Βλέπετε τις εγγραφές : 651 - 700, σε σύνολο 1356
Ευρωπαϊκό συμβούλιο εργαζομένων (ΕΣΕ)
Ορισμός 1: Το συμβούλιο που συνιστάται σύμφωνα με το άρθρο 49§1 ή σύμφωνα με τις διατάξεις του τμήματος Γ΄, με σκοπό την υλοποίηση της ενημέρωσης των εργαζομένων και της διαβούλευσης με αυτούς.
Ευρωπαϊκός οργανισμός τυποποίησης
Ορισμός 1: Αυτοί που απαριθμούνται στο Παράρτημα Ι του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1025/2012.
Ευστάθεια (ή φέρουσα ικανότητα)
Ορισμός 1: Είναι η ικανότητα ενός φέροντος δομικού στοιχείου να φέρει προδιαγεγραμμένο φορτίο για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια τυπικής δοκιμής αντίστασης σε φωτιά.
Εύφλεκτα αέρια υπό πίεση
Ορισμός 1: Χημικά προϊόντα που σχηματίζουν αναφλέξιμα μίγματα µε τον ατμοσφαιρικό αέρα και που έχουν συμπιεσθεί ή υγροποιηθεί για τον σκοπό της μεταφοράς τους. Αέριο θεωρείται το χημικό προϊόν, που η πίεση των ατμών του υπερβαίνει τα 2,8 BAR σε θερμοκρασία 37,8 0C.
Εύφλεκτα στερεά
Ορισμός 1: Είναι τα άμεσα καύσιμα στερεά και τα στερεά εκείνα που μπορούν να προκαλέσουν φωτιά μέσω τριβής.
Εύφλεκτα συστατικά
Ορισμός 1: α) τα αέρια που δύνανται να αναφλέγουν όταν έρθουν σ επαφή µε τον αέρα υπό κανονική πίεση.
β) οι ουσίες, και τα υγρά µείγµατα των οποίων το σηµείο αναφλέξεως είναι µικρότερο ή ίσο των 100°C.
Η μέθοδος του καθορισμού του σηµείου αναφλέξεως ορίζεται στο παράρτηµα V της οδηγίας 67/548/ΕΟΚ του Συµβουλίου της 27ης Ιουνίου 1967, περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, διοικητικών και κανονιστικών διατάξεων όσον αφορά στην ταξινόµηση της συσκευασίας και την επισήµανση των επικινδύνων ουσιών (1) τροποποιηθείσης τελικώς από την οδηγία 73/146/ΕΟΚ. (2).
Εύφλεκτα υγρά
Ορισμός 1: Υγρά µε σημείο ανάφλεξης μικρότερο από 60 0C (σε δοκιμή κλειστού δοχείου).
Έφηβος
Ορισμός 1: Κάθε νέος ηλικίας τουλάχιστον 15 ετών αλλά κάτω των 18 ετών και ο οποίος έχει παύσει να υπόκειται σε υποχρεωτική σχολική φοίτηση κατά τις κείμενες περί αυτής διατάξεις.
Ζημία
Ορισμός 1: Η μετρήσιμη δυσμενής μεταβολή φυσικού πόρου ή η μετρήσιμη υποβάθμιση υπηρεσίας συνδεδεμένης με φυσικό πόρο, που μπορεί να επέλθει άμεσα ή έμμεσα.
Ζώνες κινδύνου ανάφλεξης
Ορισμός 1: Ως ζώνες κινδύνου ανάφλεξης χαρακτηρίζονται περιοχές όπου είναι πιθανή η παρουσία αναφλέξιμου μίγματος αέριου και ατμοσφαιρικού αέρα λόγω εκροής αερίου κατά τη λειτουργία. Η ταξινόμησή του γίνεται με βάση το πρότυπο ΕΝ 60079:
1 «Ζώνη κινδύνου ανάφλεξης 0 ή ζώνη 0»: Είναι περιοχή στην οποία υπάρχει αναφλέξιμο μίγμα αέριου - αέρα συνεχώς ή για μακρές περιόδους.
2 «Ζώνη κινδύνου ανάφλεξης 1 ή ζώνη 1»:Είναι περιοχή στην οποία είναι πιθανό να υπάρχει αναφλέξιμο μίγμα αέριου - αέρα υπό συνθήκες κανονικής λειτουργίας.
3 «Ζώνη κινδύνου ανάφλεξης 2 ή ζώνη 2»: Είναι περιοχή στην οποία δεν είναι πιθανό να υπάρχει αναφλέξιμο μίγμα αέριου - αέρα υπό συνθήκες κανονικής λειτουργίας και, αν δημιουργηθεί, θα διαρκέσει μόνο για σύντομο χρονικό διάστημα.
Ζώνη
Ορισμός 1: Τμήμα του εδάφους κράτους μέλους που οριοθετείται από αυτό το κράτος μέλος για λόγους εκτίμησης και διαχείρισης της ποιότητας του αέρα.
Ζώνη αστικού εξοπλισμού
Ορισμός 1: Ζώνη που χρησιμοποιείται για χωροθέτηση στοιχείων εξωραϊσμού και αστικού εξοπλισμού, φύτευσης, φωτιστικών σωμάτων, φωτεινών σηματοδοτών, παγκάκια, στοιχεία δικτύων Οργανισμών Κοινής Ωφελείας (ΟΚΩ) κ.λπ.
Ζώνη ασφαλείας
Ορισμός 1: Σημαίνει την περιοχή εντός απόστασης 500 μέτρων από οποιοδήποτε σημείο της εγκατάστασης, όπως αυτή καθορίζεται στο άρθρο 11 του Ν. 2289/1995.
Ζώνη ελεύθερης όδευσης πεζών
Ορισμός 1: Ζώνη ελεύθερης όδευσης πεζών χωρίς εμπόδια.
Ζώνη Ι
Ορισμός 1: Σοβαροί τραυματισμοί και θάνατοι σε σημαντικό ποσοστό.
Ζώνη ΙΙ
Ορισμός 1: Μη ανατάξιμες βλάβες αναμένονται στην υγεία για τα περισσότερα άτομα και πιθανοί θάνατοι σε μικρό ποσοστό του πληθυσμού. Στη ζώνη αυτή γίνονται συστηματικές ενέργειες διάσωσης από τα σωστικά συνεργεία.
Ζώνη ΙΙΙ
Ορισμός 1: Δεν αναμένονται θάνατοι ενώ σε σχετικά μικρό αριθμό ατόμων αναμένονται βλάβες στην υγεία τους. Η διάσωση γίνεται κυρίως με ίδια μέσα από τον πληθυσμό και σε λίγες περιπτώσεις από τα σωστικά συνεργεία.
Ζώνη κινδύνου ανάφλεξης 0 ή ζώνη 0
Ορισμός 1: Είναι περιοχή στην οποία υπάρχει αναφλέξιμο μίγμα αέριου - αέρα συνεχώς ή για μακρές περιόδους.
Ζώνη κινδύνου ανάφλεξης 1 ή ζώνη 1
Ορισμός 1: Είναι περιοχή στην οποία είναι πιθανό να υπάρχει αναφλέξιμο μίγμα αέριου - αέρα υπό συνθήκες κανονικής λειτουργίας.
Ζώνη κινδύνου ανάφλεξης 2 ή ζώνη 2
Ορισμός 1: Είναι περιοχή στην οποία δεν είναι πιθανό να υπάρχει αναφλέξιμο μίγμα αέριου - αέρα υπό συνθήκες κανονικής λειτουργίας και, αν δημιουργηθεί, θα διαρκέσει μόνο για σύντομο χρονικό διάστημα.
Ζώνη περιορισμού
Ορισμός 1: Ζώνη η οποία διαχωρίζει το όριο κίνησης του πεζού με το υπόλοιπο οδικό περιβάλλον.
Ζώνη πρόσοψης κτιρίων
Ορισμός 1: Ζώνη που γενικά δεν χρησιμοποιείται για την μετακίνηση των πεζών, αλλά εξυπηρετεί την είσοδο/έξοδο από τα παρακείμενα κτίρια, την εξυπηρέτηση των παρακείμενων καταστημάτων.
Ζώνη ύδρευσης
Ορισμός 1: Νοείται μια γεωγραφικά οριοθετημένη περιοχή, εντός της οποίας το νερό ανθρώπινης κατανάλωσης προέρχεται από μία ή περισσότερες πηγές και εντός της οποίας η ποιότητα του νερού μπορεί να θεωρηθεί κατά προσέγγιση ομοιόμορφη.
Ηλεκτρική εγκατάσταση
Ορισμός 1: Σύνολο ηλεκτρολογικών υλικών που έχουν κατάλληλα επιλεγμένα χαρακτηριστικά τα οποία διασυνδέονται μεταξύ τους ώστε να επιτελούν συγκεκριμένο σκοπό.
Ηλεκτρικό ή ηλεκτροκίνητο όχημα (Η/Ο)
Ορισμός 1: Μηχανοκίνητο όχημα εξοπλισμένο με σύστημα μετάδοσης της κίνησης το οποίο περιέχει τουλάχιστον μία μη περιφερειακή (εξωτερική, βοηθητική) ηλεκτρική μηχανή ως μετατροπέα ενέργειας με ηλεκτρικό επαναφορτιζόμενο σύστημα αποθήκευσης ενέργειας, το οποίο μπορεί να επαναφορτίζεται εξωτερικά
Ηλεκτρικός και ηλεκτρονικός εξοπλισμός ή ΗΗΕ
Ορισμός 1: Ο εξοπλισμός του οποίου η ορθή λειτουργία εξαρτάται από ηλεκτρικά ρεύματα ή ηλεκτρομαγνητικά πεδία και ο εξοπλισμός για την παραγωγή, τη μεταφορά και τη μέτρηση των ρευμάτων και πεδίων αυτών, ο οποίος έχει σχεδιασθεί για να λειτουργεί υπό ονομαστική τάση έως 1 000 V εναλλασσόμενου ρεύματος ή έως 1.500 V συνεχούς ρεύματος.
Ηλεκτρομαγνητικά πεδία
Ορισμός 1: Τα στατικά ηλεκτρικά, τα στατικά μαγνητικά και τα χρονικώς μεταβαλλόμενα ηλεκτρικά, μαγνητικά και ηλεκτρομαγνητικά πεδία με συχνότητες έως 300 GHz.
Ορισμός 2: Ο χώρος εντός του οποίου ασκούνται δυνάμεις στα ηλεκτρικά φορτισμένα σωματίδια της ύλης. Ένα ηλεκτρομαγνητικό πεδίο χαρακτηρίζεται από μια ηλεκτρική συνιστώσα και μια μαγνητική συνιστώσα που σχετίζονται με την δύναμη επί ενός ακίνητου και κινουμένου ηλεκτρικά φορτισμένου σωματιδίου, αντίστοιχα.
Ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία
Ορισμός 1: Η ενέργεια που διαδίδεται μέσω του ελευθέρου χώρου με τη μορφή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων.
Ηλεκτρονική πολεοδομική ταυτότητα δήμου
Ορισμός 1: Ή ηλεκτρονική βάση στην οποία κάθε δήμος καταγράφει και ενημερώνει τα στοιχεία του ισχύοντος και υπό εκπόνηση πολεοδομικού σχεδιασμού, καθώς και τους κοινόχρηστους ή αδόμητους χώρους αυτού, με σκοπό την άμεση και πλήρη πρόσβαση κάθε ενδιαφερομένου στα ανωτέρω στοιχεία και πληροφορίες και τη δυνατότητα εποπτείας και επίσπευσης του σχεδιασμού. Η ηλεκτρονική πολεοδομική ταυτότητα είναι δυνατόν να τίθεται σε λειτουργία και ανά πολεοδομική ενότητα, προτού ολοκληρωθεί για το σύνολο του δήμου, εφόσον έχουν συγκεντρωθεί επαρκή διαθέσιμα στοιχεία.
Ηλεκτροπαραγωγό ζεύγος συγκόλλησης
Ορισμός 1: Κάθε περιστροφική διάταξη που παράγει ρεύμα συγκόλλησης.
Ηλιοθερμικός σταθμός
Ορισμός 1: Οι ηλιοστάτες, οι πύργοι ισχύος, το συγκρότημα ηλεκτρομηχανολογικού (η/μ) εξοπλισμού, ο λοιπός η/μ εξοπλισμός, που είναι απαραίτητος για τη λειτουργία του σταθμού, συμπεριλαμβανομένων τυχόν εφεδρικών ηλεκτροπαραγωγών ζευγών.
Ημερήσα στάθμη έκθεσης σε θόρυβο (LΕΧ,8h), [dB(A) ως προς 20 μPa]
Ορισμός 1: Χρονικά σταθμισμένη μέση τιμή των σταθμών έκθεσης σε θόρυβο για οκτάωρη ημέρα εργασίας όπως ορίζεται από το διεθνές πρότυπο ISO 1999:1990, σημείο 3.6. Καλύπτει όλα τα είδη θορύβου που απαντώνται στο εργασιακό περιβάλλον, περιλαμβανομένου και του παλμικού.
Ημερομηνία έναρξης του πειραματικού μέρους
Ορισμός 1: Η ημερομηνία συγκεντρώσεως των πρώτων πειραματικών δεδομένων σχετικών με τη μελέτη.
Ημερομηνία περάτωσης της μελέτης
Ορισμός 1: Η ημερομηνία υπογραφής της τελικής εκθέσεως από τον διευθυντή της μελέτης.
Ημερομηνία περάτωσης του πειραματικού μέρους
Ορισμός 1: Η τελευταία ημερομηνία συγκεντρώσεως δεδομένων σχετικών με τη μελέτη.
Ημερομηνία περάτωσης του πειραματικού μέρους
Ορισμός 1: Η ημερομηνία υπογραφής του σχεδίου της μελέτης από τον διευθυντή της μελέτης.
Ημιτελές μηχάνημα
Ορισμός 1: Σύνολο το οποίο σχεδόν αποτελεί μηχάνημα αλλά δεν μπορεί από μόνο του να εκτελέσει συγκεκριμένη εφαρμογή. Ένα σύστημα μετάδοσης είναι ημιτελές μηχάνημα. Το ημιτελές μηχάνημα προορίζεται μόνον για ενσωμάτωση ή συναρμολόγηση σε άλλα μηχανήματα ή άλλα ημιτελή μηχανήματα ή εξοπλισμό προκειμένου να σχηματιστεί μηχάνημα στο οποίο εφαρμόζεται η σχετική νομοθεσία.
Ηχητικό σήμα
Ορισμός 1: Κάθε κωδικό ηχητικό σήμα που εκπέμπεται από ειδική συσκευή χωρίς χρήση ανθρώπινης ή συνθετικής φωνής.
Θαλάσσιος χωροταξικός σχεδιασμός
Ορισμός 1: Η διαδικασία με την οποία η αρμόδια αρχή αναλύει και οργανώνει τις ανθρώπινες δραστηριότητες στις θαλάσσιες περιοχές για να επιτευχθεί η σύνθεση οικολογικών, περιβαλλοντικών, οικονομικών, κοινωνικών και πολιτιστικών παραμέτρων με στόχο την προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης των θαλάσσιων οικονομιών και των θαλάσσιων περιοχών και τη βιώσιμη χρήση των θαλάσσιων πόρων.
Θαμμένες δεξαμενές ή τελείως σκεπασμένες µε χώμα δεξαμενές
Ορισμός 1: Δεξαμενή η οποία είναι θαμμένη στο έδαφος έτσι ώστε δεν υπάρχει τμήμα της δεξαμενής στην οροφή ή στο περίβλημα που να µην είναι θαμμένο εκτός από τα εξαρτήματα που στερεώνονται στη δεξαμενή και βρίσκονται στο επίπεδο του εδάφους.
Θερμές εργασίες
Ορισμός 1:
Η ηλεκτροσυγκόλληση, η κοπή, η χρήση φλόγας ή ηλεκτρικού τόξου ή οποιουδήποτε εξοπλισμού που μπορεί να προκαλέσει θερμότητα, φλόγα ή σπινθήρα, καθώς και το καλαφάτισμα, ή στεγανοποίηση, το πελέκημα, το τρύπημα, το κάρφωμα (καθήλωση) και οποιαδήποτε άλλη εργασία παραγωγής θερμότητας, εκτός εάν εκτελείται με τέτοιο τρόπο ώστε να διατηρείται η θερμοκρασία των εργαλείων και της εργασίας κάτω των 100 0C.
Ορισμός 2: Οι εργασίες που παράγουν φωτιά, φλόγα, θερμότητα, σπινθήρα, ή ηλεκτρικό τόξο.
Ορισμός 3: Οι εργασίες συγκόλλησης, κοπής, πυράκτωσης και κάθε εργασία που συνεπάγεται τη χρήση των οργάνων ή συσκευών, που παράγουν φωτιά, φλόγα, θερμότητα, σπινθήρες ή ηλεκτρικά τόξα.
Θερμή εργασία
Ορισμός 1: Η εργασία συγκόλλησης, κοπής, πυράκτωσης και κάθε εργασία που συνεπάγεται τη χρήση των οργάνων ή συσκευών, που παράγουν φωτιά, φλόγα, θερμότητα, σπινθήρες ή ηλεκτρικά τόξα.
Θερμή εργασία επισκευής
Ορισμός 1: Η εργασία συγκόλλησης, κοπής, πυράκτωσης και γενικά κάθε εργασία επισκευής που συνεπάγεται τη χρήση οργάνων ή συσκευών που παράγουν φωτιά, φλόγα, σπινθήρες ή ηλεκτρικά τόξα.
Θερμοκρασίες λειτουργίας
Ορισμός 1: Οι μέγιστες τιμές της περιοχής θερμοκρασιών, που αναφέρονται στον παρακάτω Πίνακα 1, στις οποίες είναι εγγυημένη η ασφαλής και ορθή λειτουργία του ειδικού εξαρτήματος και για τις οποίες έχει σχεδιαστεί και εγκριθεί.
Θέση εργασίας
Ορισμός 1: Το σύνολο του εξοπλισμού που περιλαμβάνει οθόνη οπτικής απεικόνισης, εφοδιασμένο ενδεχομένως με πληκτρολόγιο ή άλλη διάταξη εισόδου δεδομένων, ή/και με λογισμικό που καθορίζει τη διασύνδεση χρήστη-συσκευής, με προαιρετικά εξαρτήματα, με περιφερειακά, περιλαμβανομένων και μονάδας δισκετών, τηλεφώνου, ταλαντωτή/ αποταλαντωτή, εκτυπωτή, αναλογίου για έγγραφα, καθίσματος και τραπεζιού εργασίας ή άλλης επιφάνειας εργασίας, καθώς και το άμεσο περιβάλλον εργασίας.
Ορισμός 2: Ο τόπος όπου βρίσκεται η βασική εγκατάσταση της επιχείρησης στην οποία εκτελεί καθήκοντα ο διενεργών κινητές δραστηριότητες οδικών μεταφορών, καθώς και οι διάφορες δευτερεύουσες εγκαταστάσεις της, είτε αυτές συμπίπτουν είτε όχι με την έδρα της επιχείρησης ή τις βασικές της εγκαταστάσεις, το όχημα το οποίο χρησιμοποιεί ο εκτελών κινητές δραστηριότητες οδικών μεταφορών όταν εκτελεί καθήκοντα και κάθε άλλος χώρος όπου εκτελούνται οι δραστηριότητες που συνδέονται με τη διενέργεια της μεταφοράς.
Θέση σε λειτουργία
Ορισμός 1: Η πρώτη χρησιμοποίηση του προϊόντος από τον τελικό χρήστη μέσα στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα.
Ορισμός 2: Η λειτουργία μίας διάταξης ψυχαγωγίας για πρώτη φορά από τον υπεύθυνο εκμετάλλευσης ύστερα από το στάδιο παραλαβής της και πριν από την έναρξη της εμπορικής εκμετάλλευσής της.
Θετικά μέτρα
Ορισμός 1: Πράξεις και αποφάσεις που λαμβάνονται από τη διοίκηση οι οποίες αποσκοπούν στην εξάλειψη των έμφυλων ανισοτήτων, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 116 του Συντάγματος.
Θετικές δράσεις
Ορισμός 1: Η ανάληψη κάθε πρωτοβουλίας των αρμόδιων κρατικών ή αυτοδιοικητικών οργάνων για την πρόληψη των έμφυλων ανισοτήτων και για την ευαισθητοποίηση του κοινωνικού συνόλου σε σχέση με αυτές.
Θεωρημένα διαγράμματα σύνδεσης ή θεωρημένα διαγράμματα
Ορισμός 1: Τα διαγράμματα, τα οποία αποτυπώνουν τον τρόπο σύνδεσης του σταθμού με το Σύστημα ή το Δίκτυο και τα οποία, μέχρι τη λειτουργία της κατάλληλης γεωπληροφοριακής πλατφόρμας, θεωρούνται από τον αρμόδιο Διαχειριστή.
Θεωρητικός πληθυσμός
Ορισμός 1: Είναι ο τεχνικός (θεωρητικός) υπολογισμός των ατόμων του καταστήματος ως βάση υπολογισμού για τη λήψη των κατάλληλων μέτρων και μέσων πυροπροστασίας, χωρίς να αποτελεί κριτήριο του μέγιστου πληθυσμού που δύναται να συγκεντρωθεί.