Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 1261 - 1296 of 1306
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Αυτί
Αγγλικός όρος:
Ear

Μετάφραση: Ear
Ελληνικός όρος:
Αυτοαναφλέγεται στον αέρα
Αγγλικός όρος:
Spontaneously flammable in air

Μετάφραση: Spontaneously flammable in air
Ελληνικός όρος:
Αυτοαναφλεγόμενο
Αγγλικός όρος:
Spontaneous flammable

Μετάφραση: Spontaneous flammable
Ελληνικός όρος:
Αυτοαντιδρώσα ουσία
Αγγλικός όρος:
Self-reactive substance

Μετάφραση: Self-reactive substance
Ελληνικός όρος:
Αυτοαντιδρώσες ουσίες
Αγγλικός όρος:
Self –reactive substances

Μετάφραση: Self –reactive substances
Ελληνικός όρος:
Αυτοαξιολόγηση
Αγγλικός όρος:
Self-assessment

Μετάφραση: Self-assessment
Ελληνικός όρος:
Αυτοαπασχολούμενο άτομο
Αγγλικός όρος:
Self-employed person

Μετάφραση: Self-employed person
Ελληνικός όρος:
Αυτοδιάσωση
Αγγλικός όρος:
Self-rescue

Μετάφραση: Self-rescue
Ελληνικός όρος:
Αυτοέλεγχος
Αγγλικός όρος:
Autocontrol, self-inspection, self-control

Μετάφραση: Autocontrol, self-inspection, self-control
Ελληνικός όρος:
Αυτοθερμαίνεται
Αγγλικός όρος:
Self-heating

Μετάφραση: Self-heating
Ελληνικός όρος:
Αυτοθερμενόμενη ουσία
Αγγλικός όρος:
Self-heating substance

Μετάφραση: Self-heating substance
Ελληνικός όρος:
Αυτοκολλητικότητα
Αγγλικός όρος:
Cohesive tachiness

Μετάφραση: Cohesive tachiness
Ελληνικός όρος:
Αυτόματες γραμμές συναρμολόγησης
Αγγλικός όρος:
Automated assembly lines

Μετάφραση: Automated assembly lines
Ελληνικός όρος:
Αυτοματισμοί (-ος)
Αγγλικός όρος:
Automation

Μετάφραση: Automation
Ελληνικός όρος:
Αυτοματοποιημένη λειτουργία
Αγγλικός όρος:
Automated function

Μετάφραση: Automated function
Ελληνικός όρος:
Αυτόνομη ή αυτοτελής μάσκα
Αγγλικός όρος:
Self-contained mask

Μετάφραση: Self-contained mask
Ελληνικός όρος:
Αυτορυθμιζόμενη φωτεινή διαπερατότητα
Αγγλικός όρος:
Switchable luminous transmittance

Μετάφραση: Switchable luminous transmittance
Ελληνικός όρος:
Αυτοτελής Μονάδα Μεταφοράς Φορτίου
Αγγλικός όρος:
Unit Load Device, ULD

Μετάφραση: Unit Load Device, ULD
Ελληνικός όρος:
Αυχένας
Αγγλικός όρος:
Nape

Μετάφραση: Nape
Ελληνικός όρος:
Αφαίρεση (υλικού)
Αγγλικός όρος:
Removal

Μετάφραση: Removal
Ελληνικός όρος:
Αφαίρεση ινών
Αγγλικός όρος:
Defibrating

Μετάφραση: Defibrating
Ελληνικός όρος:
Αφαίρεση ξυλοτύπων
Αγγλικός όρος:
Formwork removal

Μετάφραση: Formwork removal
Ελληνικός όρος:
Αφαίρεση οξειδώσεων
Αγγλικός όρος:
Removal of rust film

Μετάφραση: Removal of rust film
Ελληνικός όρος:
Αφαίρεση παλαιών επιστρώσεων
Αγγλικός όρος:
Removal of old coating

Μετάφραση: Removal of old coating
Ελληνικός όρος:
Αφαίρεση σκωρίας
Αγγλικός όρος:
Removal of rust

Μετάφραση: Removal of rust
Ελληνικός όρος:
Αφαίρεση χρωστικής
Αγγλικός όρος:
Depigmentation

Μετάφραση: Depigmentation
Ελληνικός όρος:
Αφαιρέστε / Βγάλτε αμέσως όλα τα μολυσμένα ρούχα
Αγγλικός όρος:
Remove/Take off immediately all contaminated clothing

Μετάφραση: Remove/Take off immediately all contaminated clothing
Ελληνικός όρος:
Αφαιρέστε αμέσως όλα τα ενδύματα που έχουν μολυνθεί
Αγγλικός όρος:
Take off immediately all contaminated clothing

Μετάφραση: Take off immediately all contaminated clothing
Ελληνικός όρος:
Αφαιρέστε προσεκτικά τα σωματίδια που έχουν μείνει στο δέρμα
Αγγλικός όρος:
Brush off loose particles from skin

Μετάφραση: Brush off loose particles from skin
Ελληνικός όρος:
Αφαιρούμενο αμάξωμα
Αγγλικός όρος:
Swap body

Μετάφραση: Swap body
Ελληνικός όρος:
Αφθώδης πυρετός
Αγγλικός όρος:
Foot and mouth disease

Μετάφραση: Foot and mouth disease
Ελληνικός όρος:
Άφνιο
Αγγλικός όρος:
Hafnium (Hf)

Μετάφραση: Hafnium (Hf)
Ελληνικός όρος:
Αφροδιόγκωση
Αγγλικός όρος:
Foaming

Μετάφραση: Foaming
Ελληνικός όρος:
Αφρός
Αγγλικός όρος:
Foam

Μετάφραση: Foam
Ελληνικός όρος:
Αφρός γέμισης
Αγγλικός όρος:
Foam filling

Μετάφραση: Foam filling
Ελληνικός όρος:
Αφυδατικό μέσο
Αγγλικός όρος:
Dewatering agent

Μετάφραση: Dewatering agent

Ακολουθήστε μας