1: Η απόσταση μετρούμενη ακτινικά και επί οριζοντίου επιπέδου προβολής των ορίων του οικοπέδου ή γηπέδου του αμαξοστασίου από άλλα κτίρια, περιγράμματα αρχαιολογικών χώρων και σημεία όπως ορίζονται στο άρθρο 4 "Θέση αμαξοστασίου¨ της παρούσας.

Ακτινοβόληση (L - radiance)
Ορισμός 1: Η ροή ή ισχύς ακτινοβολίας που διαδίδεται ανά μονάδα στερεάς γωνίας και ανά μονάδα επιφανείας. Εκφράζεται σε βατ ανά τετραγωνικό μέτρο και ανά στερακτίνιο (W∙m-2∙sr-1).

Ακτινοβολία λέιζερ
Ορισμός 1: Οπτική ακτινοβολία που προέρχεται από λέιζερ.

Ακτινοβολία φυσικού υποστρώματος
Ορισμός 1: Το σύνολο των ιοντιζουσών ακτινοβολιών που προέρχονται από φυσικές, γήινες και κοσμικές πηγές, εφόσον η έκθεση η οποία προκύπτει από αυτές δεν αυξάνεται σημαντικά από ανθρώπινη παρέμβαση.

Ακτινοβολισμός ή πυκνότητα ισχύος (Ε - irradiance)
Ορισμός 1: Η ισχύς ακτινοβολίας που προσπίπτει πάνω σε μια επιφάνεια, ανά μονάδα επιφανείας. Εκφράζεται σε βατ ανά τετραγωνικό μέτρο (W∙m-2).

Αλεξίφλογο
Ορισμός 1: Αλεξίφλογο περίβλημα για ηλεκτρική συσκευή είναι αυτό που αντέχει χωρίς να υποστεί βλάβη σε οιανδήποτε έκρηξη ενός εύφλεκτου αερίου που μπορεί να υπάρξει μέσα σ’ αυτή, σε πρακτικές συνθήκες λειτουργίας εντός των δυνατοτήτων της συσκευής και στα προβλεφθέντα επιπλέον φορτία εάν υπάρχουν, που είναι αλληλοσυνδεδεμένα με τη λειτουργία του και να εμποδίζει τη μεταφορά της φλόγας που θα μπορούσε να προκαλέσει και ανάφλεξη του εύφλεκτου αερίου το οποίο πιθανόν να υπάρχει στη γύρω ατμόσφαιρα.

Άλλα ανανεώσιμα καύσιμα
Ορισμός 1: Τα Ανανεώσιμα Καύσιμα εκτός των Βιοκαυσίμων, που προέρχονται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 2 της Οδηγίας 2001/77/ΕΚ του Ευρωπαϊκού  Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Σεπτεμβρίου 2001 για την προαγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές στην εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας (EEEK L.283), και χρησιμοποιούνται στις μεταφορές.

Άλλα επικίνδυνα απόβλητα (ΑΕΑ)
Ορισμός 1: Τα οποία εκδηλώνουν μία τουλάχιστον επικίνδυνη ιδιότητα εκτός της ιδιότητας Η9. Ο όρος «Άλλα Επικίνδυνα Απόβλητα (ΑΕΑ)» αντικαθιστά τον όρο «Επικίνδυνα Ιατρικά Απόβλητα αμιγώς τοξικού χαρακτήρα (ΕΙΑ – ΤΧ)», ο οποίος προβλέπεται στην κοινή υπουργική απόφαση 37591/2031/2003 (ΦΕΚ Β΄ 1419).

Αλλαγή φορτίου
Ορισμός 1: Σχετική η παράγραφος 1.2.5.
(δηλ. Φόρτωση διαφορετικού προϊόντος: Επικίνδυνη ατμόσφαιρα μπορεί να δημιουργηθεί στο χώρο ατμών όταν ένα προϊόν ατμών χαμηλής τάσης όπως το φωτιστικό πετρέλαιο, το gas oil ή το μαζούτ φορτώνεται σε μια δεξαμενή ή ,σε διαμέρισμα δεξαμενής οχήματος που προηγούμενα περιείχε προϊόν υψηλής τάσης ατμών όπως η βενζίνη. Αυτή η εργασία είναι γνωστή σαν αλλαγή είδους φορτίου. Θα έπρεπε να αποφεύγονται οι αλλαγές φορτίου αλλά εάν είναι αναπόφευκτο πρέπει να λαμβάνονται όλες οι προφυλάξεις ώστε να μη δημιουργηθεί εστία ανάφλεξης).
 

Άλλη εγκατάσταση
Ορισμός 1: Εγκατάσταση η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας απόφασης ή εγκατάσταση κατώτερης βαθμίδας που αναβαθμίζεται σε ανώτερης βαθμίδας ή αντίστροφα, την 1η Ιουνίου 2015 ή αργότερα για λόγους άλλους από αυτούς που αναφέρονται στην παράγραφο 5 (νέα εγκατάσταση).

Άλλη εγκατάσταση
Ορισμός 1: Εγκατάσταση η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας απόφασης ή εγκατάσταση κατώτερης βαθμίδας που αναβαθμίζεται σε ανώτερης βαθμίδας ή αντίστροφα, την 1η Ιουνίου 2015 ή αργότερα για λόγους άλλους από αυτούς που αναφέρονται στην παράγραφο 5·

Αλλοιώσεις (ανωμαλίες)
Ορισμός 1: Aνατομικές αλλοιώσεις στην ανάπτυξη, στις οποίες περιλαμβάνονται τόσο οι δυσπλασίες όσο και οι παρεκκλίσεις.

Αλυσίδες, συρματόσχοινα και ιμάντες
Ορισμός 1: Οι αλυσίδες, τα συρματόσχοινα και οι ιμάντες που σχεδιάζονται και κατασκευάζονται για σκοπούς ανύψωσης ως τμήμα ανυψωτικού μηχανήματος ή ανυψωτικού εξαρτήματος.

Αμαξοστάσιο
Ορισμός 1: Ο ενιαίος χώρος που σταθμεύουν, φυλάσσονται, επισκευάζονται και συντηρούνται τα αστικά ή ημιαστικά λεωφορεία. Για την εκτέλεση αυτών των δραστηριοτήτων το αμαξοστάσιο περιλαμβάνει χώρο στάθμευσης αστικών ή ημιαστικών λεωφορείων, εγκατάσταση συνεργείου επισκευής και συντήρησης και εγκατάσταση πλυντηρίου ή/και λιπαντηρίου για τα ανωτέρω οχήματα.

Άμεσες βιοφυσικές επιπτώσεις
Ορισμός 1: Οι επιπτώσεις που προκαλούνται άμεσα στο ανθρώπινο σώμα λόγω της παρουσίας του σε ηλεκτρομαγνητικό πεδίο, οι οποίες περιλαμβάνουν: α) θερμικές επιπτώσεις, όπως η θέρμανση των ιστών μέσω της απορρόφησης ενέργειας από ηλεκτρομαγνητικά πεδία στους ιστούς, β) μη θερμικές επιπτώσεις, όπως η διέγερση των μυών, των νεύρων ή των αισθητηρίων οργάνων. Οι εν λόγω επιπτώσεις ενδέχεται να βλάψουν τη νοητική και σωματική υγεία των εκτιθέμενων εργαζομένων. Επιπλέον, η διέγερση των αισθητηρίων οργάνων ενδέχεται να οδηγήσει σε παροδικά συμπτώματα, όπως ο ίλιγγος ή οι φωτοψίες. Οι συγκεκριμένες επιπτώσεις ενδέχεται να προκαλέσουν προσωρινή ενόχληση ή να επηρεάσουν τη γνωστική λειτουργία ή άλλες λειτουργίες του εγκεφάλου ή των μυών και μπορούν έτσι να επηρεάσουν την ικανότητα του εργαζομένου να ασκήσει με ασφάλεια τις δραστηριότητες του (π.χ. κίνδυνοι για την ασφάλεια) και γ) ρεύματα άκρων

Άμεση απειλή ζημίας
Ορισμός 1: Η αντικειμενικά βάσιμη πιθανότητα να προκληθεί περιβαλλοντική ζημία στο άμεσο μέλλον.

Άμεση διάκριση
Ορισμός 1: Νοείται  όταν  ένα  πρόσωπο υφίσταται, για λόγους φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης, ηλικίας, οικογενειακής ή κοινωνικής κατάστασης, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή  από αυτήν της οποίας τυγχάνει, έτυχε ή θα ετύγχανε άλλο πρόσωπο, σε ανάλογη κατάσταση.

Ορισμός 2: Κάθε πράξη ή παράλειψη που αποκλείει ή θέτει σε εμφανώς μειονεκτική θέση τα πρόσωπα λόγω φύλου, σεξουαλικού προσανατολισμού και ταυτότητας φύλου, καθώς και κάθε εντολή, παρότρυνση ή συστηματική ενθάρρυνση προσώπων να προβαίνουν σε δυσμενή ή άνιση μεταχείριση άλλων λόγω φύλου, σεξουαλικού προσανατολισμού και ταυτότητας φύλου.

Ορισμός 3: Όταν ένα πρόσωπο υφίσταται, λόγω του φύλου του, μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν της οποίας τυγχάνει, έτυχε ή θα τύχει ένα άλλο πρόσωπο, σε ανάλογη κατάσταση.

Αμίαντος
Ορισμός 1: Νοείται οποιοδήποτε από τα παρακάτω ινώδη πυριτικά ορυκτά:
− ακτινολίτης (ακτινόλιθος), αριθ. CAS 77536−66−4
− γρουνερίτης (αμοσίτης), αριθ. CAS 12172−73−5
− ανθόφυλλος (ανθοφυλλίτης), αριθ. CAS 77536−67−5
− χρυσότιλος, αριθ. CAS 12001−29−5
− κροκιδόλιθος, αριθ. CAS 12001−28−4
− τρεμολίτης, αριθ. CAS 77536−68−6.

Αμιαντοτσιμέντο
Ορισμός 1: Το μίγμα τσιμέντου και αμιάντου το οποίο όταν είναι σε ξηρή κατάσταση απορροφά νερό λιγότερο από 30% κατά βάρος. Στο παράρτημα Ι του άρθρου 16 της παρούσας απόφασης δίνεται η διαδικασία εργαστηριακού ελέγχου ενός υλικού, που περιέχει αμίαντο και τσιμέντο, με σκοπό το χαρακτηρισμό του ως αμιαντοτσιμέντο.

Αμιαντούχα υλικά
Ορισμός 1: Υλικά τα οποία περιέχουν ίνες αμιάντου.
α) Μη εύθρυπτα αμιαντούχα υλικά: νοούνται τα υλικά που εμφανίζουν χαμηλή δυνατότητα αποδέσμευσης ινών αμιάντου στον αέρα (αμιαντοτσιμέντο, αμιαντούχα πλακάκια δαπέδου, αμιαντούχα πλαστικά−ρητίνες−ελαστικά, αμιαντούχα επιχρίσματα και βαφές, αμιαντούχα ασφαλτόπανα).
β) Εύθρυπτα αμιαντούχα υλικά: νοούνται τα υλικά που περιέχουν  ίνες  αμιάντου  χαλαρά  συνδεδεμένες, έτσι ώστε σε ενδεχόμενη διατάραξή τους μπορούν εύκολα να απελευθερώσουν ίνες αμιάντου στον αέρα (χύμα υλικό, ψεκασμένος αμίαντος, αμιαντούχες μονώσεις σωληνώσεων – λεβήτων – δεξαμενών και εναλλακτών θερμότητας, μονωτικές αμιαντόπλακες, αμιαντόχαρτο, αμιαντούχο χαρτόνι, αμιαντούχες φλάντζες και τσιμούχες, αμιαντούχα σχοινιά και κορδόνια, αμιαντούχα υφάσματα).
Τα εργαστήρια που διενεργούν αναλύσεις υλικών με σκοπό το χαρακτηρισμό τους ως αμιαντούχα ή μη απαιτείται να έχουν διαπιστευτεί από το Εθνικό Σύστημα Υποδομών Ποιότητας (Ε.Σ.Υ.Π.) βάσει του προτύπου ΕΛΟΤ EN ISO/IEC 17025 για την ικανότητά τους να διενεργούν δειγματοληψίες και αναλύσεις υλικών, σύμφωνα με τη μέθοδο MDHS 77 «Asbestos in bulk materials. Sampling and identification by polarized light microscopy (PLM)» του Health and Safety Executive (HSE) ή σύμφωνα με οποιαδήποτε άλλη μέθοδο τουλάχιστον ισοδύναμου αποτελέσματος. Στα πιστοποιητικά ανάλυσης που εκδίδονται μετά τον εργαστηριακό έλεγχο των υλικών πρέπει να δηλώνεται με σαφήνεια αν ανιχνεύθηκαν ίνες αμιάντου (συγκέντρωση ινών αμιάντου) καθώς επίσης και το είδος των ινών αμιάντου.
Η παρούσα απόφαση δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που ανιχνεύονται ίχνη αμιάντου (έως 2 ίνες) κατά την εργαστηριακή ανάλυση του υλικού σύμφωνα με την παραπάνω μέθοδο ανάλυσης.

Αμιγές πρατήριο CNG/CBG/BioCNG
Ορισμός 1: Πρατήριο δημοσίας ή ιδιωτικής χρήσης το οποίο ανεφοδιάζει τροχοφόρα οχήματα αποκλειστικά με συμπιεσμένο φυσικό αέριο/βιομεθάνιο/μείγμα φυσικού αερίου - βιομεθανίου (CNG/CBG/BioCNG).

Αμιγώς ηλεκτρικό όχημα (PEV)
Ορισμός 1: Όχημα εξοπλισμένο με σύστημα κίνησης το οποίο περιλαμβάνει αποκλειστικά ηλεκτροκινητήρες ως μετατροπείς ενέργειας προώθησης και αποκλειστικά επαναφόρτιζα μένα συστήματα αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας ως συστήματα αποθήκευσης ενέργειας προώθησης.

Αμοιβή
Ορισμός 1: Οι πάσης φύσεως μισθοί και αποδοχές και όλα τα άλλα οφέλη που παρέχονται άμεσα ή έμμεσα από κάθε πηγή, σε χρήματα ή σε είδος, από τον εργοδότη στον εργαζόμενο, εξαιτίας ή και με αφορμή την απασχόληση του τελευταίου.

Αναβατόριο οικοδομικών υλικών
Ορισμός 1: Προσωρινά εγκαθιστώμενη διάταξη ανύψωσης οικοδομικών υλικών με κινητήρα, η οποία προορίζεται για χρήση από πρόσωπα με άδεια εισόδου σε εργοτάξια και τεχνικά έργα και εξυπηρετεί:
i) καθορισμένα επίπεδα φορτοεκφόρτωσης και διαθέτει εξέδρα:
-     σχεδιασμένη για τη μεταφορά υλικών και μόνο επί της οποίας επιτρέπεται η πρόσβαση προσώπων κατά τη διάρκεια της φόρτωσης και εκφόρτωσης,
-     επί της οποίας επιτρέπεται η πρόσβαση και μετακίνηση εξουσιοδοτημένων προσώπων κατά τη διάρκεια της συναρμολόγησης, αποσυναρμολόγησης και συντήρησης του αναβατορίου,
-     κατευθυνόμενη από οδηγούς,
-     μετακινούμενη κατακόρυφα ή κατά μήκος οδηγών υπό μέγιστη γωνία 15° ως προς την κατακόρυφο,
-     στηριζόμενη ή φερόμενη από: συρματόσχοινο, αλυσίδα, κοχλιοτομημένη άτρακτο και περικόχλιο, οδοντωτό κανόνα και οδοντωτό τροχό, υδραυλικό γρύλλο ανύψωσης (άμεσης ή έμμεσης), ή αρθρωτό μηχανισμό ανύψωσης,
-    όπου οι ιστοί ενδεχομένως να απαιτούν στήριξη από χωριστές κατασκευές, ή 
ii) είτε ανώτατο επίπεδο φορτοεκφόρτωσης είτε χώρο εργασίας ως προέκταση της απόληξης του κατευθυντήριου οδηγού (π.χ. στέγη), και διαθέτει διάταξη μεταφοράς φορτίου:
-     σχεδιασμένη για τη μεταφορά υλικών και μόνο,
-     σχεδιασμένη έτσι ώστε να μην απαιτείται πρόσβαση επ' αυτής για την φόρτωση ή εκφόρτωση ή για συντήρηση, συναρμολόγηση και αποσυναρμολόγησή της,
-     επί της οποίας απαγορεύεται οποτεδήποτε η παρουσία προσώπων,
-     κατευθυνόμενη από οδηγούς,
-     η οποία σχεδιάζεται για να μετακινείται υπό γωνία 30° τουλάχιστον ως προς την κατακόρυφο αλλά επιτρέπεται να χρησιμοποιείται υπό οποιαδήποτε γωνία,
-     φερόμενη από ατσάλινο συρματόσχοινο και ενεργητικό σύστημα κίνησης,
-     εφοδιασμένη με χειριστήριο σταθερής πίεσης,
-     η οποία δεν χρειάζεται τη χρήση αντίβαρου,
-     με μέγιστο ονομαστικό φορτίο 300 kg,
-     με μέγιστη ταχύτητα 1 m/sec,
-     και της οποίας οι κατευθυντήριοι οδηγοί απαιτούν στήριξη από χωριστές κατασκευές.

Ακολουθήστε μας