Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 217 - 252 of 367
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Τοξοπλάσμωση
Αγγλικός όρος:
Toxoplasmosis

Μετάφραση: Toxoplasmosis
Ελληνικός όρος:
Τοπική αντίδραση
Αγγλικός όρος:
Local reaction

Μετάφραση: Local reaction
Ελληνικός όρος:
Τοπική δόση
Αγγλικός όρος:
Local dose

Μετάφραση: Local dose
Ελληνικός όρος:
Τοπική επίπτωση
Αγγλικός όρος:
Local effect

Μετάφραση: Local effect
Ελληνικός όρος:
Τοπικός εξαερισμός
Αγγλικός όρος:
Local exhaust ventilation

Μετάφραση: Local exhaust ventilation
Ελληνικός όρος:
Τοπικός πόνος
Αγγλικός όρος:
Local pain

Μετάφραση: Local pain
Ελληνικός όρος:
Τοπικός συντονιστής
Αγγλικός όρος:
On-scene commander

Μετάφραση: On-scene commander
Ελληνικός όρος:
Τόρνευση ή τορνίρισμα
Αγγλικός όρος:
Turning, facecutting

Μετάφραση: Turning, facecutting
Ελληνικός όρος:
Τόρνος
Αγγλικός όρος:
Turning machine

Μετάφραση: Turning machine
Ελληνικός όρος:
Τοσυλεστέρας ή τολουοσουλφονικός εστέρας
Αγγλικός όρος:
Tosylate or toluenesulfonate (TsOR)

Μετάφραση: Tosylate or toluenesulfonate (TsOR)
Ελληνικός όρος:
Τοσύλιο
Αγγλικός όρος:
Tosyl (Ts)

Μετάφραση: Tosyl (Ts)
Ελληνικός όρος:
Τοσυλοχλωρίδιο
Αγγλικός όρος:
Tosyl chloride, p-toluenesulfonyl chloride

Μετάφραση: Tosyl chloride, p-toluenesulfonyl chloride
Ελληνικός όρος:
Τουαλέτες
Αγγλικός όρος:
Toilets

Μετάφραση: Toilets
Ελληνικός όρος:
Τουρανόζη
Αγγλικός όρος:
Turanose

Μετάφραση: Turanose
Ελληνικός όρος:
Τράβηγμα
Αγγλικός όρος:
Pulling

Μετάφραση: Pulling
Ελληνικός όρος:
Τραύμα ή πληγή ή τραυματισμός
Αγγλικός όρος:
Wound, injury

Μετάφραση: Wound, injury
Ελληνικός όρος:
Τραυματική απόπτωση κερατοειδούς
Αγγλικός όρος:
Traumatic epithelial abrasion

Μετάφραση: Traumatic epithelial abrasion
Ελληνικός όρος:
Τραυματισμοί από επαναλαμβανόμενη καταπόνηση
Αγγλικός όρος:
Repetitive strain injuries

Μετάφραση: Repetitive strain injuries
Ελληνικός όρος:
Τραυματισμοί από κινούμενα μέρη μηχανών
Αγγλικός όρος:
Injuries from moving machine part

Μετάφραση: Injuries from moving machine part
Ελληνικός όρος:
Τραχεία
Αγγλικός όρος:
Trachea

Μετάφραση: Trachea
Ελληνικός όρος:
Τρεαλόζη
Αγγλικός όρος:
Trehalose

Μετάφραση: Trehalose
Ελληνικός όρος:
Τρεμολίτης
Αγγλικός όρος:
Tremolite

Μετάφραση: Tremolite
Ελληνικός όρος:
Τριαιθανολαμίνη
Αγγλικός όρος:
Triethanolamine (TEA)

Μετάφραση: Triethanolamine (TEA)
Ελληνικός όρος:
Τριαιθυλαμίνη
Αγγλικός όρος:
Triethylamine

Μετάφραση: Triethylamine
Ελληνικός όρος:
Τριαιθυλενογλυκόλη
Αγγλικός όρος:
Triethyleneglycol (TEG)

Μετάφραση: Triethyleneglycol (TEG)
Ελληνικός όρος:
Τριακετίνη ή τριακετυλογλυκερόλη
Αγγλικός όρος:
Triacetin or triacetyl glycerin

Μετάφραση: Triacetin or triacetyl glycerin
Ελληνικός όρος:
Τριαλκυλοβοράνια
Αγγλικός όρος:
Trialkylboranes

Μετάφραση: Trialkylboranes
Ελληνικός όρος:
Τριαλκυλοξικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Trialkylacetic acid

Μετάφραση: Trialkylacetic acid
Ελληνικός όρος:
Τριαλοαιθυλένιο
Αγγλικός όρος:
Trihaloethylene

Μετάφραση: Trihaloethylene
Ελληνικός όρος:
Τριαλογονούχος φωσφόρος
Αγγλικός όρος:
Phosphorus trihalide

Μετάφραση: Phosphorus trihalide
Ελληνικός όρος:
Τριαλομεθάνιο
Αγγλικός όρος:
Trihalomethane

Μετάφραση: Trihalomethane
Ελληνικός όρος:
Τριβέλια
Αγγλικός όρος:
Broaches

Μετάφραση: Broaches
Ελληνικός όρος:
Τριβή ή λείανση
Αγγλικός όρος:
Abrasion, attrition, friction

Μετάφραση: Abrasion, attrition, friction
Ελληνικός όρος:
Τριβίδισμα (απόξεση)
Αγγλικός όρος:
Scraping off

Μετάφραση: Scraping off
Ελληνικός όρος:
Τριβουτυλοκασσιτεροξείδιο
Αγγλικός όρος:
Tributyltin oxide

Μετάφραση: Tributyltin oxide
Ελληνικός όρος:
Τριβρωμιούχο βόριο
Αγγλικός όρος:
Boron tribromide

Μετάφραση: Boron tribromide

Ακολουθήστε μας