Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 181 - 216 of 367
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Τολουαλδεΰδη
Αγγλικός όρος:
Tolualdehyde

Μετάφραση: Tolualdehyde
Ελληνικός όρος:
Τολουιδίνη ή αμινοτολουόλιο ή μεθυλοανιλίνη
Αγγλικός όρος:
Toluidine or aminotoluene or methylaniline

Μετάφραση: Toluidine or aminotoluene or methylaniline
Ελληνικός όρος:
Τολουικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Toluic acid

Μετάφραση: Toluic acid
Ελληνικός όρος:
Τολουόλιο ή τολουένιο ή μεθυλοβενζόλιο
Αγγλικός όρος:
Toluene or methylbenzene

Μετάφραση: Toluene or methylbenzene
Ελληνικός όρος:
Τολουολοσουλφονικός αιθυλεστέρας ή τοσυλοαιθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Ethyl toluenesulfonate, ethyl tosylate

Μετάφραση: Ethyl toluenesulfonate, ethyl tosylate
Ελληνικός όρος:
Τολουολοσουλφονυλοχλωρίδιο p-
Αγγλικός όρος:
p-toluenesulfonyl chloride, tosyl chloride

Μετάφραση: p-toluenesulfonyl chloride, tosyl chloride
Ελληνικός όρος:
Τολυλφλουανίδη
Αγγλικός όρος:
Tolylfluanid

Μετάφραση: Tolylfluanid
Ελληνικός όρος:
Τομέας
Αγγλικός όρος:
Sector

Μετάφραση: Sector
Ελληνικός όρος:
Τοξαφαίνιο
Αγγλικός όρος:
Chlorinated camphene, toxaphene, camphechlor

Μετάφραση: Chlorinated camphene, toxaphene, camphechlor
Ελληνικός όρος:
Τοξικά μέταλλα
Αγγλικός όρος:
Toxic metals

Μετάφραση: Toxic metals
Ελληνικός όρος:
Τοξική ουσία
Αγγλικός όρος:
Toxic substance (T, T+)

Μετάφραση: Toxic substance (T, T+)
Ελληνικός όρος:
Τοξικό αέριο
Αγγλικός όρος:
Toxic gas

Μετάφραση: Toxic gas
Ελληνικός όρος:
Τοξικό για τη χλωρίδα
Αγγλικός όρος:
Toxic to flora

Μετάφραση: Toxic to flora
Ελληνικός όρος:
Τοξικό για την πανίδα
Αγγλικός όρος:
Toxic to fauna

Μετάφραση: Toxic to fauna
Ελληνικός όρος:
Τοξικό για τις μέλισσες
Αγγλικός όρος:
Toxic to bees

Μετάφραση: Toxic to bees
Ελληνικός όρος:
Τοξικό για τους οργανισμούς του εδάφους
Αγγλικός όρος:
Toxic to soil organisms

Μετάφραση: Toxic to soil organisms
Ελληνικός όρος:
Τοξικό για τους υδρόβιους οργανισμούς, μπορεί να προκαλέσει μακροχρόνιες δυσμενείς επιπτώσεις στο υδάτινο περιβάλλον
Αγγλικός όρος:
Toxic to aquatic organisms, may cause long-term adverse effects in the aquatic environment

Μετάφραση: Toxic to aquatic organisms, may cause long-term adverse effects in the aquatic environment
Ελληνικός όρος:
Τοξικό νέφος
Αγγλικός όρος:
Toxic load

Μετάφραση: Toxic load
Ελληνικός όρος:
Τοξικό όταν εισπνέεται, σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως
Αγγλικός όρος:
Toxic by inhalation, in contact with skin and if swallowed

Μετάφραση: Toxic by inhalation, in contact with skin and if swallowed
Ελληνικός όρος:
Τοξικό σε επαφή με τα μάτια
Αγγλικός όρος:
Toxic by eye contact

Μετάφραση: Toxic by eye contact
Ελληνικός όρος:
Τοξικό σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως
Αγγλικός όρος:
Toxic in contact with skin and if swallowed

Μετάφραση: Toxic in contact with skin and if swallowed
Ελληνικός όρος:
Τοξικό στην αναπαραγωγή
Αγγλικός όρος:
Toxic for reproduction

Μετάφραση: Toxic for reproduction
Ελληνικός όρος:
Τοξικό στους υδρόβιους οργανισμούς, με μακροχρόνιες επιπτώσεις
Αγγλικός όρος:
Toxic to aquatic life with long lasting effects

Μετάφραση: Toxic to aquatic life with long lasting effects
Ελληνικός όρος:
Τοξικοκινητική
Αγγλικός όρος:
Toxicokinetics

Μετάφραση: Toxicokinetics
Ελληνικός όρος:
Τοξικολογία
Αγγλικός όρος:
Toxicology

Μετάφραση: Toxicology
Ελληνικός όρος:
Τοξικολογία αιμοποιητικού συστήματος
Αγγλικός όρος:
Hematotoxocity

Μετάφραση: Hematotoxocity
Ελληνικός όρος:
Τοξικολογία αναπαραγωγής
Αγγλικός όρος:
Reproduction toxicology

Μετάφραση: Reproduction toxicology
Ελληνικός όρος:
Τοξικολογία στην αναπαραγωγή
Αγγλικός όρος:
Reproductive toxicology

Μετάφραση: Reproductive toxicology
Ελληνικός όρος:
Τοξικολογία του αναπνευστικού συστήματος
Αγγλικός όρος:
Respiratory toxicology

Μετάφραση: Respiratory toxicology
Ελληνικός όρος:
Τοξικολογία του δέρματος
Αγγλικός όρος:
Skin toxicology

Μετάφραση: Skin toxicology
Ελληνικός όρος:
Τοξικολογικές ιδιότητες
Αγγλικός όρος:
Toxicological properties

Μετάφραση: Toxicological properties
Ελληνικός όρος:
Τοξικότητα αναρρόφησης
Αγγλικός όρος:
Aspiration toxicity

Μετάφραση: Aspiration toxicity
Ελληνικός όρος:
Τοξικότητα ιζημάτων
Αγγλικός όρος:
Sediment toxicity

Μετάφραση: Sediment toxicity
Ελληνικός όρος:
Τοξικότητα σε θηλαστικά
Αγγλικός όρος:
Mammalian toxicity

Μετάφραση: Mammalian toxicity
Ελληνικός όρος:
Τοξικότητα στην αναπαραγωγή
Αγγλικός όρος:
Reproductive toxicity

Μετάφραση: Reproductive toxicity
Ελληνικός όρος:
Τόξο
Αγγλικός όρος:
Arc

Μετάφραση: Arc

Ακολουθήστε μας