Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 289 - 324 of 648
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Συγκέντρωση εξαιρετικά επικίνδυνων μειγμάτων
Αγγλικός όρος:
Concentration of highly hazardous mixtures

Μετάφραση: Concentration of highly hazardous mixtures
Ελληνικός όρος:
Συγκέντρωση με μη παρατηρούμενη επίδραση σε συγκεκριμένο παράγοντα υγείας οργανισμού
Αγγλικός όρος:
No observed adverse effects concentration, NOAEC

Μετάφραση: No observed adverse effects concentration, NOAEC
Ελληνικός όρος:
Συγκέντρωση πρόκλησης αποτελέσματος ή διάμεση δραστική συγκέντρωση (για το 50% του πληθυσμού των πειραματοζώων)
Αγγλικός όρος:
Effect concentration (EC50)

Μετάφραση: Effect concentration (EC50)
Ελληνικός όρος:
Συγκέντρωση στην οποία δεν παρατηρείται επίδραση ή συγκέντρωση μη παρατηρούμενης επίδρασης ή συγκέντρωση μη παρατηρούμενου αποτελέσματος
Αγγλικός όρος:
No Observed Effect Concentration, NOEC

Μετάφραση: No Observed Effect Concentration, NOEC
Ελληνικός όρος:
Συγκέντρωση συστατικού
Αγγλικός όρος:
Concentration of ingredient

Μετάφραση: Concentration of ingredient
Ελληνικός όρος:
Συγκόλληση
Αγγλικός όρος:
Welding

Μετάφραση: Welding
Ελληνικός όρος:
Συγκόλληση βυθισμένου τόξου
Αγγλικός όρος:
Submerged Arc Welding (SAW)

Μετάφραση: Submerged Arc Welding (SAW)
Ελληνικός όρος:
Συγκόλληση συμπαγούς σύρματος σε προστατευτική ατμόσφαιρα αερίου
Αγγλικός όρος:
Metal Inert Gas, MIG, Metal Active gas, MAG, Gas Metal Arc Welding, GMAW, GMA

Μετάφραση: Metal Inert Gas, MIG, Metal Active gas, MAG, Gas Metal Arc Welding, GMAW, GMA
Ελληνικός όρος:
Συγκόλληση τόξου με επενδυμένο ηλεκτρόδιo
Αγγλικός όρος:
Manual Metal Arc, MMA, Shielded Metal Arc Welding, SMAW, SMA

Μετάφραση: Manual Metal Arc, MMA, Shielded Metal Arc Welding, SMAW, SMA
Ελληνικός όρος:
Συγκόλληση τόξου με μη αναλώσιμο ηλεκτρόδιο σε προστατευτική ατμόσφαιρα αερίου
Αγγλικός όρος:
Tungsten Inert Gas (TIG) or Gas Tungsten Arc Welding (GTAW )

Μετάφραση: Tungsten Inert Gas (TIG) or Gas Tungsten Arc Welding (GTAW )
Ελληνικός όρος:
Συγκόλληση τόξου με σωληνωτό σύρμα που περιέχει πάστα
Αγγλικός όρος:
Flux Cored Arc Welding, FCAW, FCA

Μετάφραση: Flux Cored Arc Welding, FCAW, FCA
Ελληνικός όρος:
Συγκόλληση τόξου πλάσματος
Αγγλικός όρος:
Plasma Arc Welding, PAW

Μετάφραση: Plasma Arc Welding, PAW
Ελληνικός όρος:
Συγκολλήσιμος
Αγγλικός όρος:
Weldable

Μετάφραση: Weldable
Ελληνικός όρος:
Συγκολλητικότητα
Αγγλικός όρος:
Weldability

Μετάφραση: Weldability
Ελληνικός όρος:
Σύγκριση
Αγγλικός όρος:
Comparison

Μετάφραση: Comparison
Ελληνικός όρος:
Συγκρίσιμα δεδομένα εκπομπών
Αγγλικός όρος:
Comparative emission data

Μετάφραση: Comparative emission data
Ελληνικός όρος:
Συγκριτικά κριτήρια
Αγγλικός όρος:
Comparative criteria

Μετάφραση: Comparative criteria
Ελληνικός όρος:
Συγκριτική αξιολόγηση ή συγκριτική βελτιστοποίηση
Αγγλικός όρος:
Performance benchmarking

Μετάφραση: Performance benchmarking
Ελληνικός όρος:
Συγκριτική μέθοδος
Αγγλικός όρος:
Comparative method

Μετάφραση: Comparative method
Ελληνικός όρος:
Συγκρούσεις ρόλων
Αγγλικός όρος:
Role conflicts

Μετάφραση: Role conflicts
Ελληνικός όρος:
Συγχρονικές μελέτες
Αγγλικός όρος:
Cross-sectional studies

Μετάφραση: Cross-sectional studies
Ελληνικός όρος:
Σύγχρονος κινητήρας
Αγγλικός όρος:
Synchronous motor

Μετάφραση: Synchronous motor
Ελληνικός όρος:
Σύγχυση από ένδειξη
Αγγλικός όρος:
Confounding by indication

Μετάφραση: Confounding by indication
Ελληνικός όρος:
Συκώτι
Αγγλικός όρος:
Liver

Μετάφραση: Liver
Ελληνικός όρος:
Συλλέγω
Αγγλικός όρος:
Collect

Μετάφραση: Collect
Ελληνικός όρος:
Συλλέκτης
Αγγλικός όρος:
Collector or commutator

Μετάφραση: Collector or commutator
Ελληνικός όρος:
Συλλεκτικές μηχανές
Αγγλικός όρος:
Mechanical harvesters

Μετάφραση: Mechanical harvesters
Ελληνικός όρος:
Συλλογικές διαπραγματεύσεις
Αγγλικός όρος:
Collective bargaining

Μετάφραση: Collective bargaining
Ελληνικός όρος:
Συλλογικές συμβάσεις εργασίας
Αγγλικός όρος:
Collective agreements, collective labour agreements

Μετάφραση: Collective agreements, collective labour agreements
Ελληνικός όρος:
Συλλογική μελέτη
Αγγλικός όρος:
Collaborative study

Μετάφραση: Collaborative study
Ελληνικός όρος:
Συμβάν
Αγγλικός όρος:
Incident

Μετάφραση: Incident
Ελληνικός όρος:
Συμβάσεις εργασίας
Αγγλικός όρος:
Labour contracts, contracts of employment

Μετάφραση: Labour contracts, contracts of employment
Ελληνικός όρος:
Συμβάσεις μερικής απασχόλησης
Αγγλικός όρος:
Part time contracts

Μετάφραση: Part time contracts
Ελληνικός όρος:
Συμβάσεις ορισμένου χρόνου
Αγγλικός όρος:
Temporary contracts

Μετάφραση: Temporary contracts
Ελληνικός όρος:
Συμβάσεις υπεργολαβίας
Αγγλικός όρος:
Subcontracts

Μετάφραση: Subcontracts
Ελληνικός όρος:
Σύμβαση αορίστου χρόνου
Αγγλικός όρος:
Permanent contracts

Μετάφραση: Permanent contracts

Ακολουθήστε μας