Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων

Βλέπετε τις εγγραφές : 551 - 600, σε σύνολο 975
| 1 | 2 | 3 | 4 | A | B | C | D | E | F | G | H | I | J | K | L | M | N | O | P | Q | R | S | T | U | V | W | X | Y | Z | Ε
Όρος: Population effects
Μετάφραση: Επιδράσεις στον πληθυσμό

Όρος: Porcelain
Μετάφραση: Πορσελάνη

Όρος: Porosity
Μετάφραση: Πορώδες

Όρος: Porphin or porphyrin
Μετάφραση: Πορφυρίνη

Συντομογραφία: PCP
Όρος: Port contingency plan
Μετάφραση: Εγκεκριμένο σχέδιο έκτακτης ανάγκης του φορέα διοίκησης ή εκμετάλλευσης του λιμένα

Όρος: Portable
Μετάφραση: Φορητός

Όρος: portable accumulator
Μετάφραση: Φορητός συσσωρευτής

Όρος: Portable apparatus
Μετάφραση: Φορητή συσκευή

Όρος: portable battery
Μετάφραση: φορητή ηλεκτρική στήλη

Όρος: Portable chain saw
Μετάφραση: Φορητό αλυσοπρίονο

Όρος: Portable pump
Μετάφραση: Φορητή αντλία

Όρος: Portable tank
Μετάφραση: Φορητή δεξαμενή

Όρος: Portable tank operator
Μετάφραση: χειριστής εμπορευματοκιβωτίου δεξαμενής, Χειριστής φορητής δεξαμενής

Όρος: Portland cement
Μετάφραση: Τσιμέντο Πόρτλαντ

Συντομογραφία: PC
Όρος: Positive control
Μετάφραση: Θετικός μάρτυρας

Όρος: Possibilities of development
Μετάφραση: Δυνατότητες εξέλιξης

Όρος: Possible risk
Μετάφραση: Πιθανός κίνδυνος

Όρος: Possible risk of harm to the unborn child
Μετάφραση: Πιθανός κίνδυνος δυσμενών επιδράσεων στο έμβρυο κατά τη διάρκεια της κύησης

Όρος: Possible risk of harm to the unborn child
Μετάφραση: Πιθανός κίνδυνος δυσμενών επιδράσεων στο έμβρυο κατά τη διάρκεια της κύησης

Όρος: Possible risk of impaired fertility
Μετάφραση: Πιθανός κίνδυνος για εξασθένιση της γονιμότητας

Όρος: Possible risk of impaired fertility
Μετάφραση: Πιθανός κίνδυνος για εξασθένιση της γονιμότητας

Όρος: Possible risk of irreversible effects
Μετάφραση: Πιθανοί κίνδυνοι μόνιμων επιδράσεων

Όρος: Possible risk of irreversible effects.
Μετάφραση: Πιθανοί κίνδυνοι μόνιμων επιδράσεων

Όρος: Post balance sheet events
Μετάφραση: Μεταγενέστερα του ισολογισμού (οψιγενή) γεγονότα

Όρος: Post Natal
Μετάφραση: Λεχώνα

Όρος: Post-traumatic stress syndrome
Μετάφραση: Σύνδρομο του μετατραυματικού άγχους

Όρος: Postures
Μετάφραση: Στάσεις εργασίας

Όρος: Potassa see potassium hydroxide
Μετάφραση:

Όρος: Potassium
Μετάφραση: Κάλιο ή ποτάσσιο

Όρος: Potassium alkylbenzene sulphonate
Μετάφραση: Αλκυλοβενζυλοθειικό κάλιο

Όρος: Potassium alkylbenzene sulphonate
Μετάφραση: Αλκυλοβενζυλοθειικό κάλιο

Όρος: Potassium benzoate
Μετάφραση: Βενζοϊκό κάλιο

Όρος: Potassium bicarbonate
Μετάφραση: Όξινο ανθρακικό κάλιο

Όρος: Potassium bromate
Μετάφραση: Βρωμικό κάλιο

Όρος: Potassium bromide
Μετάφραση: Βρωμιούχο κάλιο

Όρος: Potassium butoxide
Μετάφραση: Βουτοξείδιο του καλίου

Όρος: Potassium carbonate
Μετάφραση: Ανθρακικό κάλιο

Όρος: Potassium chlorate
Μετάφραση: Χλωρικό κάλιο

Όρος: Potassium chloride
Μετάφραση: Χλωριούχο κάλιο

Όρος: Potassium chromate
Μετάφραση: Χρωμικό κάλιο

Όρος: Potassium citrate
Μετάφραση: Κιτρικό κάλιο

Όρος: Potassium dibromopropionate
Μετάφραση: Διβρωμοπροπιονικό κάλιο

Όρος: Potassium dichromate
Μετάφραση: Διχρωμικό κάλιο

Όρος: Potassium hydroxide or potassa caustic potash
Μετάφραση: Υδροξείδιο του καλίου ή ποτάσσα

Όρος: Potassium iodide
Μετάφραση: Ιωδιούχο κάλιο

Όρος: Potassium iodite
Μετάφραση: Ιωδικό κάλιο

Όρος: Potassium lauryl ether sulphate
Μετάφραση: Δωδεκυλοθειικό κάλιο

Όρος: Potassium nitrate
Μετάφραση: Νιτρικό κάλιο ή νίτρο

Όρος: Potassium oleate
Μετάφραση: Ελαϊκό κάλιο

Όρος: Potassium perchlorate
Μετάφραση: Υπερχλωρικό κάλιο

Ακολουθήστε μας