Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 109 - 144 of 648
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Σιφώνιο
Αγγλικός όρος:
Pipette, pipet

Μετάφραση: Pipette, pipet
Ελληνικός όρος:
Σκάλα
Αγγλικός όρος:
Ladder

Μετάφραση: Ladder
Ελληνικός όρος:
Σκαλωσιά ή ικρίωμα
Αγγλικός όρος:
Scaffold

Μετάφραση: Scaffold
Ελληνικός όρος:
Σκάνδιο
Αγγλικός όρος:
Scandium (Sc)

Μετάφραση: Scandium (Sc)
Ελληνικός όρος:
Σκέδαση
Αγγλικός όρος:
Scattering

Μετάφραση: Scattering
Ελληνικός όρος:
Σκελετός
Αγγλικός όρος:
Skeleton

Μετάφραση: Skeleton
Ελληνικός όρος:
Σκληρό ξύλο
Αγγλικός όρος:
Hard wood

Μετάφραση: Hard wood
Ελληνικός όρος:
Σκληρότητα
Αγγλικός όρος:
Hardness

Μετάφραση: Hardness
Ελληνικός όρος:
Σκληρυντικά έλαια
Αγγλικός όρος:
Hardening oils

Μετάφραση: Hardening oils
Ελληνικός όρος:
Σκόνη
Αγγλικός όρος:
Dust, powder

Μετάφραση: Dust, powder
Ελληνικός όρος:
Σκόνη αλευριού
Αγγλικός όρος:
Flour dust

Μετάφραση: Flour dust
Ελληνικός όρος:
Σκόνη από ανόργανες ουσίες
Αγγλικός όρος:
Inorganic dusts

Μετάφραση: Inorganic dusts
Ελληνικός όρος:
Σκόνη από οργανικές ουσίες
Αγγλικός όρος:
Organic dusts

Μετάφραση: Organic dusts
Ελληνικός όρος:
Σκόνη από σκληρό ξύλο
Αγγλικός όρος:
Hard wood dust

Μετάφραση: Hard wood dust
Ελληνικός όρος:
Σκόνη βαμβακιού
Αγγλικός όρος:
Cotton dust

Μετάφραση: Cotton dust
Ελληνικός όρος:
Σκόνη βελανιδιάς
Αγγλικός όρος:
Oak dust

Μετάφραση: Oak dust
Ελληνικός όρος:
Σκόνη καυσαερίων
Αγγλικός όρος:
Flue-gas dust

Μετάφραση: Flue-gas dust
Ελληνικός όρος:
Σκόνη κόκκων
Αγγλικός όρος:
Grain dust

Μετάφραση: Grain dust
Ελληνικός όρος:
Σκόνη σιδηροβαναδίου
Αγγλικός όρος:
Ferrovanadium dust

Μετάφραση: Ferrovanadium dust
Ελληνικός όρος:
Σκόνη χαλαζία
Αγγλικός όρος:
Quarz dust

Μετάφραση: Quarz dust
Ελληνικός όρος:
Σκόνη ψευδαργύρου
Αγγλικός όρος:
Zinc powder

Μετάφραση: Zinc powder
Ελληνικός όρος:
Σκόπιμο εκρηκτικό
Αγγλικός όρος:
Intentional explosive

Μετάφραση: Intentional explosive
Ελληνικός όρος:
Σκοπός
Αγγλικός όρος:
Aim, purpose

Μετάφραση: Aim, purpose
Ελληνικός όρος:
Σκουαλένιο
Αγγλικός όρος:
Squalene (C30H50)

Μετάφραση: Squalene (C30H50)
Ελληνικός όρος:
Σκούπισμα
Αγγλικός όρος:
Wiping

Μετάφραση: Wiping
Ελληνικός όρος:
Σκουπίστε τη χυμένη ποσότητα για να προλάβετε υλικές ζημιές
Αγγλικός όρος:
Absorb spillage to prevent material damage

Μετάφραση: Absorb spillage to prevent material damage
Ελληνικός όρος:
Σκυρόδεμα
Αγγλικός όρος:
Concrete

Μετάφραση: Concrete
Ελληνικός όρος:
Σκυροδέτηση
Αγγλικός όρος:
Concreting

Μετάφραση: Concreting
Ελληνικός όρος:
Σκωρία
Αγγλικός όρος:
Rust. slag

Μετάφραση: Rust. slag
Ελληνικός όρος:
Σκωρία μετάλλου
Αγγλικός όρος:
Furnace slag

Μετάφραση: Furnace slag
Ελληνικός όρος:
Σκωρίες εξέλασης
Αγγλικός όρος:
Mill scales

Μετάφραση: Mill scales
Ελληνικός όρος:
Σμηκτίς γη
Αγγλικός όρος:
Fuller’s Earth

Μετάφραση: Fuller’s Earth
Ελληνικός όρος:
Σμίλες
Αγγλικός όρος:
Chisels

Μετάφραση: Chisels
Ελληνικός όρος:
Σμιλεύσεις
Αγγλικός όρος:
Carved work

Μετάφραση: Carved work
Ελληνικός όρος:
Σμίλευση
Αγγλικός όρος:
Chipping or chiselling

Μετάφραση: Chipping or chiselling
Ελληνικός όρος:
Σμυριδόπετρα ή σμύριδα
Αγγλικός όρος:
Emery

Μετάφραση: Emery

Ακολουθήστε μας