Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων

Βλέπετε τις εγγραφές : 851 - 900, σε σύνολο 975
| 1 | 2 | 3 | 4 | A | B | C | D | E | F | G | H | I | J | K | L | M | N | O | P | Q | R | S | T | U | V | W | X | Y | Z | Ε
Όρος: Protactinium
Μετάφραση: Πρωτακτίνιο

Όρος: Protect from moisture
Μετάφραση: Προστατέψτε από την υγρασία

Όρος: Protect from moisture.
Μετάφραση: Προστατέψτε από την υγρασία

Όρος: Protect from sunlight
Μετάφραση: Να προστατεύεται από τις ηλιακές ακτίνες

Όρος: Protect from sunlight
Μετάφραση: Να προστατεύεται από τις ηλιακές ακτίνες

Όρος: Protect from sunlight
Μετάφραση: Να προστατεύεται από τις ηλιακές ακτίνες

Όρος: Protect from sunlight
Μετάφραση: Να προστατεύεται από τις ηλιακές ακτίνες

Όρος: Protected IBC
Μετάφραση: Προστατευόμενο IBC

Όρος: protected zones
Μετάφραση: Προστατευμένες ζώνες

Όρος: Protection
Μετάφραση: Προστασία ή προφύλαξη

Όρος: Protection against corrosion
Μετάφραση: Αντιδιαβρωτική προστασία

Όρος: Protection of particularly sensitive areas
Μετάφραση: Προστασία ευαίσθητων περιοχών

Όρος: Protection of Pregnant, Post Natal and Breastfeeding Employees
Μετάφραση: Προστασία Εγκύων, Λεχώνων και Γαλουχουσών Εργαζομένων

Όρος: Protection of stranded ends
Μετάφραση: Προστασία πολύκλωνων άκρων

Όρος: Protection target
Μετάφραση:

Όρος: Protective and preventive services
Μετάφραση: Υπηρεσίες προστασίας και πρόληψης

Όρος: Protective apron
Μετάφραση: Προστατευτική ποδιά

Όρος: Protective cap
Μετάφραση: Προστατευτικό πώμα

Όρος: Protective clothing
Μετάφραση: Προστατευτική ενδυμασία

Όρος: Protective devices
Μετάφραση: Προστατευτικές συσκευές

Συντομογραφία: PELV
Όρος: Protective extra-low voltage
Μετάφραση: Πολύ χαμηλή τάση προστασίας

Όρος: Protective film
Μετάφραση: Προστατευτικό υμένιο

Όρος: Protective gloves
Μετάφραση: Προστατευτικά γάντια

Όρος: Protective measure
Μετάφραση: Προστατευτικό μέτρο, μέτρο προστασίας

Όρος: Protective system
Μετάφραση: Σύστημα προστασίας

Όρος: Protective work socks
Μετάφραση: Προστατευτικές κάλτσες εργασίας

Όρος: Protein
Μετάφραση: Πρωτεΐνη

Όρος: Protein foam
Μετάφραση: Πρωτεϊνικός αφρός

Όρος: Protium
Μετάφραση: Πρώτιο

Όρος: Protocol
Μετάφραση: Πρωτόκολλο

Όρος: Protocol concerning cooperation in combating pollution of the Mediterranean Sea by oil and other harmful substances in cases of emergency, Barcelona
Μετάφραση: Πρωτόκολλο για τη συνεργασία στην καταπολέμηση της ρυπάνσεως της Μεσογείου Θαλάσσης από υδρογονάνθρακες και άλλες επιβλαβείς ουσίες σε κρίσιμες καταστάσεις, Βαρκελώνη

Όρος: Protocol concerning Mediterranean specially protected areas, Geneva
Μετάφραση: Πρωτόκολλο για τις ειδικά προστατευόμενες περιοχές της Μεσογείου, Γενεύη

Συντομογραφία: PSP
Όρος: Protocol for a specific purpose
Μετάφραση: Πρωτόκολλο για ειδικό σκοπό

Όρος: Protocol for the protection of the Mediterranean Sea against pollution from land-based sources, Athens
Μετάφραση: Πρωτόκολλο για την προστασία της Μεσογείου Θαλάσσης από τη ρύπανση από χερσαίες πηγές, Αθήνα

Όρος: Proton
Μετάφραση: Πρωτόνιο

Όρος: Provocation tests
Μετάφραση: Δοκιμή πρόκλησης

Όρος: Prussic acid see hydrogen cyanide
Μετάφραση:

Όρος: Pseudocumene or 1,2,4-trimethylbenzene
Μετάφραση: Ψευδοκουμόλιο ή 1,2,4-τριμεθυλοβενζόλιο

Όρος: Pseudotropine
Μετάφραση: Ψευδοτροπίνη

Όρος: Psicose
Μετάφραση: Ψικόζη

Όρος: Psychiatric disorders
Μετάφραση: Ψυχιατρικές διαταραχές

Όρος: Psychological agents
Μετάφραση: Ψυχολογικοί παράγοντες

Όρος: Psychological and organisational hazards
Μετάφραση: Ψυχολογικοί και οργανωτικοί κίνδυνοι

Όρος: Psychological climate
Μετάφραση: Ψυχολογικό κλίμα

Όρος: Psychosocial issues
Μετάφραση: Ψυχοκοινωνικοί παράγοντες

Όρος: Psychosocial work environment
Μετάφραση: Ψυχοκοινωνικό εργασιακό περιβάλλον

Όρος: Psychrophiles
Μετάφραση: Ψυχρόφιλα

Όρος: Psyllium
Μετάφραση: Καθαρτικό

Όρος: Public
Μετάφραση: Κοινό

Όρος: Public authority
Μετάφραση: Δημόσια αρχή

Ακολουθήστε μας