Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων

Βλέπετε τις εγγραφές : 201 - 250, σε σύνολο 975
| 1 | 2 | 3 | 4 | A | B | C | D | E | F | G | H | I | J | K | L | M | N | O | P | Q | R | S | T | U | V | W | X | Y | Z | Ε
Όρος: Permanent residence
Μετάφραση: Μόνιμη διανομή

Όρος: Permanent storage
Μετάφραση: Μόνιμη αποθήκευση

Όρος: Permanent workplaces
Μετάφραση: Μόνιμες θέσεις εργασίας

Όρος: permanganates
Μετάφραση: Υπερμαγγανικά

Όρος: Permeability
Μετάφραση: Διαπερατότητα

Όρος: Permeate
Μετάφραση: Διαπερνώ, διεισδύω, διαποτίζω

Όρος: Permeation
Μετάφραση: Διαποτισμός

Όρος: Permethrin
Μετάφραση: Περμεθρίνη

Συντομογραφία: PEL
Όρος: Permissible exposure limit (OSHA)
Μετάφραση: Όριο Επιτρεπτής Έκθεσης (του OSHA)

Όρος: Permit
Μετάφραση: Άδεια

Όρος: Permitted limit
Μετάφραση: Επιτρεπόμενο όριο

Όρος: Peroxide
Μετάφραση: Υπεροξείδιο

Όρος: Peroxyacetic acid
Μετάφραση: Υπεροξικό οξύ (C2H4O3)

Όρος: Peroxyacids
Μετάφραση: Υπεροξέα (RCOOOH)

Όρος: Peroxybenzoic acid
Μετάφραση: Υπεροξυβενζοϊκό οξύ (C7H6Ο3)

Όρος: Peroxyformic acid
Μετάφραση: Υπεροξυμυρμηκικό οξύ

Όρος: Persistency
Μετάφραση: Ανθεκτικότητα

Όρος: Persistent
Μετάφραση: Ανθεκτικός

Όρος: Persistent foaming
Μετάφραση: Έμμονος αφρισμός

Συντομογραφία: POPs
Όρος: Persistent Organic Pollutants
Μετάφραση: Παραμένοντες Οργανικοί Ρύποι, Έμμονοι Οργανικοί Ρύποι (ΕΟΠ)

Συντομογραφία: PBT
Όρος: Persistent, Bioaccumulative and Toxic substance
Μετάφραση: Ανθεκτική, βιοσυσσωρεύσιμη και τοξική ουσία (ΑΒΤ)

Συντομογραφία: POAC
Όρος: Person in overall advisory control
Μετάφραση: Πρόσωπο με γενικό συμβουλευτικό έλεγχο

Όρος: Personal buoyancy aids
Μετάφραση: Ατομικά βοηθήματα επίπλευσης

Όρος: Personal computer
Μετάφραση: Προσωπικός υπολογιστής

Όρος: Personal data
Μετάφραση: Προσωπικά δεδομένα

Όρος: Personal eye-protection
Μετάφραση: Μέσα ατομικής προστασίας ματιών

Συντομογραφία: PHP
Όρος: Personal hearing protectors
Μετάφραση: Ατομικά μέσα προστασίας της ακοής

Όρος: Personal hygiene
Μετάφραση: Ατομική υγιεινή

Όρος: Personal monitoring
Μετάφραση: Ατομική παρακολούθηση

Όρος: Personal protection
Μετάφραση: Ατομική προστασία

Συντομογραφία: PPE
Όρος: Personal protective equipment
Μετάφραση: Μέσα ατομικής προστασίας (ΜΑΠ)

Όρος: Personnel
Μετάφραση: Προσωπικό

Όρος: Personnel downsizing
Μετάφραση: Μείωση του προσωπικού

Όρος: Personnel selection
Μετάφραση: Επιλογή του προσωπικού

Όρος: Personnel turnover
Μετάφραση: Κινητικότητα προσωπικού

Όρος: Persons with special needs
Μετάφραση: Άτομα με ειδικές ανάγκες

Όρος: Persulfates
Μετάφραση: Υπερθειικά άλατα

Όρος: Pervasiveness
Μετάφραση: Διαχυτικότητα

Όρος: Pesticide
Μετάφραση: Φυτοφάρμακο

Συντομογραφία: PHED
Όρος: Pesticide handler exposure database
Μετάφραση:

Όρος: Petrol
Μετάφραση: Βενζίνη

Όρος: Petrol stations
Μετάφραση: Πρατήρια καυσίμων

Όρος: Petroleum coke see asphalt
Μετάφραση:

Όρος: Petroleum ether
Μετάφραση: Πετρελαϊκός αιθέρας

Όρος: Petroleum jelly
Μετάφραση: Βαζελίνη

Όρος: Petroleum or gas oil
Μετάφραση: Πετρέλαιο

Όρος: Petroleum products
Μετάφραση: Πετρελαϊκά προϊόντα, Παράγωγα πετρελαίου

Όρος: Petroleum spirit
Μετάφραση: Πετρελαϊκός αιθέρας

Όρος: pH neutraliser
Μετάφραση: Εξουδετερωτής pH

Όρος: Phagocytosis
Μετάφραση: Φαγοκυττάρωση

Ακολουθήστε μας