Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Πρωτεύουσες καρτέλες
Βλέπετε τις εγγραφές : 451 - 500, σε σύνολο 975
Όρος: Plasma
Μετάφραση: Πλάσμα
Συντομογραφία: PAW
Όρος: Plasma Arc Welding
Μετάφραση: Συγκόλληση τόξου πλάσματος
Όρος: Plasma concentrations
Μετάφραση: Συγκεντρώσεις στο πλάσμα
Όρος: Plasma-cutting
Μετάφραση: Κοπή με πλάσμα
Όρος: Plasmin
Μετάφραση: Πλασμίνη
Όρος: Plasmochin or pamaquine
Μετάφραση: Πλασμοχίνη ή παμακίνη
Όρος: Plaster
Μετάφραση: Επίχρισμα
Όρος: Plastering
Μετάφραση: Επικονίαμα
Όρος: Plastic material
Μετάφραση: Πλαστικό υλικό
Όρος: Plasticiser
Μετάφραση: Πλαστικοποιητής
Όρος: Plasticizer
Μετάφραση: Πλαστικοποιητής
Όρος: Plastics
Μετάφραση: Πλαστικά
Όρος: Plastics material
Μετάφραση: Πλαστικό υλικό
Όρος: Plate beam splitter
Μετάφραση: Πλάκα διαχωριστή
Όρος: Plate theory
Μετάφραση: Θεωρία των πλακών
Όρος: Platelet factor
Μετάφραση: Αιμοπεταλικός παράγοντας
Όρος: Platform
Μετάφραση: Εξέδρα (πλατφόρμα)
Όρος: Platinum
Μετάφραση: Λευκόχρυσος ή πλατίνιο (Pt)
Όρος: Platinum electrode
Μετάφραση: Ηλεκτρόδια λευκόχρυσου
Όρος: Platinum wire flame test
Μετάφραση: Σύρμα λευκοχρύσου για πυροχημική ανάλυση
Όρος: Plier
Μετάφραση: Πένσα
Όρος: Plot
Μετάφραση: Διάγραμμα ή γραφική παράσταση
Όρος: Ploutonium
Μετάφραση: Πλουτώνιο (Pu)
Όρος: Plug
Μετάφραση: Ρευματολήπτης
Όρος: Plug fuse
Μετάφραση: Ασφάλεια κοχλιωτή
Συντομογραφία: PHEV
Όρος: Plug-in hybrid electric vehicles
Μετάφραση: Επαναφορτιζόμενα υβριδικά με ηλεκτρική ενέργεια από εξωτερική πηγή οχήματα
Όρος: Plumber
Μετάφραση: Υδραυλικός
Όρος: Pneumatic pick
Μετάφραση: Κρουστική σφύρα
Όρος: Pneumatic tools
Μετάφραση: Εργαλεία πεπιεσμένου αέρα
Όρος: Pneumatic trough
Μετάφραση: Γυάλινη λεκάνη συλλογής αερίων
Όρος: Pneumatic vices
Μετάφραση: Σφιγκτήρες πεπιεσμένου αέρα
Όρος: Pneumoconioses caused by dusts of silicates
Μετάφραση: Πνευμονοκονιάσεις οφειλόμενες σε σκόνες πυριτικών ορυκτών
Όρος: Pneumoconiosis
Μετάφραση: Πνευμονοκονίωση
Όρος: Point detector
Μετάφραση: Σημειακός ανιχνευτής
Όρος: Point epidemics
Μετάφραση: Σημειακή επιδημία
Όρος: Point of entry
Μετάφραση: Σημείο εισόδου
Όρος: Poison
Μετάφραση: Δηλητήριο
Όρος: Poisoning
Μετάφραση: Δηλητηρίαση
Όρος: Poisoning remedies
Μετάφραση: Αντίδοτα δηλητηρίασης
Όρος: Poisson regression
Μετάφραση: Εξάρτηση κατά Poisson
Όρος: Polar
Μετάφραση: Πολικός
Συντομογραφία: PLM
Όρος: Polarized light microscopy
Μετάφραση: Μικροσκοπία πολωμένου φωτός
Όρος: Pole
Μετάφραση: Πόλος
Όρος: Policy
Μετάφραση: Πολιτική
Όρος: Policy makers
Μετάφραση: Αρμόδιοι χάραξης πολιτικής
Όρος: Polish grinding
Μετάφραση: Στιλβολείανση
Όρος: Polisher
Μετάφραση: Στιλβωτής ή συσκευή στίλβωσης
Όρος: Polishing
Μετάφραση: Στίλβωση, λείανση
Όρος: Polishing machines
Μετάφραση: Στιλβωτικές μηχανές
Όρος: Pollutant
Μετάφραση: Ρύπος