Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 1189 - 1224 of 1306
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Ασυνεχείς κατανομές
Αγγλικός όρος:
Discrete distributions

Μετάφραση: Discrete distributions
Ελληνικός όρος:
Ασύρματος
Αγγλικός όρος:
Wireless

Μετάφραση: Wireless
Ελληνικός όρος:
Ασφάλεια
Αγγλικός όρος:
Safety

Μετάφραση: Safety
Ελληνικός όρος:
Ασφάλεια (ηλεκτρική)
Αγγλικός όρος:
Fuse

Μετάφραση: Fuse
Ελληνικός όρος:
Ασφάλεια (φύλαξη)
Αγγλικός όρος:
Security

Μετάφραση: Security
Ελληνικός όρος:
Ασφάλεια ανθρώπινης ζωής στην θάλασσα
Αγγλικός όρος:
Safety of Life and Sea, SOLAS

Μετάφραση: Safety of Life and Sea, SOLAS
Ελληνικός όρος:
Ασφάλεια κοχλιωτή
Αγγλικός όρος:
Plug fuse

Μετάφραση: Plug fuse
Ελληνικός όρος:
Ασφάλεια κυλινδρική
Αγγλικός όρος:
Cartridge fuse

Μετάφραση: Cartridge fuse
Ελληνικός όρος:
Ασφάλεια μηχανής /εξοπλισμού
Αγγλικός όρος:
Safety of machinery

Μετάφραση: Safety of machinery
Ελληνικός όρος:
Ασφάλεια στα εργαστήρια
Αγγλικός όρος:
Laboratory safety

Μετάφραση: Laboratory safety
Ελληνικός όρος:
Ασφάλεια στα ορυχεία ή τα μεταλλεία
Αγγλικός όρος:
Mine safety

Μετάφραση: Mine safety
Ελληνικός όρος:
Ασφάλεια στην εργασία
Αγγλικός όρος:
Occupational safety

Μετάφραση: Occupational safety
Ελληνικός όρος:
Ασφάλεια στον κλάδο των κατασκευών
Αγγλικός όρος:
Construction safety

Μετάφραση: Construction safety
Ελληνικός όρος:
Ασφάλεια τροφίμων
Αγγλικός όρος:
Food safety

Μετάφραση: Food safety
Ελληνικός όρος:
Ασφάλεια των μεταφορών
Αγγλικός όρος:
Transport safety

Μετάφραση: Transport safety
Ελληνικός όρος:
Ασφάλεια των μηχανών
Αγγλικός όρος:
Machine safety

Μετάφραση: Machine safety
Ελληνικός όρος:
Ασφάλεια υγείας
Αγγλικός όρος:
Health insurance

Μετάφραση: Health insurance
Ελληνικός όρος:
Ασφαλείς για τον άνθρωπο – ασφαλείς για θερμές εργασίες
Αγγλικός όρος:
Safe for men – safe for fire

Μετάφραση: Safe for men – safe for fire
Ελληνικός όρος:
Ασφαλείς για τον άνθρωπο – μη ασφαλείς για θερμές εργασίες
Αγγλικός όρος:
Safe for men – not safe for fire

Μετάφραση: Safe for men – not safe for fire
Ελληνικός όρος:
Ασφαλής κατάσταση ή ασφαλής λειτουργία
Αγγλικός όρος:
Safety function

Μετάφραση: Safety function
Ελληνικός όρος:
Ασφαλής χρήση
Αγγλικός όρος:
Safe use

Μετάφραση: Safe use
Ελληνικός όρος:
Ασφάλιση υγείας
Αγγλικός όρος:
Health insurance

Μετάφραση: Health insurance
Ελληνικός όρος:
Ασφαλισμένος
Αγγλικός όρος:
Insured

Μετάφραση: Insured
Ελληνικός όρος:
Ασφαλιστική βαλβίδα ή βαλβίδα ασφαλείας
Αγγλικός όρος:
Safety valve

Μετάφραση: Safety valve
Ελληνικός όρος:
Ασφαλιστικός διακόπτης παροχής αερίου
Αγγλικός όρος:
Excess flow valve

Μετάφραση: Excess flow valve
Ελληνικός όρος:
Άσφαλτος
Αγγλικός όρος:
Bitumen

Μετάφραση: Bitumen
Ελληνικός όρος:
Άσφαλτος ή κώκ πετρελαίου
Αγγλικός όρος:
Asphalt, petroleum coke

Μετάφραση: Asphalt, petroleum coke
Ελληνικός όρος:
Άσφαλτος χαμηλής θερμοκρασίας
Αγγλικός όρος:
Low temperature asphalt

Μετάφραση: Low temperature asphalt
Ελληνικός όρος:
Ασφαλτόστρωση
Αγγλικός όρος:
Paving work

Μετάφραση: Paving work
Ελληνικός όρος:
Ασφυξία
Αγγλικός όρος:
Asphyxiation

Μετάφραση: Asphyxiation
Ελληνικός όρος:
Ασφυξιογόνα
Αγγλικός όρος:
Asphyxiants

Μετάφραση: Asphyxiants
Ελληνικός όρος:
Ατμόλουτρο
Αγγλικός όρος:
Sauna

Μετάφραση: Sauna
Ελληνικός όρος:
Ατμόπηκτα μελάνια
Αγγλικός όρος:
Steam-set printing inks

Μετάφραση: Steam-set printing inks
Ελληνικός όρος:
Ατμός
Αγγλικός όρος:
Vapor

Μετάφραση: Vapor
Ελληνικός όρος:
Ατμοσφαιρικές συνθήκες
Αγγλικός όρος:
Atmospheric conditions

Μετάφραση: Atmospheric conditions
Ελληνικός όρος:
Ατμοσφαιρικό αέριο
Αγγλικός όρος:
Atmosphere gas

Μετάφραση: Atmosphere gas

Ακολουθήστε μας