Ορισμοί

Βλέπετε τις εγγραφές : 1 - 50, σε σύνολο 214
A | D | E | F | G | I | J | L | N | O | P | R | S | T | Y |   | Α | Β | Γ | Δ | Έ | Ζ | Η | Θ | Ί | Κ | Λ | Μ | Ν | Ό | Π | Ρ | Σ | Τ | Υ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Αβεβαιότητα μέτρησης
Ορισμός 1: Η διαφορά που υπάρχει μεταξύ της πραγματικής τιμής μιας υπό μέτρηση ποσότητας και του τελικού αποτελέσματος μιας διαδικασίας μέτρησης.

Αγρότες
Ορισμός 1: Τα  πρόσωπα  που  ασκούν  αγροτική  απασχόληση  και  βάσει  γενικών,  ειδικών  ή  καταστατικών  διατάξεων υπάγονται στην ασφάλιση του πρώην ΟΓΑ, με εξαίρεση τους εκμεταλλευτές φωτοβολταϊκών συστημάτων, τους εργάτες γης που αμείβονται με εργόσημο, τους επαγγελματοβιοτέχνες που υπάγονται στην ασφάλιση του πρώην ΟΓΑ με εισοδηματικά – πληθυσμιακά κριτήρια και τους ιδιοκτήτες τουριστικών καταλυμάτων.

Άδεια
Ορισμός 1: Ένα έγγραφο που εκδίδεται από εξουσιοδοτημένο άτομο ή άτομα, επιτρέποντας την εκτέλεση εργασίας σε καθορισμένη περιοχή. (Σχετικό Παράρτημα Γ «Τυπικό υπόδειγμα άδειας εργασίας»).

Ορισμός 2: Σημαίνει την παραχώρηση δικαιώματος έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων σύμφωνα με τον Ν. 2289/1995.

Άδεια αναθεώρησης
Ορισμός 1: Είναι η διοικητική πράξη που εκδίδεται κατά τη διάρκεια του χρόνου ισχύος της οικοδομικής αδείας, για οποιαδήποτε οικοδομική εργασία, όπως προσθήκη ή τροποποίηση μελετών αυτής, είτε για παράταση ισχύος αυτής κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 42 του παρόντος. 

Άδεια Εγκατάστασης σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (Α.Π.Ε.) και Συμπαραγωγής Ηλεκτρισμού - Θερμότητας Υψηλής Απόδοσης (Σ.Η.Θ.Υ.Α.) ή/και σταθμών αποθήκευσης ή Άδεια Εγκατάστασης
Ορισμός 1: Η άδεια η οποία απαιτείται για την εγκατάσταση σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από Α.Π.Ε. ή Σ.Η.Θ.Υ.Α ή/και σταθμού αποθήκευσης, σύμφωνα με τo άρθρο 17

Άδεια Έρευνας Υπεράκτιων Αιολικών Πάρκων (Άδεια Έρευνας ΥΑΠ)
Άδεια Λειτουργίας σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από Α.Π.Ε. και Σ.Η.Θ.Υ.Α. ή/και σταθμών αποθήκευσης ή Άδεια Λειτουργίας
Ορισμός 1: Η άδεια η οποία απαιτείται για τη λειτουργία σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από Α.Π.Ε. ή Σ.Η.Θ.Υ.Α. ή/και σταθμών αποθήκευσης, σύμφωνα με τo άρθρο 28.

Άδεια νομιμοποίησης
Ορισμός 1: Η οικοδομική άδεια ή η έγκριση εργασιών μικρής κλίμακας, που εκδίδεται, μετά την εκτέλεση εργασιών ή κατασκευών ή αλλαγών χρήσης χωρίς την έκδοση της απαιτούμενης διοικητικής πράξης, εξαιρουμένων των προστατευόμενων από το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού μνημείων για τις οποίες θα πρέπει να προηγηθεί των εργασιών η έγκριση δυνάμει του ν. 3028/2002, προκειμένου να νομιμοποιηθούν αυτές, εφόσον είναι σύμφωνες είτε με τις ισχύουσες κατά τον χρόνο έκδοσης της άδειας νομιμοποίησης διατάξεις, είτε με αυτές που ίσχυαν, κατά τον χρόνο εκτέλεσής αυτών.»

Άδεια πατρότητας
Ορισμός 1: Άδεια από την εργασία για τον πατέρα, η οποία λαμβάνεται, με την ευκαιρία της γέννησης, για την επιμέλεια του τέκνου.

Ορισμός 2: Άδεια για τον ναυτικό πατέρα, η οποία λαμβάνεται, με την ευκαιρία της γέννησης, για τη φροντίδα του τέκνου.

Άδεια φροντιστή
Ορισμός 1: Άδεια από την εργασία για τους εργαζόμενους, ώστε να παρέχουν προσωπική φροντίδα ή υποστήριξη σε συγγενή ή πρόσωπο, που κατοικεί στο ίδιο νοικοκυριό με τον εργαζόμενο και που έχει ανάγκη σημαντικής φροντίδας ή υποστήριξης για σοβαρό ιατρικό λόγο, όπως ορίζεται στο άρθρο 29 (Άδεια φροντιστή).

Αδειοδοτούσα αρχή
Ορισμός 1: Η αρχή που είναι αρμόδια για την έκδοση της απαιτούμενης από την κείμενη νομοθεσία άδειας εγκατάστασης ή/και λειτουργίας της εγκατάστασης ή μονάδας ή για την έκδοση άδειας εκμετάλλευσης άλλως, σε κάθε άλλη περίπτωση, για την έκδοση κάθε άλλης άδειας, έγκρισης ή βεβαίωσης για τη νόμιμη άσκηση του έργου ή της δραστηριότητας.

Ορισμός 2: Σημαίνει τη δημόσια αρχή, η οποία είναι αρμόδια για τη χορήγηση αδειών ή την παρακολούθηση της εκτέλεσης αδειών κατά τα προβλεπόμενα στους νόμους 2289/1995 και 4001/2011.

Αδειοδοτούσα αρχή άδειας εγκατάστασης και άδειας λειτουργίας ή αδειοδοτούσα αρχή
Ορισμός 1: Οι υπηρεσίες οι οποίες είναι αρμόδιες για την έκδοση Αδειών Εγκατάστασης και Λειτουργίας, ήτοι:
α) Η Διεύθυνση Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και Εναλλακτικών Καυσίμων του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας για έργα τα οποία κατατάσσονται κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για χορήγηση άδειας εγκατάστασης, στην κατηγορία περιβαλλοντικής κατάταξης Α1, του άρθρου 1 του ν. 4014/2011 (Α΄ 209)    και στην κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσα κανονιστική πράξη, καθώς και για υδροηλεκτρικούς σταθμούς με συνολική ισχύ μεγαλύτερη των δεκαπέντε μεγαβάτ (15 MW), ανεξαρτήτως περιβαλλοντικής κατάταξης.
β) Οι οικείες Διευθύνσεις Τεχνικού Ελέγχου των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων για έργα, τα οποία κατατάσσονται, κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για χορήγηση άδειας εγκατάστασης, στις Α2 και Β΄ κατηγορίες περιβαλλοντικής κατάταξης του άρθρου 1 του ν. 4014/2011    και στην κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσα κανονιστική πράξη.
γ) Η Γενική Διεύθυνση Στρατηγικών Επενδύσεων της Γενικής Γραμματείας Ιδιωτικών Επενδύσεων και Συμπράξεων Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων για τις άδειες ή εγκρίσεις εγκατάστασης ή λειτουργίας στρατηγικών επενδύσεων των ν. 3894/2010 (Α΄ 204), 4608/2019 (Α΄ 66)    και 4864/2021 (Α΄ 237), σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 9 του ν. 4864/2021.

Αδειούχος Χημικός ή Χημικός Μηχανικός
Ορισμός 1: Ο πτυχιούχος Χημικός ή ο διπλωματούχος Χημικός Μηχανικός αναγνωρισμένης Ανώτατης Σχολής όπως ορίζεται στους ειδικούς κανονισμούς λιμένα που ρυθμίζουν θέματα φόρτωσης - εκφόρτωσης επικινδύνων φορτίων.

Αδήλωτη εργασία
Ορισμός 1: Όλες οι αμειβόμενες δραστηριότητες που είναι νόμιμες ως προς τη φύση τους αλλά δεν δηλώνονται στις δημόσιες αρχές, κατά παράβαση των ισχυουσών διατάξεων.

Αδιατάραχτο πεδίο
Ορισμός 1: Πεδίο που υπάρχει πριν την παρουσία του ανθρώπου στη θέση αυτή.

Αδιέξοδο
Ορισμός 1: Χαρακτηρίζεται μία κοινόχρηστη περιοχή κύριας χρήσης του ορόφου-επιπέδου (όπως διάδρομος) από κάθε σημείο της οποίας η διαφυγή μπορεί να γίνει μόνο προς μία (1) κατεύθυνση.

Ορισμός 2: Κοινόχρηστος διάδρομος (ή περιοχή ενός ορόφου) ο οποίος δεν οδηγεί σε έξοδο κινδύνου, με αποτέλεσμα ο χρήστης να πρέπει να διατρέξει αυτή τη διαδρομή προς την αντίθετη κατεύθυνση προκειμένου να διαφύγει.

Αδρανή απόβλητα
Ορισμός 1: Τα απόβλητα που δεν υφίστανται καμία σημαντική φυσική, χημική ή βιολογική μετατροπή. Τα αδρανή απόβλητα δεν διαλύονται, δεν καίγονται ούτε συμμετέχουν σε άλλες φυσικές ή χημικές αντιδράσεις, δεν βιοδιασπώνται ούτε επιδρούν δυσμενώς σε άλλα υλικά με τα οποία έρχονται σε επαφή κατά τρόπο ικανό να προκαλέσει ρύπανση του περιβάλλοντος ή να βλάψει την υγεία του ανθρώπου. Η συνολική αποπλυσιμότητα και περιεκτικότητα σε ρύπους των αποβλήτων και η οικοτοξικότητα των στραγγισμάτων πρέπει να είναι αμελητέες, και ειδικότερα να μη θέτει σε κίνδυνο την ποιότητα των επιφανειακών ή/και υπογείων υδάτων.

Αδρανοποιημένο
Ορισμός 1: Αναφέρεται σε δεξαμενή ή δοχείο στο οποίο έχει ολοκληρωθεί εργασία αδρανοποίησης.

Αδρανοποιημένοι χώροι
Ορισμός 1: Οι χώροι που έχουν αδρανοποιηθεί µε αδρανή αέρια (π.χ. διοξείδιο του άνθρακα, άζωτο, καυσαέρια) και η συγκέντρωση του οξυγόνου είναι μικρότερη ή ίση του 8% κατ' όγκο.

Αδρανοποίηση
Ορισμός 1: Η χρησιμοποίηση ενός αδρανούς αερίου που θα καταστήσει την ατμόσφαιρα μιας δεξαμενής ή δοχείου ουσιαστικά ελεύθερη από οξυγόνο ή που θα μειώσει το οξυγόνο που περιέχει σε σημείο που να μην μπορεί να γίνει καύση.

Αέρια του θερμοκηπίου
Ορισμός 1: Το διοξείδιο του άνθρακα (CO2), το μεθάνιο (CH4), το υποξείδιο του αζώτου (N2O), οι υδροφθοράνθρακες (HFCs), οι υπερφθοράνθρακες (PFCs), το εξαφθοριούχο θείο (SF6) και άλλα αέρια συστατικά της ατμόσφαιρας, τόσο φυσικά, όσο και ανθρωπογενή, τα οποία απορροφούν και επανεκπέμπουν υπέρυθρη ακτινοβολία.

Αέρια χώρου ταφής
Ορισμός 1: Όλα τα αέρια που παράγονται από τα απόβλητα που αποτίθενται στο χώρο υγειονομικής ταφής.

Αέριο (Gas)
Ορισμός 1: Μια ουσία η οποία:
α) στους 50 0C έχει τάση ατμών μεγαλύτερη από 300 kPa (3 bar) ή 
β) είναι εντελώς αέρια στους 20 0C υπό κανονική πίεση 101,3 kPa.
 

Αεριοστεγές περίβλημα
Ορισμός 1: Διάταξη η οποία διοχετεύει διαρροές αερίου εκτός του οχήματος και στην οποία συμπεριλαμβάνεται ο ελαστικός σωλήνας εξαερισμού.

Αερόβια μετατροπή
Ορισμός 1: Aντιδράσεις που λαμβάνουν χώρα παρουσία μοριακού οξυγόνου.

Αεροδυναμική διάμετρος αιωρούμενου στερεού σωματιδίου
Ορισμός 1: Η διάμετρος νοητής σφαίρας, μοναδιαίας πυκνότητος (1gr/cm3), η οποία έχει ίση με το υπόψη σωματίδιο οριακή ταχύτητα πτώσεως στον αέρα.

Αερόλυμα (Aerosol)
Ορισμός 1: Κάθε μη επαναγεμιζόμενο δοχείο από μέταλλο, γυαλί ή πλαστικό, το οποίο περιέχει υπό πίεση ένα αέριο ή ένα μείγμα αερίων, με ή χωρίς ένα στερεό, πολτό ή σκόνη και με ενσωματωμένη συσκευή απελευθέρωσης που επιτρέπει την εκτίναξη των περιεχομένων του ως στερεά ή υγρά σωματίδια σε εναιώρηση σε αέριο, ως αφρός, πολτός ή σκόνη ή σε υγρή ή αέρια κατάσταση. (βλέπε δοχείο αερολύματος).

Αεροσυμπιεστής
Ορισμός 1: Κάθε μηχάνημα προς χρήση με εναλλάξιμο εξοπλισμό, που συμπιέζει αέρα, αέρια ή ατμούς σε πίεση υψηλότερη της πίεσης εισαγωγής. O αεροσυμπιεστής περιλαμβάνει τον καθεαυτό συμπιεστή, την κινητήρια μηχανή και κάθε παρεχόμενο στοιχείο ή διάταξη που συνοδεύει, και είναι απαραίτητο για την ασφαλή λειτουργία του αεροσυμπιεστή.
Εξαιρούνται οι ακόλουθες κατηγορίες:
-    ανεμιστήρες, δηλαδή συσκευές που προκαλούν την κυκλοφορία του αέρα υπό υπερπίεση όχι μεγαλύτερη από 110000 pa,
-    αντλίες κενού, δηλαδή διατάξεις ή συσκευές για την εξαγωγή αέρα από περίκλειστο χώρο και υπό πίεση που δεν υπερβαίνει την ατμοσφαιρική,
-    αεριοστρόβιλοι.
 

ΑΗΗΕ μη οικιακής προέλευσης
Ορισμός 1: Τα ΑΗΗΕ που δεν είναι οικιακής προέλευσης κατά την έννοια της παραγράφου 17 του άρθρου 3 του Π.Δ. 117/2004 .

ΑΗΗΕ οικιακής προέλευσης
Ορισμός 1: Τα ΑΗΗΕ (απόβλητα ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού) που προέρχονται από νοικοκυριά, ιδρύματα, εμπορικές, βιομηχανικές και άλλες πηγές, η φύση και η ποσότητα των οποίων είναι παρόμοιες με των προερχόμενων από νοικοκυριά.

Αιολικός σταθμός
Ορισμός 1: Οι ανεμογεννήτριες και οι πλατείες εγκατάστασης των ανεμογεννητριών.

Αισθητήρας μέτρησης
Ορισμός 1: Η μονάδα εισόδου ενός συστήματος μέτρησης, συνήθως ανεξάρτητη μονάδα, που μετατρέπει την μετρούμενη ποσότητα σε μια κατάλληλη τιμή εξόδου.

Αισθητήρας/δείκτης πίεσης
Ορισμός 1: Διάταξη ευρισκόμενη υπό πίεση, που δείχνει την πίεση του αερίου ή του υγρού.

Αιτούσα αρχή
Ορισμός 1: Η αρχή του ελληνικού κράτους ή άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης η οποία υποβάλλει αίτημα συνδρομής για τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής της εθνικής νομοθεσίας μεταφοράς των Οδηγιών 96/71/ΕΚ και 2014/67/ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των αιτημάτων για παροχή πληροφοριών, για κοινοποίηση απόφασης επιβολής διοικητικής χρηματικής κύρωσης ή προστίμου, ή για είσπραξη επιβληθείσας διοικητικής χρηματικής κύρωσης ή προστίμου, κατά τα προβλεπόμενα στα άρθρα 265 έως 270 (Διασυνοριακή εκτέλεση αποφάσεων).

Αιτών
Ορισμός 1: Οποιοδήποτε πρόσωπο υποβάλλει αίτηση για να του χορηγηθεί άδεια ΧΥΤ σύμφωνα με την παρούσα απόφαση.

Αιχμηρά αντικείμενα
Ορισμός 1: Αντικείμενα ή εργαλεία αναγκαία για την άσκηση συγκεκριμένων δραστηριοτήτων στον τομέα της υγείας, τα οποία μπορούν να κόβουν, να τρυπούν, να προκαλούν τραυματισμό ή/και λοίμωξη. Τα αιχμηρά αντικείμενα θεωρούνται εξοπλισμός εργασίας υπό την έννοια του άρθρου 2§1 [δηλ. εξοπλισμός εργασίας: κάθε μηχανή, συσκευή, εργαλείο ή εγκατάσταση που χρησιμοποιείται κατά την εργασία] Π.Δ. 395/1994 (ΦΕΚ 220/Α` 19.12.1994) «Ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας για τη χρησιμοποίηση εξοπλισμού εργασίας από τους εργαζόμενους κατά την εργασία τους σε συμμόρφωση με την οδηγία του Συμβουλίου 89/655/ΕΟΚ».

Αιωρούμενα σωματίδια (ΑΣ10)
Ορισμός 1: Τα σωματίδια που διέρχονται δια στομίου κατά μέγεθος διαλογής, όπως ορίζεται στη μέθοδο αναφοράς για τη δειγματοληψία και μέτρηση ΑΣ10 (ΕΝ12341), με αποτελεσματικότητα πενήντα τοις εκατό (50%) ως προς τη συγκράτηση των σωματιδίων αεροδυναμικής διαμέτρου δέκα μικρομέτρων (10μm).

Ακατέργαστος αμίαντος
Ορισμός 1: Το προϊόν, που εξάγεται από την πρώτη θραύση του αμιαντομεταλλεύματος.

Άκαυστο δομικό υλικό
Ορισμός 1: Υλικό χαμηλού βαθμού αναφλεξιμότητας, που πληροί τα κριτήρια της εκάστοτε δοκιμής ακαυστότητας.

Ακεραιότητα σε φωτιά
Ορισμός 1: Η ικανότητα δομικού στοιχείου, όταν εκτίθεται σε φωτιά στη μία πλευρά, να εμποδίζει τη διέλευση φλογών και θερμών αερίων ή την εμφάνιση φλογών στη μη εκτεθειμένη πλευρά για καθορισμένο χρονικό διάστημα σε τυπική δοκιμή αντίστασης σε φωτιά.

Ακουστικός σχεδιασμός
Ορισμός 1: Ο μελλοντικός έλεγχος των θορύβων με βάση σχεδιαζόμενα μέτρα, όπως χωροταξικός σχεδιασμός, σχεδιασμός συστημάτων διαχείρισης της κυκλοφορίας, κυκλοφοριακός σχεδιασμός, μείωση των οχλήσεων με μέτρα ηχοπροστασίας και ηχομόνωσης και 
έλεγχος των θορύβων στην πηγή τους.

Ακτινική απόσταση
Ορισμός 1: Η απόσταση μετρούμενη ακτινικά και επί οριζοντίου επιπέδου προβολής των ορίων του οικοπέδου ή γηπέδου του αμαξοστασίου από άλλα κτίρια, περιγράμματα αρχαιολογικών χώρων και σημεία όπως ορίζονται στο άρθρο 4 "Θέση αμαξοστασίου¨ της παρούσας.

Ακτινοβόληση (L - radiance)
Ορισμός 1: Η ροή ή ισχύς ακτινοβολίας που διαδίδεται ανά μονάδα στερεάς γωνίας και ανά μονάδα επιφανείας. Εκφράζεται σε βατ ανά τετραγωνικό μέτρο και ανά στερακτίνιο (W∙m-2∙sr-1).

Ακτινοβολία λέιζερ
Ορισμός 1: Οπτική ακτινοβολία που προέρχεται από λέιζερ.

Ακτινοβολία φυσικού υποστρώματος
Ορισμός 1: Το σύνολο των ιοντιζουσών ακτινοβολιών που προέρχονται από φυσικές, γήινες και κοσμικές πηγές, εφόσον η έκθεση η οποία προκύπτει από αυτές δεν αυξάνεται σημαντικά από ανθρώπινη παρέμβαση.

Ακτινοβολισμός ή πυκνότητα ισχύος (Ε - irradiance)
Ορισμός 1: Η ισχύς ακτινοβολίας που προσπίπτει πάνω σε μια επιφάνεια, ανά μονάδα επιφανείας. Εκφράζεται σε βατ ανά τετραγωνικό μέτρο (W∙m-2).

Αλεξίφλογο
Ορισμός 1: Αλεξίφλογο περίβλημα για ηλεκτρική συσκευή είναι αυτό που αντέχει χωρίς να υποστεί βλάβη σε οιανδήποτε έκρηξη ενός εύφλεκτου αερίου που μπορεί να υπάρξει μέσα σ’ αυτή, σε πρακτικές συνθήκες λειτουργίας εντός των δυνατοτήτων της συσκευής και στα προβλεφθέντα επιπλέον φορτία εάν υπάρχουν, που είναι αλληλοσυνδεδεμένα με τη λειτουργία του και να εμποδίζει τη μεταφορά της φλόγας που θα μπορούσε να προκαλέσει και ανάφλεξη του εύφλεκτου αερίου το οποίο πιθανόν να υπάρχει στη γύρω ατμόσφαιρα.

Άλλα ανανεώσιμα καύσιμα
Ορισμός 1: Τα Ανανεώσιμα Καύσιμα εκτός των Βιοκαυσίμων, που προέρχονται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 2 της Οδηγίας 2001/77/ΕΚ του Ευρωπαϊκού  Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Σεπτεμβρίου 2001 για την προαγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές στην εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας (EEEK L.283), και χρησιμοποιούνται στις μεταφορές.

Άλλα επικίνδυνα απόβλητα (ΑΕΑ)
Ορισμός 1: Τα οποία εκδηλώνουν μία τουλάχιστον επικίνδυνη ιδιότητα εκτός της ιδιότητας Η9. Ο όρος «Άλλα Επικίνδυνα Απόβλητα (ΑΕΑ)» αντικαθιστά τον όρο «Επικίνδυνα Ιατρικά Απόβλητα αμιγώς τοξικού χαρακτήρα (ΕΙΑ – ΤΧ)», ο οποίος προβλέπεται στην κοινή υπουργική απόφαση 37591/2031/2003 (ΦΕΚ Β΄ 1419).

Αλλαγή φορτίου
Ορισμός 1: Σχετική η παράγραφος 1.2.5.
(δηλ. Φόρτωση διαφορετικού προϊόντος: Επικίνδυνη ατμόσφαιρα μπορεί να δημιουργηθεί στο χώρο ατμών όταν ένα προϊόν ατμών χαμηλής τάσης όπως το φωτιστικό πετρέλαιο, το gas oil ή το μαζούτ φορτώνεται σε μια δεξαμενή ή ,σε διαμέρισμα δεξαμενής οχήματος που προηγούμενα περιείχε προϊόν υψηλής τάσης ατμών όπως η βενζίνη. Αυτή η εργασία είναι γνωστή σαν αλλαγή είδους φορτίου. Θα έπρεπε να αποφεύγονται οι αλλαγές φορτίου αλλά εάν είναι αναπόφευκτο πρέπει να λαμβάνονται όλες οι προφυλάξεις ώστε να μη δημιουργηθεί εστία ανάφλεξης).
 

Ακολουθήστε μας