Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Πρωτεύουσες καρτέλες
Βλέπετε τις εγγραφές : 651 - 700, σε σύνολο 975
Όρος: Precipitate
Μετάφραση: Ίζημα
Όρος: Precipitation
Μετάφραση: Καθίζηση
Όρος: Precipitation inhibitor
Μετάφραση: Παρεμποδιστής καθίζησης
Όρος: Precision
Μετάφραση: Πιστότητα, επαναληπτικότητα, Ακρίβεια
Όρος: Precursor ion
Μετάφραση: Μητρικό ιόν
Όρος: Predecessor auditor
Μετάφραση: Προηγούμενος ελεγκτής
Συντομογραφία: PEC
Όρος: Predicted environmental concentration
Μετάφραση: Προβλεπόμενη περιβαλλοντική συγκέντρωση
Συντομογραφία: PMV
Όρος: Predicted Mean Vote
Μετάφραση: Προβλεπόμενη Μέση Ψήφος
Συντομογραφία: PNEC
Όρος: Predicted No Effect Concentration
Μετάφραση: Προβλεπόμενη συγκέντρωση χωρίς επιπτώσεις (ΠΣΑΕ)
Συντομογραφία: PPD
Όρος: Predicted Percentage of Dissatisfied
Μετάφραση: Προβλεπόμενο ποσοστό δυσαρέσκειας
Όρος: Prediction Model
Μετάφραση: Προγνωστικό μοντέλο
Όρος: Predictive capacity
Μετάφραση: Προγνωστική ικανότητα
Όρος: Predictivity
Μετάφραση: Προγνωστικότητα
Συντομογραφία: PHSWC
Όρος: Prefectoral Hygiene and Safety at Work Committee
Μετάφραση: Νομαρχιακή Επιτροπή Υγιεινής και Ασφάλειας της Εργασίας (ΝΕΥΑΕ)
Όρος: Pregnancy
Μετάφραση: Εγκυμοσύνη
Όρος: Pregnaneone
Μετάφραση: Πρεγνανεόνη
Όρος: Pregnant woman
Μετάφραση: Έγκυος
Όρος: Pregnant workers
Μετάφραση: Έγκυες εργαζόμενες
Όρος: Prehnitene or 1,2,3,4-tetramethylbenzene
Μετάφραση: Πρενιτόλιο ή 1,2,3,4-τετραμεθυλοβενζόλιο
Συντομογραφία: PARERE
Όρος: Preliminary analysis of regulatory relevance
Μετάφραση: Προκαταρκτική ανάλυση της κανονιστικής σημασίας
Όρος: Preparation
Μετάφραση: Παρασκευή, παρασκεύασμα
Όρος: Preparedness
Μετάφραση: Ετοιμότητα
Με σχετικά Links:
Ν. 4662/2020 (ΦΕΚ 27/Α` 7.2.2020) (άρθρο 1§9)
Όρος: preparing for re-use
Μετάφραση: προετοιμασία για επαναχρησιμοποίηση
Όρος: Prepolymer
Μετάφραση: Προπολυμερές
Όρος: Presence of dangerous substances
Μετάφραση: Ύπαρξη επικίνδυνων ουσιών
Όρος: Present value
Μετάφραση: Παρούσα αξία
Όρος: Presentation and disclosure (of information)
Μετάφραση: Παράθεση (πληροφοριών)
Όρος: Preservative
Μετάφραση: Συντηρητικό
Όρος: Presidencial decree
Μετάφραση: Προεδρικό διάταγμα (Π.Δ)
Όρος: Press
Μετάφραση: Πρέσα
Όρος: Press brakes
Μετάφραση: Στράντζες
Όρος: Press welder
Μετάφραση: Πιεστήριο συγκόλλησης
Όρος: Pressing
Μετάφραση: Προώθηση (πρέσα)
Όρος: Pressure
Μετάφραση: Πίεση
Όρος: Pressure drum
Μετάφραση: Βαρέλι πίεσης
Όρος: Pressure receptacle
Μετάφραση: Δοχείο πίεσης
Συντομογραφία: PRD
Όρος: pressure relief device
Μετάφραση: Διάταξη εκτόνωσης της πίεσης
Όρος: Pressure relief valve
Μετάφραση: Περιοριστήρας πίεσης (ασανσέρ)
Όρος: Pressure surge
Μετάφραση: Υδραυλικό πλήγμα
Όρος: Pressure systems
Μετάφραση: Συστήματα πίεσης
Όρος: Pressure vessel
Μετάφραση: Δοχείο πίεσης
Όρος: Pressure, stress
Μετάφραση: Πίεση, τάση
Όρος: Pressure-gas welding
Μετάφραση: Συγκόλληση με συμπίεση (σύνθλιψη) και αέριο
Όρος: Pressurized apparatus
Μετάφραση: Συσκευές υπό πίεση
Όρος: Pressurized container
Μετάφραση: Περιέκτης υπό πίεση
Όρος: Pressurized container: Do not pierce or burn, even after use
Μετάφραση: Περιέκτης υπό πίεση: Να μην τρυπηθεί ή καεί ακόμη και μετά τη χρήση
Όρος: Pressurized gas cartridge
Μετάφραση: Υψηλής πίεσης κύλινδρος, δοχείο αερολύματος
Όρος: Prevalence
Μετάφραση: Επιπολασμός
Όρος: Prevalence ratio
Μετάφραση: Επικρατούσα αναλογία