Βλέπετε τις εγγραφές : 101 - 150, σε σύνολο 268
Εναρμονισμένο πρότυπο
Ορισμός 1: Ευρωπαϊκό πρότυπο που έχει εκδοθεί κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής για την εφαρμογή της νομοθεσίας εναρμόνισης της Ένωσης.
Ορισμός 2: Πρότυπο που εγκρίνεται από έναν από τους ευρωπαϊκούς φορείς τυποποίησης που αναγράφονται στο Παράρτημα I του π.δ. 39/2001 (ΦΕΚ Α ́ 28) «Καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών σε συμμόρφωση προς τις Οδηγίες 98/34/ΕΚ και 98/48/ΕΚ», κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής και σύμφωνα με το άρθρο 6 της οδηγίας 98/34/ΕΚ.
Ορισμός 3: Μη δεσμευτική τεχνική προδιαγραφή, εγκεκριμένη από οργανισμό τυποποίησης, δηλαδή από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τυποποίησης (CEN), την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ηλεκτροτεχνικής Τυποποίησης (Cenelec) ή το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Τηλεπικοινωνιακών Προτύπων (ETSI), βάσει εντολής της Επιτροπής, η οποία χορηγείται σύμφωνα με τις διαδικασίες που καθορίζονται με το Π.Δ. 39/2001 (Α΄28).
Ορισμός 4: Εναρμονισμένο πρότυπο όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 1) στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1025/2012
Έναρξη των εργασιών
Ορισμός 1: Σημαίνει το χρονικό σημείο, κατά το οποίο η εγκατάσταση ή η συνδεδεμένη υποδομή εμπλέκεται για πρώτη φορά στις εργασίες για τις οποίες προορίζεται.
Έναρξη χρήσης
Ορισμός 1: Χρησιμοποίηση, εντός της Κοινότητας, για πρώτη φορά, σύμφωνα με τον προορισμό του μηχανήματος που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος.
Ενδεικτικές μετρήσεις
Ορισμός 1: Μετρήσεις που ανταποκρίνονται σε λιγότερο αυστηρούς στόχους σχετικά με την ποιότητα των δεδομένων συγκριτικά με τις σταθερές μετρήσεις.
Ενδεικτικό σήμα
Ορισμός 1: Κάθε σήμα που παρέχει άλλες ενδείξεις πέραν εκείνων που προβλέπονται στις παραγράφους β έως ε. (δηλ. απαγορευτικό σήμα, προειδοποιητικό σήμα, σήμα υποχρέωσης, σήμα διάσωσης ή βοήθειας).
Ένδειξη δέρμα (Δ)
Ορισμός 1: Η πιθανή συμβολή στην συνολική έκθεση του εργαζόμενου και της ποσότητας αυτών των χημικών παραγόντων που απορροφάται διαμέσου του δέρματος κατά την άμεση επαφή μαζί τους.
Ενδελεχής τεχνικός έλεγχος (thorough examination)
Ορισμός 1: Αναλυτικός έλεγχος των διαδικασιών και διεξαγωγή των απαραίτητων ελέγχων από τον αναγνωρισμένο, για το σχετικό πεδίο, αναγνωρισμένου φορέα ελέγχου (για το πεδίο της παρούσης απόφασης), προκειμένου να αποφασίσει εάν μία διάταξη ψυχαγωγίας μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί με ασφάλεια ή εάν απαιτείται άμεση ή εντός προκαθορισμένου χρονικού ορίου, αποκατάσταση των ελαττωμάτων αυτής.
Ενδιαφερόμενο κοινό
Ορισμός 1: Το κοινό το οποίο θίγεται ή ενδέχεται να θιγεί ή του οποίου διακυβεύονται έννομα συμφέροντα από τη διαδικασία λήψης αποφάσεων για οποιοδήποτε από τα θέματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 14, συμπεριλαμβανομένων των μη κυβερνητικών οργανώσεων που προάγουν την προστασία του περιβάλλοντος, ανεξάρτητα εάν έχουν ή όχι νομική προσωπικότητα.
Ενδιαφερόμενος ή Παραγωγός
Ορισμός 1: Ο κάτοχος Βεβαίωσης Παραγωγού ή Βεβαίωσης Ειδικών Έργων ή Άδειας Παραγωγής ή Εξαιρούμενου Σταθμού ή Γνωστοποιούμενου Σταθμού.
Ενεργητική πυροπροστασία
Ορισμός 1: Τα μέσα πυροπροστασίας που εγκαθίστανται σε ένα κτίριο και τα οποία αποσκοπούν στην έγκαιρη ανίχνευση και προειδοποίηση για την έναρξη φωτιάς ή/και στην άμεση αντιμετώπισή της πριν αυτή καταστεί ανεξέλεγκτη.
Ενημέρωση
Ορισμός 1: Η διαβίβαση στοιχείων από τον εργοδότη στους εκπροσώπους των εργαζομένων, προκειμένου αυτοί να κατατοπιστούν για το εκάστοτε θέμα και να το εξετάσουν. Η ενημέρωση πραγματοποιείται τον κατάλληλο χρόνο, με τον κατάλληλο τρόπο και το κατάλληλο περιεχόμενο, ώστε να μπορούν οι εκπρόσωποι των εργαζομένων να εξετάσουν σε βάθος τις πιθανές συνέπειες και, ενδεχομένως, να προετοιμάσουν τις διαβουλεύσεις με το αρμόδιο όργανο της επιχείρησης ή του ομίλου επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας.
Ενημέρωση του φακέλου της οικοδομικής άδειας
Ορισμός 1: Είναι η διοικητική πράξη με την οποία καταχωρίζονται στο φάκελο των μελετών, ανεξάρτητα από το χρόνο ισχύος της οικοδομικής άδειας, τροποποιήσεις των μελετών, που δεν αλλάζουν το διάγραμμα δόμησης και με την προϋπόθεση ότι δεν είναι απαραίτητες εγκρίσεις από άλλους φορείς ή συλλογικά όργανα, καθώς και η αλλαγή ιδιοκτήτη κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 42 του παρόντος.
Ενημέρωση φακέλου Άδειας Εγκατάστασης ή ενημέρωση φακέλου
Ορισμός 1: Η έγγραφη γνωστοποίηση των μεταβολών της αρχικής Άδειας Εγκατάστασης, για τις οποίες δεν απαιτείται τροποποίηση αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 20 και κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στον Κανονισμό σύνδεσης, εγκατάστασης και λειτουργίας σταθμών Α.Π.Ε. και Σ.Η.Θ.Υ.Α. ή/ και σταθμών αποθήκευσης.
Ενιαία μονάδα - Compact unit
Ορισμός 1: Ο πιστοποιημένος στο σύνολό του, εξοπλισμός που αποτελείται από τον συμπιεστή, τις δεξαμενές ή κυλίνδρους συμπιεσμένου φυσικού αερίου/βιομεθανίου/μείγματος φυσικού αερίου - βιομεθανίου (CNG/CBG/BioCNG) ή/και του διανομέα, που τοποθετούνται σε κοινή βάση (skid) με ή χωρίς περίβλημα.
Ενιαίες μεταφορές
Ορισμός 1: Τα συστήματα των, κατά ενιαίο τρόπο, συνδυασμένων μεταφορών, χωρίς την άμεση μεταφόρτωση του ίδιου του μεταφερόμενου εμπορεύματος, αλλά με τη μετακίνηση από μέσου σε μέσο μιας ολόκληρης μονάδας, π.χ. εμπορευματοκιβωτίων, παλετών κ.λ.π.
Ενόχληση
Ορισμός 1: Ο βαθμός ακουστικής ενόχλησης των περιοίκων, όπως προσδιορίζεται με επιτόπιους ελέγχους.
Ένταξη
Ορισμός 1: Είναι η διαδικασία κοινωνικής ενσωμάτωσης ατόμων που ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού, κυρίως μέσω της προώθησής τους στην απασχόληση.
Ένταξη της Διάστασης του Φύλου σε όλες τις πολιτικές (gender mainstreaming)
Ορισμός 1: H στρατηγική για την υλοποίηση της ουσιαστικής ισότητας των φύλων, η οποία περιλαμβάνει την ενσωμάτωση της διάστασης του φύλου στην προετοιμασία, τον σχεδιασμό, την εφαρμογή, την παρακολούθηση και την αξιολόγηση πολιτικών, κανονιστικών μέτρων και προγραμμάτων δαπανών, με στόχο την προώθηση της ισότητας μεταξύ γυναικών και ανδρών και την καταπολέμηση των διακρίσεων.
Ένταξη του παιδιού στην οικογένεια
Ορισμός 1: α) Η ημερομηνία φυσικής παράδοσης, για φροντίδα και ανατροφή με σκοπό την υιοθεσία, του παιδιού στην «εργαζόμενη που υιοθετεί τέκνο» από την κατά περίπτωση Μονάδα Παιδικής Προστασίας και Φροντίδας ή από όποιον άλλον φορέα έχει υπό την προστασία του το παιδί, όπως αποδεικνύεται από σχετικό έγγραφο της αρμόδιας κοινωνικής υπηρεσίας, ή από τον φυσικό γονέα ή τους φυσικούς γονείς του παιδιού ακόμη και πριν την έκδοση της δικαστικής απόφασης υιοθεσίας, όπως αποδεικνύεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο που συνάπτει η «εργαζόμενη που υιοθετεί τέκνο» με τον φυσικό γονέα ή τους φυσικούς γονείς του παιδιού, ή
β) Η ημερομηνία, κατά την οποία καθίσταται τελεσίδικη η δικαστική απόφαση που αναγνωρίζει αλλοδαπή απόφαση υιοθεσίας από την εργαζόμενη που υιοθετεί τέκνο.
Ένταση ηλεκτρικού πεδίου (Ε)
Ορισμός 1: Ένα διανυσματικό μέγεθος που εκφράζει το λόγο της δύναμης που ασκείται σε ένα ηλεκτρικό πεδίο επί ενός ακίνητου στοιχειώδους ηλεκτρικά φορτισμένου σωματιδίου προς το φορτίο αυτό εκφράζεται σε βολτ ανά μέτρο (V/m).
Ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης
Ορισμός 1: Κάθε νομοθεσία της Ε.Ε. η οποία εναρμονίζει τους όρους εμπορίας των προϊόντων. Αναφέρονταν στο πλαίσιο της ΕΚ ως «Κοινοτική νομοθεσία εναρμόνισης». Εναλλακτικοί ορισμοί είναι «ενωσιακές πράξεις εναρμόνισης» ή «τομεακή ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης».
Εξαερισμός
Ορισμός 1: Ανταλλαγή αέρα από το εξωτερικό προς το εσωτερικό ενός χώρου φορτίου.
Εξαιρούμενος σταθμός
Ορισμός 1: Ο σταθμός παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από Α.Π.Ε. και Σ.Η.Θ.Υ.Α. ο οποίος εξαιρείται από την υποχρέωση έκδοσης Άδειας Παραγωγής, Βεβαίωσης ή Βεβαίωσης Ειδικών Έργων, σύμφωνα με το άρθρο 33.
Εξακρίβωση ΕΟΚ
Ορισμός 1: Η διαδικασία με την οποία το Κράτος μέλος πιστοποιεί, μετά από δοκιμές, ότι κάθε μηχάνημα ή κάθε στοιχείο κατασκευής ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές της παρούσας και στις ισχύουσες ειδικές διατάξεις.
Εξάπλωση
Ορισμός 1: Είναι ένα μέτρο εργασιμότητας που εκφράζεται με τη μέση διάμετρο σε cm, που αποκτά μια κωνική στήλη νωπού σκυροδέματος, η οποία μορφώθηκε επάνω στην τράπεζα εξάπλωσης, έπειτα από ορισμένο αριθμό κύκλων ανύψωσης και ελεύθερης πτώσης του ενός άκρου της τράπεζας (EΛΟΤ ΕΝ 12350.05).
Εξαρτώμενος ΗΗΕ
Ορισμός 1: Ο ΗΗΕ που χρειάζεται ηλεκτρικά ρεύματα ή ηλεκτρομαγνητικά πεδία για να επιτελέσει μία τουλάχιστον από τις σκοπούμενες λειτουργίες του.
Εξέταση τύπου ΕΟΚ
Ορισμός 1: Η διαδικασία με την οποία ο αναγνωρισμένος για το σκοπό αυτό από Κράτος μέλος Οργανισμός διαπιστώνει, μετά από δοκιμές, και βεβαιώνει ότι ένας τύπος μηχανήματος ή/και στοιχείο κατασκευής ανταποκρίνεται στις διατάξεις της παρούσας και στις ισχύουσες ειδικές διατάξεις.
Εξίδρωση
Ορισμός 1: Είναι η ανάδυση νερού στην επιφάνεια του μόλις διαστρωμένου σκυροδέματος.
Έξοδος
Ορισμός 1: Έξοδος δια της οποίας παρέχεται δυνατότητα διαφυγής από ένα πυροδιαμέρισμα προς άλλο πυροδιαμέρισμα που βρίσκεται στον ίδιο όροφο ή από έναν όροφο κτιρίου προς όροφο γειτονικού κτιρίου που ανήκει στον ίδιο ιδιοκτήτη και βρίσκεται στην ίδια περίπου στάθμη.
Έξοδος κινδύνου
Ορισμός 1: Είναι το άνοιγμα εισόδου που οδηγεί σε πυροπροστατευμένη όδευση διαφυγής, σε μια οδό ή κατευθείαν σ' έναν υπαίθριο ασφαλή χώρο από τον κίνδυνο της φωτιάς ή και του καπνού.
Έξοδος κινδύνου
Ορισμός 1: Άνοιγμα εισόδου σε πυροπροστατευμένη όδευση διαφυγής, ή κατευθείαν σε ασφαλή υπαίθριο χώρο.
Εξοπλισμός
Ορισμός 1: Βλέπε εξοπλισμός προς χρήση σε εξωτερικούς χώρους.
Εξοπλισμός ατομικής προστασίας
Ορισμός 1: Κάθε εξοπλισμός τον οποίο ο εργαζόμενος πρέπει να φορά ή να φέρει κατά την εργασία, για να προστατεύεται από ένα ή περισσότερους κινδύνους για την ασφάλεια και την υγεία του, καθώς και κάθε συμπλήρωμα ή εξάρτημα του εξοπλισμού που εξυπηρετεί αυτό το σκοπό.
Εξοπλισμός διατρήσεων
Ορισμός 1: Το μηχάνημα που χρησιμοποιείται σε εργοτάξια για διατρήσεις οπών με:
- κρουστική διάτρηση,
- περιστροφική διάτρηση,
- περιστροφική κρουστική διάτρηση.
Ο εξοπλισμός διατρήσεων παραμένει στάσιμος κατά τη διάτρηση. Είναι δυνατόν να είναι αυτοπροωθούμενος, από μία θέση εργασίας στην άλλη. Στον αυτοπροωθούμενο εξοπλισμό διατρήσεων περιλαμβάνεται ο στερεωμένος σε φορτηγά, τροχοφόρα πλαίσια, ρυμουλκά οχήματα, ερπυστριοφόρα οχήματα, πέδιλα ολίσθησης (ελκόμενα από βαρούλκο). Εξοπλισμός διατρήσεων στερεωμένος σε φορτηγά, ελκυστήρες και ρυμουλκά, ή σε τροχοφόρο βάση, είναι δυνατόν να μετακινείται με μεγαλύτερη ταχύτητα καθώς και στο δημόσιο οδικό δίκτυο.
Εξοπλισμός εργασίας
Ορισμός 1: Κάθε μηχανή, συσκευή, εργαλείο ή εγκατάσταση που χρησιμοποιείται κατά την εργασία.
Εξοπλισμός πασσαλόπηξης
Ορισμός 1: Ο εξοπλισμός εγκατάστασης και εξαγωγής των πασσάλων, δηλαδή κρουστικές σφύρες, δονητές ή στατικές συ-σκευές ώθησης/έλξης των πασσάλων ενός συνόλου μηχανημάτων και εξαρτημάτων για την εγκατάσταση ή την αφαίρεση πασσάλων, ο οποίος περιλαμβάνει:
- συγκρότημα πασσαλόπηξης που αποτελείται από φέρον μηχάνημα (ερπυστριοφόρο, επί τροχών ή τροχιών, ελεύθερα κινούμενο εξάρτημα αρχικής τοποθέτησης, σύστημα αρχικής τοποθέτησης ή καθοδήγησης),
- εξαρτήματα, δηλαδή κεφαλές πασσάλων, κράνη, λαμαρίνες, οδηγούς, συστήματα περίσφιξης, συσκευές για την μετακίνηση των πασσάλων, αντιθορυβικά πετάσματα και συσκευές απορρόφησης των κρούσεων και των κραδασμών, μονάδες παροχής ενεργείας/γεννήτριες και συστήματα ανύψωσης του προσωπικού ή εξέδρες.
Εξοπλισμός πλοίων
Ορισμός 1: Ο εξοπλισμός που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 3.
Εξοπλισμός που προσαρτάται στη φιάλη ή δεξαμενή καυσίμου
Ορισμός 1: Τα ακόλουθα εξαρτήματα (αλλά όχι μόνον αυτά), που μπορεί να είναι είτε ξεχωριστά είτε συνδυασμένα, όταν προσαρτώνται στον περιέκτη ή τη δεξαμενή καυσίμου:
1. Χειροκίνητη βαλβίδα: κάθε βαλβίδα μη αυτόματης λειτουργίας
2. Αισθητήρας/δείκτης πίεσης: διάταξη ευρισκόμενη υπό πίεση, που δείχνει την πίεση του αερίου ή του υγρού.
3. Βαλβίδα υπερχείλισης: βαλβίδα που διακόπτει ή περιορίζει αυτόματα τη ροή αερίου όταν η ροή αυτή υπερβαίνει την προκαθορισμένη τιμή.
4. Αεριοστεγές περίβλημα: διάταξη η οποία διοχετεύει διαρροές αερίου εκτός του οχήματος και στην οποία συμπεριλαμβάνεται ο ελαστικός σωλήνας εξαερισμού.
Εξοπλισμός προς χρήση σε εξωτερικούς χώρους ή εξοπλισμός
Ορισμός 1: Κάθε μηχανή η οποία είτε είναι αυτοκινούμενη είτε είναι δυνατόν να κινηθεί και η οποία, ανεξαρτήτως της(των) κινητήριας(-ων) διάταξης(-εων) της, προορίζεται, ανάλογα με τον τύπο της, να χρησιμοποιείται στο ύπαιθρο και συμβάλλει στην έκθεση σε θορύβους από το περιβάλλον. Η χρήση εξοπλισμού σε χώρο που δεν επηρεάζει ή επηρεάζει αμελητέα τη μετάδοση του ήχου (για παράδειγμα κάτω από τέντες, κάτω από υπόστεγα προστασίας από βροχή ή εντός οικοδομών) θεωρείται ως χρήση στο ύπαιθρο. Στον ανώτερο εξοπλισμό συμπεριλαμβάνεται και ο εξοπλισμός χωρίς κινητήρα, για βιομηχανική ή περιβαλλοντική εφαρμογή, ο οποίος προορίζεται, ανάλογα με τον τύπο του, να χρησιμοποιείται σε εξωτερικούς χώρους και συμβάλλει στην έκθεση σε θορύβους από το περιβάλλον. Όλοι οι ανωτέρω τύποι εξοπλισμού καλούνται στο εξής «εξοπλισμός».
Εξοπλισμός ψυχαγωγίας (amusement ride)
Ορισμός 1: Εξοπλισμός σχεδιασμένος για την ψυχαγωγία των επιβαινόντων κατά τη διάρκεια κίνησης συμπεριλαμβανομένης και της συνέπειας της έμβιο μηχανικής επίδρασης. Σημείωση: Για τις ανάγκες της παρούσας απόφασης χρησιμοποιείται ο όρος «διάταξη ψυχαγωγίας», ο οποίος αφορά και στον εξοπλισμό ψυχαγωγίας.
Εξορυκτικές δια γεωτρήσεων βιομηχανίες
Ορισμός 1: Όλες οι βιομηχανίες οι οποίες,
α. εξορύσσουν ορυκτές ύλες δια γεωτρήσεων ή/και
β. προβαίνουν στην αναζήτηση κοιτασμάτων με σκοπό την εξόρυξη με τη μέθοδο αυτή ή/και
γ. προετοιμάζουν τις εξορυχθείσες ύλες για την πώληση με εξαίρεση τις δραστηριότητες μεταποίησης των πρώτων υλών.
Εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος
Ορισμός 1: Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, εγκατεστημένο στην Ένωση, που έχει λάβει γραπτή εντολή από τον κατασκευαστή να ενεργεί εξ ονόματός του για την εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων.
Ορισμός 2: Το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, όχι απαραίτητα ο εμπορικός αντιπρόσωπος, εγκατεστημένο στην Κοινότητα, το οποίο έχει λάβει γραπτή εντολή από τον κατασκευαστή να διεκπεραιώνει, εξ ονόματος του, όλες ή ορισμένες από τις υποχρεώσεις και διατυπώσεις που συνδέονται με τις Κοινοτικές Οδηγίες.
Ορισμός 3: Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, εγκατεστημένο στην Ε.Ε., που έχει λάβει γραπτή εντολή από τον κατασκευαστή να ενεργεί εξ ονόματος του για την εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων σχετικών με τις υποχρεώσεις του κατασκευαστή υπό την οικεία ενοριακή νομοθεσία.
Ορισμός 4: Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, εγκατεστημένο στην Ένωση, που έχει λάβει γραπτή εντολή από κατασκευαστή να ενεργεί εξ ονόματός του για την εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων.
Εξουσιοδοτημένος Οργανισμός
Ορισμός 1: Ο Οργανισμός που είναι εξουσιοδοτημένος από την Ελληνική Κυβέρνηση να παρέχει τις προβλεπόμενες από την εκάστοτε κείμενη νομοθεσία, υπηρεσίες σε υπό ελληνική σημαία πλοία και στις διαχειρίστριες εταιρείες αυτών.
Εξωτερική απόσταση ασφαλείας
Ορισμός 1: Η ελάχιστη απόσταση που απαιτείται μεταξύ των τυχόν κτηρίων εκτός του Σταθμού και των επικίνδυνων στοιχείων του Σταθμού για την αποφυγή ατυχημάτων.
Εξωτερικό κλιμακοστάσιο
Ορισμός 1: Κλιμακοστάσιο του οποίου η μία τουλάχιστον πλευρά είναι ανοικτή προς το ύπαιθρο.
Εξωτερικό σχέδιο αντιμετώπισης καταστάσεων έκτακτης ανάγκης
Ορισμός 1: Σημαίνει την τοπική, εθνική ή περιφερειακή στρατηγική για την πρόληψη της κλιμάκωσης ή τον περιορισμό των συνεπειών σοβαρού ατυχήματος που σχετίζεται με υπεράκτιες εργασίες υδρογονανθράκων, με αξιοποίηση τόσο όλων των διαθέσιμων στο διαχειριστή πόρων, όπως περιγράφεται στο σχετικό εσωτερικό σχέδιο αντιμετώπισης καταστάσεων έκτακτης ανάγκης, όσο και οποιωνδήποτε διαθέσιμων συμπληρωματικών πόρων.
Εξωτερικός διάδρομος διαφυγής
Ορισμός 1: Διάδρομος του οποίου η μία τουλάχιστον κατακόρυφη επιμήκης επιφάνεια είναι ανοικτή προς το ύπαιθρο. (Η επιφάνεια αυτή θεωρείται ανοικτή ακόμα και αν περιέχει στηθαίο).
Εξωτερικός έλεγχος ποιότητας σκυροδέματος
Ορισμός 1: Είναι ο έλεγχος που διενεργείται από τον Κύριο του Εργου ή τον επιβλέποντα, προκειμένου να αξιολογηθεί η συμμόρφωση του σκυροδέματος, που παραλαμβάνεται στο έργο με βάση αυτόν τον Κανονισμό. Γίνεται:
α) σύμφωνα με τα κριτήρια συμμόρφωσης εξωτερικού ελέγχου (ταυτοποίησης) του Κεφ. Γ1.2 εφόσον πρόκειται για εργοστασιακό σκυρόδεμα με πιστοποίηση ελέγχου παραγωγής,
β) σύμφωνα με τα κριτήρια συμμόρφωσης εξωτερικού ελέγχου του Κεφ. Γ1.3, εφόσον πρόκειται για εργοστασιακό σκυρόδεμα χωρίς πιστοποίηση ελέγχου παραγωγής και
γ) σύμφωνα με τα κριτήρια συμμόρφωσης εξωτερικού ελέγχου του Κεφ. Γ1.4, εφόσον πρόκειται για εργοταξιακό σκυρόδεμα, με δοκίμια που λαμβάνονται από τον Κύριο του Εργου ή τον επιβλέποντα σύμφωνα με το Κεφ. Γ1.1.
Επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης
Ορισμός 1: Συστήματα που δεν διέπονται από την Οδηγία 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως (EEL 6 της 10.1.1979), και που έχουν ως αντικείμενο τη χορήγηση στους εργαζόμενους, μισθωτούς ή αυτοαπασχολούμενους, στα πλαίσια επιχείρησης ή ομάδας επιχειρήσεων, οικονομικού κλάδου ή επαγγελματικού ή διεπαγγελματικού τομέα, παροχών που προορίζονται να συμπληρώσουν ή να υποκαταστήσουν τις παροχές των εκ του νόμου συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, ανεξαρτήτως του αν η υπαγωγή στα συστήματα αυτά είναι υποχρεωτική.
Επαγγελματική ασθένεια
Ορισμός 1: Η νόσος που σχετίζεται με το είδος των κινδύνων στους οποίους εκτέθηκε ο πάσχων λόγω της εργασίας του. Είναι κάθε νόσος που αποδεδειγμένα, στη βάση ιατρικών κριτηρίων, μπορεί να αποδοθεί στο είδος της εργασίας και τους κινδύνους στους οποίους λόγω της εργασίας έχει εκτεθεί ο εργαζόμενος. (Ορισμό που δίνει η επιστήμη).
Ορισμός 2: Η νόσος που αναγνωρίζεται ως τέτοια από το ισχύον ασφαλιστικό σύστημα, με τους όρους και τους περιορισμούς που κάθε φορά αυτό θέτει. (Ορισμός που βασίζεται στην ασφαλιστική πραγματικότητα).