Ορισμοί

Βλέπετε τις εγγραφές : 1 - 50, σε σύνολο 110
A | D | E | F | G | I | J | L | N | O | P | R | S | T | Y |   | Α | Β | Γ | Δ | Έ | Ζ | Η | Θ | Ί | Κ | Λ | Μ | Ν | Ό | Π | Ρ | Σ | Τ | Υ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Σεξουαλική παρενόχληση
Ορισμός 1: Οποιαδήποτε μορφή ανεπιθύμητης λεκτικής, ψυχολογικής ή σωματικής συμπεριφοράς σεξουαλικού χαρακτήρα, με αποτέλεσμα την προσβολή της προσωπικότητας ενός προσώπου, ιδίως με τη δημιουργία εκφοβιστικού, εχθρικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού ή επιθετικού περιβάλλοντος γύρω από αυτό. Διατάξεις που προβλέπουν κυρώσεις για την επίδειξη τέτοιας συμπεριφοράς εφαρμόζονται ως ισχύουν.

Ορισμός 2: Όταν εκδηλώνεται ανεπιθύμητη συμπεριφορά συνδεόμενη με το φύλο ενός προσώπου, με σκοπό ή αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειας του προσώπου αυτού και τη δημιουργία εκφοβιστικού, εχθρικού, ταπεινωτικού, εξευτελιστικού ή επιθετικού περιβάλλοντος.

Σήμα δια χειρονομιών
Ορισμός 1: Κίνηση ή/και θέση των βραχιόνων ή/και των χεριών σύμφωνα με κωδική μορφή για την καθοδήγηση ατόμων που εκτελούν χειρισμούς οι οποίοι ενέχουν υπαρκτό ή πιθανό κίνδυνο για τους εργαζομένους.

Σήμα διάσωσης ή βοήθειας
Ορισμός 1: Κάθε σήμα που παρέχει ενδείξεις σχετικές με τις εξόδους κινδύνου ή τα μέσα βοήθειας ή διάσωσης.

Σήμα Ισότητας
Ορισμός 1: Τίτλος που χορηγείται από τη Γενική Γραμματεία Ισότητας των Φύλων στις επιχειρήσεις του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, ως επιβράβευση για την εφαρμογή πολιτικών ίσης μεταχείρισης και ίσων ευκαιριών των εργαζόμενων γυναικών και ανδρών.

Σήμα υποχρέωσης
Ορισμός 1: Κάθε σήμα που ορίζει μια συγκεκριμένη συμπεριφορά.

Σήμανση
Ορισμός 1: Η επίθεση επί του εξοπλισμού ορατής, ευανάγνωστης και ανεξίτηλης σήμανσης CΕ όπως ορίζεται στην απόφαση 93/465/ΕΟΚ, συνοδευόμενης από την αναγραφή της εγγυημένης στάθμης ακουστικής ισχύος.

Σήμανση CE
Ορισμός 1: Σήμανση διά της οποίας ο εγκαταστάτης ή ο κατασκευαστής δηλώνει ότι ο ανελκυστήρας ή το κατασκευαστικό στοιχείο ασφάλειας για ανελκυστήρες συμμορφώνεται προς τις ισχύουσες απαιτήσεις της ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης που προβλέπει την τοποθέτηση της σήμανσης αυτής.

Ορισμός 2: Σήμανση διά της οποίας ο κατασκευαστής δηλώνει ότι το εκρηκτικό συμμορφώνεται προς τις εφαρμοστέες απαιτήσεις της ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης που προβλέπει την τοποθέτηση της σήμανσης.

Σήμανση ασφάλειας ή/και υγείας
Ορισμός 1: Κάθε σήμανση η οποία, αναφερόμενη σε ένα ορισμένο αντικείμενο, δραστηριότητα ή κατάσταση, παρέχει μια ένδειξη ή οδηγίες σχετικά με την ασφάλεια ή/και την υγεία κατά την εργασία, ανάλογα με την περίπτωση, μέσω πινακίδας, χρώματος, φωτεινού ή ηχητικού σήματος, προφορικής ανακοίνωσης ή σήματος δια χειρονομιών.

Σήμανση π
Ορισμός 1: Σήμανση με την οποία αποδεικνύεται ότι ο μεταφερόμενος εξοπλισμός υπό πίεση συμμορφώνεται με τις εφαρμοστέες απαιτήσεις περί αξιολόγησης της συμμόρφωσης που καθορίζονται με τα παραρτήματα της κοινής υπουργικής απόφασης 35043/2524/2010 (Β΄1385) και με την παρούσα.

Σηματωρός
Ορισμός 1: Το άτομο που δίνει τα σήματα με χειρονομίες.

Σημεία πώλησης εμπορευμάτων ή προϊόντων
Ορισμός 1: Ο οριοθετημένος και διαμορφωμένος χώρος, όπου ασκείται λιανικό εμπόριο εμπορευμάτων ή προϊόντων, στα οποία περιλαμβάνονται τα τρόφιμα και τα ποτά.

Σημείο ανάφλεξης (Flash-point)
Ορισμός 1: Σημαίνει τη χαμηλότερη θερμοκρασία ενός υγρού όπου οι ατμοί του αποτελούν εύφλεκτο μείγμα με τον αέρα.

Σημείο ανάφλεξης (κλειστό δοχείο)
Ορισμός 1: Η χαμηλότερη θερμοκρασία στην οποία η εφαρμογή μιας μικρής φλόγας προκαλεί στα αέρια που βρίσκονται πάνω από το πετρελαιοειδές ανάφλεξη, όταν το προϊόν θερμαίνεται υπό καθορισμένες συνθήκες σε ένα κλειστό δοχείο. (Σχετικές π.χ. οι μέθοδοι ΙΡ 34, 113 και 170).

Σημείο Διασύνδεσης Περιοχής Οργανωμένης Ανάπτυξης
Σημείο επαναφόρτισης
Σημείο επαναφόρτισης κανονικής ισχύος
Σημείο επαναφόρτισης υψηλής ισχύος
Σημείο ροής υγρασίας
Ορισμός 1: Η εκατοστιαία περιεκτικότητα σε υγρασία (βάση υγρής μάζας) στην οποία αναπτύσσεται κατάσταση ροής κάτω από την προβλεπόμενη μέθοδο δοκιμής σε αντιπροσωπευτικό δείγμα του υλικού (βλέπε παράγραφο 1 του προσαρτήματος 2).

Σκάφος
Ορισμός 1: Το πλοίο ή το βοηθητικό ναυπήγημα κατά την έννοια των άρθρων 3 και 4 αντίστοιχα του Ν.Δ. 187/1973 (Α ́ 261) «Περί Κωδικός Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» όπως ισχύει, το οποίο δύναται να εξυπηρετηθεί ασφαλώς από το πλησίον του πρατηρίου, διαθέσιμο κρηπίδωμα ή προβλήτα παραβολής, σε συνδυασμό με την εξασφάλιση ύπαρξης εντός της λιμενολεκάνης απαιτούμενου χώρου (κύκλος ελιγμών) για την κίνησή του, από και προς το κρηπίδωμα - προβλήτα, χωρίς να παρεμποδίζεται η λειτουργικότητα του λιμένα.

Σκόνη (κονιορτός)
Ορισμός 1: Στερεά σωματίδια αιωρούμενα στον αέρα, παραγόμενα με μηχανικές μεθόδους ή με στροβιλισμό.

Σοβαρό ατύχημα
Ορισμός 1: «Σοβαρό ατύχημα», σε ό,τι αφορά σε εγκατάσταση ή συνδεδεμένη υποδομή, σημαίνει:
α) συμβάν που περιλαμβάνει έκρηξη, πυρκαγιά, απώλεια ελέγχου της γεώτρησης ή απελευθέρωση πετρελαίου, φυσικού αερίου ή επικίνδυνων ουσιών που συνοδεύεται από, ή είναι πολύ πιθανόν να προκαλέσει, βίαιο θάνατο ή σοβαρό τραυματισμό ανθρώπων,
β) συμβάν που έχει ως αποτέλεσμα σοβαρή ζημία στην εγκατάσταση ή τη συνδεδεμένη υποδομή και συνοδεύεται από ή είναι πολύ πιθανόν να προκαλέσει, βίαιο θάνατο ή σοβαρό τραυματισμό ανθρώπων,
γ) οποιοδήποτε άλλο συμβάν επιφέρει βίαιο θάνατο ή σοβαρό τραυματισμό πέντε ή περισσότερων ατόμων, τα
οποία βρίσκονται επί της υπεράκτιας εγκατάστασης από την οποία πηγάζει ο κίνδυνος ή τα οποία εμπλέκονται με υπεράκτια εργασία υδρογονανθράκων σχετιζόμενη με την εγκατάσταση ή τη συνδεδεμένη υποδομή, ή
δ) οποιοδήποτε σοβαρό περιβαλλοντικό συμβάν προκύπτει από τα αναφερόμενα στις περιπτώσεις α’, β’ και γ’.
Για να διαπιστωθεί εάν ένα συμβάν συνιστά σοβαρό ατύχημα κατά τις περιπτώσεις α’, β’ ή δ’, εγκατάσταση που υπό φυσιολογικές συνθήκες δεν είναι επανδρωμένη, αντιμετωπίζεται ως επανδρωμένη.

Σοβαρό περιβαλλοντικό συμβάν
Ορισμός 1: Σημαίνει συμβάν που προκαλεί ή θα μπορούσε να προκαλέσει σημαντικές δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον, κατά τους ορισμούς του Π.δ. 148/2009 (Α’ 190).

Σοβαρότητα της παράβασης
Ορισμός 1: O βαθμός βαρύτητας της παράβασης των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας.

Σταθερά ικριώματα
Ορισμός 1: Είναι μεταλλικές (σωληνωτές) ή ξύλινες κατασκευές, εξυπηρετούσαι τας, εις διάφορα ύψη εκτελουμένας εργασίας, εκ των αναφερομένων εις το άρθρο 1. (δηλ. επί εργασιών ανεγέρσεως, κατεδαφίσεως, επισκευής, διακοσμήσεως, χρωματισμού οικοδομών, ως και των εις αυτάς εκτελουμένων πάσης φύσεως μεταλλικών, μηχανουργικών, μηχανολογικών και ηλεκτρονικών εργασιών).

Σταθερά ικριώματα
Ορισμός 1: Είναι μεταλλικές (σωληνωτές) ή ξύλινες κατασκευές, εξυπηρετούσαι τας, εις διάφορα ύψη εκτελουμένας εργασίας, εκ των αναφερομένων εις το άρθρο 1. (δηλ. επί εργασιών ανεγέρσεως, κατεδαφίσεως, επισκευής, διακοσμήσεως, χρωματισμού οικοδομών, ως και των εις αυτάς εκτελουμένων πάσης φύσεως μεταλλικών, μηχανουργικών, μηχανολογικών και ηλεκτρονικών εργασιών).

Σταθερές μετρήσεις
Ορισμός 1: Μετρήσεις που εκτελούνται σε καθορισμένες τοποθεσίες είτε συνεχώς είτε με τυχαία δειγματοληψία, για τον καθορισμό των επιπέδων σύμφωνα με τους σχετικούς στόχους όσον αφορά την ποιότητα των δεδομένων.

Σταθερή διάταξη ψυχαγωγίας
Ορισμός 1: Η διάταξη ψυχαγωγίας που δεν αποτελεί περιοδεύουσα διάταξη.

Σταθερή πηγή
Ορισμός 1: Οποιοδήποτε σταθερό κτίριο, δομή, συσκευή, εγκατάσταση ή εξοπλισμός, που εκπέμπει ή μπορεί να εκπέμψει άμεσα ή έμμεσα στην ατμόσφαιρα θείο, οξείδια του αζώτου, πτητικές οργανικές ενώσεις ή αμμωνία.

Σταθερή συνάθροιση
Ορισμός 1: Η δημόσια υπαίθρια συνάθροιση, της οποίας η έναρξη, η διάρκεια και η λήξη πραγματοποιούνται στον ίδιο, ανοιχτό, μη περιτοιχισμένο χώρο.

Στάθμη ακουστικής ισχύος LWA
Ορισμός 1: Η Α-σταθμισμένη στάθμη ακουστικής ισχύος σε dΒ ως προς 1 p\Ν, όπως ορίζεται στα ευρωπαϊκά πρότυπα ΙS0 3744:1955 και ΙS0 3746:1995.

Σταθμός
Ορισμός 1: Ο σταθμός παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από Α.Π.Ε. και Σ.Η.Θ.Υ.Α. ή/και ο σταθμός αποθήκευσης ενέργειας.

Ορισμός 2: Ένας ή περισσότεροι πομποί ή δέκτες ή συνδυασμός πομπών και δεκτών μετά των πρόσθετων συσκευών, που είναι αναγκαίοι σε ορισμένη θέση για τη διεξαγωγή (διενέργεια) συγκεκριμένης υπηρεσίας ραδιοεπικοινωνίας ή για την υπηρεσία ραδιοαστρονομίας. Κάθε σταθμός χαρακτηρίζεται από το είδος της υπηρεσίας στην οποία συμμετέχει και από το αν είναι μόνιμος ή προσωρινός.

Σταθμός αντλησιοταμίευσης
Ορισμός 1: Ο σταθμός αποθήκευσης που περιλαμβάνει ηλεκτρογεννήτριες και ενδεχομένως διακριτά αντλητικά συγκροτήματα, τα έργα υδροληψίας, τον αγωγό ή τη σήραγγα προσαγωγής, το φράγμα, τον ταμιευτήρα, καθώς και τον λοιπό η/μ εξοπλισμό που είναι απαραίτητος για τη λειτουργία του σταθμού.

Σταθμός αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας ή σταθμός αποθήκευσης
Ορισμός 1: Το σύνολο των εγκαταστάσεων που συνδέονται με το Σύστημα Μεταφοράς ή το Δίκτυο Διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, συμπεριλαμβανομένων των σταθμών αντλησιοταμίευσης και των υβριδικών σταθμών, και επιτελούν αποκλειστικά λειτουργία αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας.

Σταθμός βιομάζας ή βιοαερίου
Ορισμός 1: Οι γεννήτριες, οι κινητήρες, ο απαιτούμενος η/μ εξοπλισμός, το σύνολο των απαραίτητων υποδομών και των εγκαταστάσεων υποδοχής, επεξεργασίας, τυποποίησης, αποθήκευσης βιομάζας και βιορευστών, καθώς και οι υποδομές και εγκαταστάσεις υποδοχής, επεξεργασίας, αποθήκευσης πρώτων υλών προς παραγωγή βιοαερίου, ενεργειακής αξιοποίησης των καυσίμων πρώτων υλών βιομάζας/βιοαερίου/βιορευστών, διάθεσης της παραγόμενης ηλεκτρικής και της συμπαραγόμενης θερμικής ενέργειας, τυποποίησης, μεταφοράς και διάθεσης τυχόν δευτερογενώς παραγόμενων αέριων, στερεών ή υγρών υποπροϊόντων/παραπροϊόντων ή αποβλήτων, που προκύπτουν κατά τη διαδικασία επεξεργασίας και εν γένει προετοιμασίας της καύσιμης ύλης της μονάδας.

Σταθμός μέτρησης
Ορισμός 1: Κάθε θέση μέτρησης συγκέντρωσης αιωρούμενων σωματιδίων (ΑΣ10) στον περιβάλλοντα αέρα, η οποία ικανοποιεί τα κριτήρια χωροθέτησης του Παραρτήματος ΙΙΙ, της υπ’ αριθμ. Η.Π. 14122/549/Ε.103 κοινής υπουργικής απόφασης (Β΄ 488/2011).

Στατική δοκιμή
Ορισμός 1: Δοκιμή που συνίσταται στην επιθεώρηση του ανυψωτικού μηχανήματος ή των ανυψωτικών εξαρτημάτων και, εν συνεχεία, στην επιβολή δύναμης που αντιστοιχεί στο μέγιστο φορτίο χρήσης πολλαπλασιαζόμενο επί τον κατάλληλο συντελεστή στατικής δοκιμής, μετά δε την αποφόρτιση στην εκ νέου επιθεώρηση του ανυψωτικού μηχανήματος ή των ανυψωτικών εξαρτημάτων, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν έχουν υποστεί ζημίες. 

Στατικός συσσωρευτής
Ορισμός 1: Σχετική παράγραφος 1.3.2 (α) (δηλ. συσσώρευση στατικών φορτίων ηλεκτρισμού:
ι) οι ουσίες, στις οποίες συσσωρεύονται φορτία στατικού ηλεκτρισμού ονομάζονται στατικοί συσσωρευτές. Τα υγρά καύσιμα θεωρούνται στατικοί συσσωρευτές εάν ο ρυθμός με τον οποίο δημιουργείται η φόρτωση υπερβαίνει το ρυθμό με τον οποίο διασκορπίζεται. Όσο υψηλότερη είναι η πλεκτική αγωγιμότητα του υγρού τόσο μεγαλύτερος είναι ο ρυθμός διασκορπισμού. Τα περισσότερα από τα διυλισμένα προϊόντα πετρελαίου που διακινούνται στις εργασίες διανομής είναι στατικοί συσσωρευτές με εξαίρεση τα υπολείμματα πετρελαίου ή τις πίσσες. 
ιι) ο μεγαλύτερος κίνδυνος ανάφλεξης από στατικό ηλεκτρισμό εμφανίζεται κατά την πλήρωση προϊόντος στατικού συσσωρευτού κάτω από συνθήκες που να υπάρχει εύφλεκτη ατμόσφαιρα στο διάκενο χώρο (χώρο ατμών) της δεξαμενής (Σχετικοί παράγραφοι 1.2.4 και 1.2.5.). 

Στερεό χύδην φορτίο
Ορισμός 1: Οποιοδήποτε φορτίο, εκτός υγρού ή αερίου, που αποτελείται από ένα συνδυασμό σωματιδίων, κόκκων ή οποιωνδήποτε μεγαλύτερων τεμαχίων υλικού γενικά ομοιόμορφης σύνθεσης, το οποίο φορτώνεται απευθείας στους χώρους φορτίου ενός πλοίου χωρίς οποιαδήποτε ενδιάμεση μορφή συγκράτησης.

Στοιχείο αναφοράς ή στοιχείο ελέγχου
Ορισμός 1: Οιοδήποτε στοιχείο χρησιμοποιούμενο ως μέσο συγκρίσεως με το ελεγχόμενο στοιχείο.

Στοιχείο επιθεώρησης
Ορισμός 1: Κάθε ενέργεια ή πρακτική του φορέα της ελεγχόμενης δραστηριότητας ή του ελεγχόμενου έργου, η οποία εξετάζεται ως προς τη συμμόρφωσή της με νομική διάταξη ή διοικητική απόφαση ή κανονισμό καθώς και στοιχεία, χαρακτηριστικά και πρακτικές του έργου ή της δραστηριότητας τα οποία πρέπει να αξιολογηθούν ως προς την αλληλεπίδρασή τους με το περιβάλλον, τον κίνδυνο για το περιβάλλον και τη συμμόρφωσή τους με τη νομοθεσία και την περιβαλλοντική άδεια του έργου ή της δραστηριότητας.

Ορισμός 2: Κάθε ενέργεια ή πρακτική του φορέα της ελεγχόμενης δραστηριότητας ή του ελεγχόμενου έργου, η οποία ελέγχεται ως προς τη συμμόρφωσή της με νομική διάταξη ή διοικητική απόφαση ή κανονισμό.

Στοιχείο κατασκευής
Ορισμός 1: Κάθε στοιχείο ενός ανυψωτικού μηχανήματος ή μηχανήματος διακινήσεως φορτίων.

Στραγγίσματα
Ορισμός 1: Οποιοδήποτε υγρό ρέει δια μέσου των αποτεθέντων αποβλήτων και εκρέει από το χώρο ταφής ή περιέχεται μέσα του.

Στρατηγική μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων  (Σ.Μ.Π.Ε.)
Ορισμός 1: Τα έγγραφα σχετικά με το σχέδιο ή πρόγραμμα, τα οποία περιέχουν τις πληροφορίες που απαιτούνται βάσει του άρθρου 6 και του Παραρτήματος ΙΙΙ του άρθρου 11 της παρούσας απόφασης

Στρατηγική περιβαλλοντική εκτίμηση (Σ.Π.Ε.)
Ορισμός 1: Η διαδικασία εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων σχεδίου ή προγράμματος η οποία περιλαμβάνει την εκπόνηση στρατηγικής μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων (Σ.Μ.Π.Ε.), τη διεξαγωγή διαβουλεύσεων, τη συνεκτίμηση της Σ.Μ.Π.Ε. και των αποτελεσμάτων των διαβουλεύσεων κατά τη λήψη απόφασης καθώς και την ενημέρωση σχετικά με την απόφαση αυτή.

Στρατηγικός χάρτης θορύβου
Ορισμός 1: Ο χάρτης θορύβου που καταρτίζεται για τη σφαιρική αξιολόγηση μιας έκθεσης σε θόρυβο σε μια συγκεκριμένη περιοχή οφειλόμενης σε διάφορες πηγές θορύβου, ή για τη διατύπωση γενικότερων προβλέψεων για την περιοχή αυτή.

Συγγενής
Ορισμός 1: Ο/η σύζυγος, ο/η σύντροφος με σύμφωνο συμβίωσης, τα τέκνα φυσικά ή θετά, οι γονείς, τα αδέλφια και οι συγγενείς εξ αγχιστείας στην ίδια γραμμή και στον ίδιο βαθμό.

Συγκρίσιμος εργαζόμενος αορίστου χρόνου
Ορισμός 1: Κάθε φυσικό πρόσωπο που έχει σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου στην ίδια εκμετάλλευση ή επιχείρηση και απασχολείται σε ίδια ή παρόμοια εργασία, λαμβανομένων υπόψη των προσόντων ή των δεξιοτήτων του. Όπου δεν υπάρχει «συγκρίσιμος εργαζόμενος αορίστου χρόνου» στην ίδια εκμετάλλευση ή επιχείρηση, η σύγκριση πρέπει να γίνεται με αναφορά στην οικεία συλλογική σύμβαση ή όταν δεν υπάρχει τέτοια, με αναφορά στην εκάστοτε Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας.

Συγκρίσιμος εργαζόμενος με πλήρη απασχόληση
Ορισμός 1: Κάθε εργαζόμενος πλήρους απασχόλησης, που απασχολείται στην ίδια επιχείρηση με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας, και εκτελεί ίδια ή παρόμοια καθήκοντα, υπό τις αυτές συνθήκες. Όταν στην επιχείρηση δεν υπάρχει συγκρίσιμος εργαζόμενος με πλήρη απασχόληση, η σύγκριση γίνεται με αναφορά στη συλλογική ρύθμιση στην οποία θα υπαγόταν ο εργαζόμενος αν είχε προσληφθεί με πλήρη απασχόληση. Οι εργαζόμενοι με σύμβαση ή σχέση εργασίας μερικής απασχόλησης δεν επιτρέπεται να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους συγκρίσιμους εργαζόμενους με κανονική απασχόληση, εκτός εάν συντρέχουν αντικειμενικοί λόγοι οι οποίοι τη δικαιολογούν, όπως η διαφοροποίηση στο ωράριο εργασίας.

Συγκρότημα υδραντλίας
Ορισμός 1: Μηχάνημα που αποτελείται από την υδραντλία καθεαυτή και το σύστημα κίνησης. Ως υδραντλία νοείται το μηχάνημα που αυξάνει τη στάθμη ενέργειας του ύδατος.

Συγκρότημα υδραυλικής ισχύος
Ορισμός 1: Κάθε μηχάνημα προς χρήση με εναλλάξιμο εξοπλισμό που αυξάνει την πίεση υγρών σε στάθμη υψηλότερη αυτής της πίεσης εισαγωγής. Νοείται το συγκρότημα που αποτελείται από το κινητήριο μηχανισμό, αντλία με ή χωρίς δεξαμενή και εξαρτήματα (π.χ. όργανα ελέγχου, ανακουφιστική βαλβίδα).

Ακολουθήστε μας