Ορισμοί

Βλέπετε τις εγγραφές : 1 - 31, σε σύνολο 31
A | D | E | F | G | I | J | L | N | O | P | R | S | T | Y |   | Α | Β | Γ | Δ | Έ | Ζ | Η | Θ | Ί | Κ | Λ | Μ | Ν | Ό | Π | Ρ | Σ | Τ | Υ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Φαινόμενη (Φαινομενική) πυκνότητα
Ορισμός 1: Το βάρος των στερεών, του αέρα και του νερού ανά μονάδα όγκου. Η φαινόμενη (φαινομενική) πυκνότητα εκφράζεται σε χιλιόγραμμα ανά κυβικό μέτρο (kg /m3), γενικά. Οι κενοί χώροι στο φορτίο μπορούν να γεμιστούν με αέρα και νερό.

Φλογοστεγανός
Ορισμός 1: Ο εξοπλισμός ή η ηλεκτρική συσκευή που βρίσκεται μέσα σε «αλεξίφλογο» περίβλημα ή περιβλήματα.

Φορέας
Ορισμός 1: Τμήμα του μηχανήματος επί του οποίου ή εντός του οποίου τα πρόσωπα ή/και τα πράγματα υποστηρίζονται προκειμένου να ανυψωθούν. 

Φορέας
Ορισμός 1: Οποιοδήποτε μέσο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν φορέας ανάμειξης, διασποράς ή διαλυτοποίησης του ελεγχόμενου στοιχείου ή του στοιχείου αναφοράς, ώστε να διευκολύνει τον χειρισμό/εφαρμογή του πειραματικού συστήματος.

Φορέας άσκησης της οικονομικής δραστηριότητας
Ορισμός 1: Το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο ασκεί συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα σε συγκεκριμένο χώρο.

Φορέας εκμετάλλευσης
Ορισμός 1: Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο εκμεταλλεύεται ή κατέχει εγκατάσταση ή μονάδα ή είναι κατά νόμο υπεύθυνο για τη διαχείριση και λειτουργία της εγκατάστασης ή μονάδας.

Φορέας εκμετάλλευσης εγκατάστασης
Ορισμός 1: Κάθε πρόσωπο το οποίο εκμεταλλεύεται ή διευθύνει την εγκατάσταση ή στο οποίο έχουν μεταβιβασθεί σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις αποφασιστικές αρμοδιότητες σε οικονομικά θέματα όσον αφορά την τεχνική λειτουργία της εγκατάστασης.

Φορέας εκμετάλλευσης ή Διαχειριστής ή Εντολοδόχος «operator»
Ορισμός 1: Εφεξής «Διαχειριστής», σημαίνει την οντότητα, που έχει ορισθεί από τον κάτοχο άδειας ή την Αδειοδοτούσα Αρχή για να διεξάγει υπεράκτιες εργασίες υδρογονανθράκων, συμπεριλαμβανομένων του προγραμματισμού και της εκτέλεσης εργασιών γεώτρησης ή της διαχείρισης και του ελέγχου των λειτουργιών παραγωγικής εγκατάστασης.

Φορέας επαγγελματικής κατάρτισης
Ορισμός 1: Το Κέντρο Δια Βίου Μάθησης του άρθρου 17 παρ. 1 περίπτ. γ) του Ν. 4186/2013.

Φορέας Κέντρου Αποθήκευσης και Διανομής
Ορισμός 1: Το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο έχει το δικαίωμα χρήσης και εκμετάλλευσης του Κέντρου Αποθήκευσης και Διανομής και στο όνομα του οποίου εκδίδεται η άδεια εγκατάστασης ή υποβάλλεται η προβλεπόμενη στο άρθρο 8 γνωστοποίηση».

Φορέας λειτουργίας
Ορισμός 1: Το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που φέρει την ευθύνη για το χώρο ταφής σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας. Το πρόσωπο αυτό μπορεί να είναι διαφορετικό μεταξύ των φάσεων προετοιμασίας του χώρου και μέριμνας μετά από την παύση λειτουργίας του.

Φορέας Συλλογικού Συστήματος Εναλλακτικής Διαχείρισης (ΣΣΕΔ)
Ορισμός 1: Το νομικό πρόσωπο που λειτουργεί υπό τον τύπο ανώνυμης εταιρείας ή εταιρείας περιορισμένης ευθύνης ή ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρίας ή ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρείας ή αστικής εταιρείας και έχει ως αποκλειστικό σκοπό την οργάνωση και λειτουργία ΣΕΔ σε συλλογική βάση (ΣΣΕΔ).

Φορέας ΥΑΠ
Φορητά και απλά μέσα πυροπροστασίας
Ορισμός 1: Οι πυροσβεστήρες (φορητοί, τροχήλατοι, αυτοδιεγειρόμενοι), τα φωτιστικά σώματα ασφαλείας, οι απλοί φορητοί ανιχνευτές εκρηκτικών μιγμάτων, το αυτόματο σύστημα καταιονισμού ύδατος μέχρι έξι κεφαλές καταιονητήρων συνδεδεμένο απ΄ ευθείας στο εσωτερικό υδραυλικό δίκτυο ύδατος του κτιρίου, τα πυροσβεστικά ερμάρια με εύκαμπτους ελαστικούς σωλήνες, οι σταθμοί (ερμάρια) εργαλείων και μέσων κ.α.

Φορητά μέσα αποθήκευσης
Ορισμός 1: Τα «Μέσα αποθήκευσης CNG/CBG/BioCNG» που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά του συμπιεσμένου φυσικού αερίου/βιομεθανίου/μείγματος φυσικού αερίου - βιομεθανίου (CNG/CBG/BioCNG) με κατάλληλα οχήματα, σύμφωνα με τις διατάξεις της υπ’ αρ. Γ5/22039/2825/2017 (Β’ 2915) (ΑDR 2017) κοινής υπουργικής απόφασης σχετικά με τις οδικές μεταφορές επικίνδυνων εμπορευμάτων (ΑDR), όπως ισχύει.

Φορητό αλυσοπρίονο
Ορισμός 1: Το κινούμενο με κινητήρα εργαλείο που έχει προβλεφθεί για την κοπή ξύλων με πριονωτή αλυσίδα και αποτελεί ολοκληρωμένο συμπαγές μηχάνημα με λαβές, πηγή ενέργειας και εξάρτημα κοπής, σχεδιασμένο να κρατείται με τα δύο χέρια.

Φορτάμαξα
Ορισμός 1: Κάθε σιδηροδρομικό όχημα χωρίς ίδια μέσα πρόωσης, το οποίο κινείται με δικούς του τροχούς επάνω σε σιδηροδρομικές γραμμές και χρησιμοποιείται για τη μεταφορά εμπορευμάτων.

Φορτία που μπορούν να υγροποιηθούν
Ορισμός 1: Τα φορτία που εμπεριέχουν ένα ορισμένο ποσοστό λεπτών σωματιδίων και μια ορισμένη ποσότητα υγρασίας. Μπορούν να ρευστοποιηθούν εάν μεταφέρονται με περιεκτικότητα σε υγρασία που υπερβαίνει το μεταφερόμενο όριο υγρασίας τους.

Φορτίο
Ορισμός 1: Ένα στερεό χύδην φορτίο που παρουσιάζεται από έναν φορτωτή για μεταφορά.

Φορτίο INF
Ορισμός 1: Νοείται το συσκευασμένο πυρηνικό καύσιμο που έχει υποστεί ακτινοβόληση, πλουτώνιο και απόβλητα υψηλής ραδιενέργειας που μεταφέρονται ως φορτίο σύμφωνα με την κατηγορία 7 του Κώδικα IMDG.

Φορτωτής
Ορισμός 1: Κάθε πρόσωπο από το οποίο ή στο όνομα του οποίου ή για λογαριασμό του οποίου έχει συναφθεί σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς εμπορευμάτων με μεταφορέα ή οποιοδήποτε πρόσωπο από το οποίο ή για το όνομα ή για λογαριασμό του οποίου τα εμπορεύματα πράγματι παραδίδονται στον μεταφορέα σε σχέση με τη σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς.

Ορισμός 2: Αυτοπροωθούμενο τροχοφόρο ή ερπυστριοφόρο μηχάνημα που διαθέτει μετωπικά προσαρμοσμένο στήριγμα του κάδου και μηχάνημα ζεύξης, το οποίο φορτώνει ή σκάβει με την προς τα εμπρός κίνηση του μηχανήματος, και ανυψώνει, μεταφέρει και απορρίπτει υλικό.

Φορτωτής (Loader)
Ορισμός 1: Είναι κάθε επιχείρηση που φορτώνει επικίνδυνα εμπορεύματα σε όχημα ή μεγάλο εμπορευματοκιβώτιο.

Φράγμα πυρκαγιάς
Ορισμός 1: Ένα παραπέτασμα που διασχίζει ένα χαντάκι σωληνώσεων εμποδίζοντας την επέκταση της πυρκαγιάς.

Φρέζα οδοστρωμάτων
Ορισμός 1: Κινητό μηχάνημα για την αφαίρεση υλικού από οδοστρωμένες επιφάνειες, με τη χρήση κινούμενου από κινητήρα κυλίνδρου, η επιφάνεια του οποίου είναι εξοπλισμένη με φρέζες κύλινδροι φρεζαρίσματος περιστρέφονται κατά την αφαίρεση του υλικού.

Φροντιστής
Ορισμός 1: Εργαζόμενος που παρέχει προσωπική φροντίδα ή υποστήριξη σε συγγενή ή πρόσωπο, που κατοικεί στο ίδιο νοικοκυριό με τον εργαζόμενο και που έχει ανάγκη σημαντικής φροντίδας ή υποστήριξης για σοβαρό ιατρικό λόγο.

Φυσίγγιο αερίου (Gas cartridge)
Ορισμός 1: Κάθε μη ξαναγεμιζόμενο δοχείο που περιέχει υπό πίεση, ένα αέριο ή μείγμα αερίων. Είναι δυνατό να έχει και βαλβίδα.

Φυσικό αέριο
Ορισμός 1: Το αέριο καύσιμο που περιέχει ένα σύνθετο μίγμα από υδρογονάνθρακες, κυρίως μεθάνιο, αιθάνιο, προπάνιο κ.λ.π. Επίσης περιέχει αδρανή αέρια, όπως άζωτο και διοξείδιο του άνθρακα και μικρή ποσότητα ιχνοστοιχείων. Το συμπιεσμένο φυσικό αέριο (Compressed Natural Gas), στο εξής θα αναφέρεται ως CNG.

Φυσικό αντικείμενο της σύμβασης
Ορισμός 1: Οποιαδήποτε μελέτη ή τεχνική υπηρεσία ή άλλη επιστημονική υπηρεσία που σχετίζεται με την εκτέλεση έργου, κατά την έννοια της περ. 7 της παρ. 1:
α) «μελέτη» είναι το αποτέλεσμα συστηματικής και αναλυτικής επιστημονικής και τεχνικής εργασίας και έρευνας σε συγκεκριμένο απλό ή σύνθετο γνωστικό αντικείμενο, που αποβλέπει ιδίως στην παραγωγή έργου ή στην επέμβαση σε έργο ή αφορά στον σχεδιασμό και την απεικόνιση έργου ή παραγωγικής διαδικασίας ή σε μεθόδους χωρικού σχεδιασμού και ανάπτυξης,
β) «τεχνικές υπηρεσίες» και «λοιπές συναφείς επιστημονικές υπηρεσίες» είναι οι υπηρεσίες που συνίστανται στην παροχή γνώσεων και ικανοτήτων με τη διάθεση κυρίως συγκεκριμένου επιστημονικού προσωπικού και άλλων μέσων επί ορισμένου χρόνου, που προσδιορίζεται είτε ημερολογιακά είτε σε συνάρτηση με ορισμένο γεγονός της παραγωγικής διαδικασίας. Οι τεχνικές υπηρεσίες μπορούν να έχουν ως αντικείμενο, ιδίως: α) τη σύνταξη των τευχών δημοσίου διαγωνισμού έργου, μελέτης ή τεχνικής ή άλλης συναφούς επιστημονικής υπηρεσίας, β) τον έλεγχο και την επίβλεψη έργου ή μελέτης και γ) την υποστήριξη της αναθέτουσας αρχής στη διεξαγωγή ανάθεσης σύμβασης μελέτης, έργου ή τεχνικής ή άλλης συναφούς επιστημονικής υπηρεσίας, στην επίβλεψη ή έλεγχο μελέτης και στη διοίκηση ή επίβλεψη ή έλεγχο έργου

Φυσικός εξαερισμός
Ορισμός 1: Ο εξαερισμός που δεν παράγεται από ηλεκτρισμό.

Φωτεινό σήμα
Ορισμός 1: Κάθε σήμα που εκπέμπεται από συσκευή αποτελούμενη από διαφανή ή διαφώτιστα υλικά, φωτιζόμενα από το εσωτερικό ή από πίσω, κατά τρόπο ώστε να εμφανίζεται, από μόνη της, ως φωτεινή επιφάνεια.

Φωτοβολταϊκός σταθμός
Ορισμός 1: Τα φωτοβολταϊκά πλαίσια, οι αντιστροφείς, οι Υποσταθμοί Χαμηλής/Μέσης Τάσης.

Ακολουθήστε μας