Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Πρωτεύουσες καρτέλες
Βλέπετε τις εγγραφές : 351 - 400, σε σύνολο 975
Όρος: Photoelectric element
Μετάφραση: Φωτοηλεκτρικό στοιχείο
Όρος: Photoelectron spectroscopy
Μετάφραση: Φωτοηλεκτρονική φασματοσκοπία
Όρος: Photoionization
Μετάφραση: Φωτοϊονισμού
Συντομογραφία: PID
Όρος: Photoionization detection
Μετάφραση: Ανίχνευση φωτοϊοντισμού
Όρος: Photolysis
Μετάφραση: Φωτόλυση
Όρος: Photometric data
Μετάφραση: Φωτομετρικά δεδομένα
Όρος: Photosensitivity
Μετάφραση: Φωτοευαισθησία
Όρος: Phototoxicity
Μετάφραση: Φωτοτοξικότητα
Όρος: Phototubes
Μετάφραση: Φωτολυχνίες
Όρος: Photovoltaic cells
Μετάφραση: Φωτοβολταϊκά στοιχεία
Όρος: Phthalamide
Μετάφραση: Φθαλαμίδιο
Όρος: Phthalates
Μετάφραση: Εστέρες του φθαλικού οξέος
Όρος: Phthalic acid
Μετάφραση: Φθαλικό οξύ
Όρος: Phthalic acid diallyl ester
Μετάφραση: Φθαλικός διαλλυλεστέρας
Όρος: Phthalic acid dichloride o-
Μετάφραση: Διχλωρίδιο του ο-φθαλικού οξέος
Όρος: phthalic acid m- see isophthalic acid
Μετάφραση:
Όρος: Phthalic acids
Μετάφραση: Φθαλικά οξέα
Όρος: Phthalic acids, halogenated derivatives
Μετάφραση: Υδρογονωμένα παράγωγα φθαλικών οξέων
Όρος: Phthalic acids, hydrogenated
Μετάφραση: Φθαλικά οξέα, υδρογονωμένα
Όρος: Phthalic anhydride
Μετάφραση: Φθαλικός ανυδρίτης
Όρος: Phthalic anhydride, hydrogenated
Μετάφραση: Φθαλικός ανυδρίτης, υδρογονωμένος
Όρος: Phthalimidomalonic ester
Μετάφραση: Φθαλιμιδομηλονικός εστέρας
Όρος: Phthalodinitrile
Μετάφραση: Φθαλοδινιτρίλιο
Όρος: Phthalodinitrile, m-isomer,
Μετάφραση: m–φθαλοδινιτρίλιο,
Όρος: Phthalodinitrile, o-isomer,
Μετάφραση: o-φθαλοδινιτρίλιο
Όρος: Physical agent
Μετάφραση: Φυσικός παράγοντας
Όρος: Physical fatigue
Μετάφραση: Σωματική κόπωση
Όρος: Physical harm
Μετάφραση: Σωματική βλάβη
Όρος: Physical hazards
Μετάφραση: Φυσικοί κίνδυνοι
Όρος: physical nature
Μετάφραση: Φυσική μορφή
Όρος: Physical parameters
Μετάφραση: Φυσικές παράμετροι
Όρος: Physical properties
Μετάφραση: Φυσικές ιδιότητες
Όρος: Physical state
Μετάφραση: Φυσική κατάσταση
Όρος: Physical violence
Μετάφραση: Σωματική βία
Όρος: Physical work
Μετάφραση: Σωματική εργασία
Όρος: Physico-chemical origin
Μετάφραση: Φυσικοχημική προέλευση
Όρος: Physicochemical properties
Μετάφραση: Φυσικοχημικές ιδιότητες
Όρος: Physics
Μετάφραση: Φυσική
Όρος: Physiological work measurement
Μετάφραση: Μέτρηση φυσιολογίας της εργασίας
Συντομογραφία: PBPK
Όρος: Physiologically based pharmacokinetic
Μετάφραση: Τοξικοκινητικό μοντέλο βασισμένο στην ανθρώπινη φυσιολογία
Όρος: Physiology
Μετάφραση: Φυσιολογία
Όρος: Physiotherapy (UK) or physical therapy (USA)
Μετάφραση: Φυσικοθεραπεία, φυσιοθεραπεία
Όρος: PIC procedure
Μετάφραση: Διαδικασία ΣΜΕ
Όρος: Picaridin
Μετάφραση: Πικαριδίνη
Όρος: pick-list
Μετάφραση: Κατάλογος επιλογής
Όρος: pickling processes
Μετάφραση: Καθαρισμός με οξέα
Όρος: Pickup balers
Μετάφραση: Ανυψωτικά περισυλλογής δεμάτων
Συντομογραφία: ATCP
Όρος: Picloram or 4-amino-3,5,6-trichloro-picolimic acid, 4-amino-3,5,6-trichloropyridine-2-carboxylic acid
Μετάφραση: Πιχλωράμ ή 4-αμινο-3,5,6-τριχλωρο πικολιμικό οξύ
Όρος: Picoline
Μετάφραση: Πικολίνη
Όρος: Picolinic acid
Μετάφραση: Πικολινικό οξύ