Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων

Βλέπετε τις εγγραφές : 4501 - 4550, σε σύνολο 12273
| 1 | 2 | 3 | 4 | A | B | C | D | E | F | G | H | I | J | K | L | M | N | O | P | Q | R | S | T | U | V | W | X | Y | Z | Ε
Συντομογραφία: FD
Όρος: Finite difference
Μετάφραση: Πεπερασμένες διαφορές

Συντομογραφία: FEM
Όρος: Finite element method
Μετάφραση: Μέθοδος πεπερασμένων στοιχείων

Συντομογραφία: FIOH
Όρος: Finnish Institute of Occupational Health
Μετάφραση: Φινλανδικό Ινστιτούτο Υγιεινής της Εργασίας

Συντομογραφία: SFS
Όρος: Finnish Standards Association
Μετάφραση: Οργάνωση Φινλανδικών Προτύπων

Όρος: Fire
Μετάφραση: Φωτιά, πυρκαγιά

Όρος: Fire -fighting equipment
Μετάφραση: Μέσο πυρόσβεσης

Όρος: Fire alarms
Μετάφραση: Συναγερμοί πυρκαγιάς

Όρος: Fire blanket
Μετάφραση: Αντιπυρική κουβέρτα

Όρος: Fire brigades
Μετάφραση: Πυροσβεστικές υπηρεσίες

Όρος: Fire drills
Μετάφραση: Ασκήσεις πυρασφάλειας

Όρος: Fire escapes
Μετάφραση: Έξοδος πυρκαγιάς

Όρος: Fire extinguishing medium
Μετάφραση: Μέσο πυρόσβεσης

Όρος: Fire fighting
Μετάφραση: Πυρόσβεση

Συντομογραφία: FFC
Όρος: Fire fighting cabinet
Μετάφραση: Πυροσβεστική φωλιά

Όρος: Fire hoses
Μετάφραση: Εύκαμπτοι πυροσβεστικοί σωλήνες (πυροσβεστικές μάνικες)

Όρος: Fire or projection hazard
Μετάφραση: Κίνδυνος πυρκαγιάς ή εκτόξευσης

Όρος: Fire or projection hazard
Μετάφραση: Κίνδυνος πυρκαγιάς ή εκτόξευσης

Όρος: Fire protection
Μετάφραση: Πυροπροστασία ή πυρασφάλεια

Όρος: Fire resistance
Μετάφραση: πυραντίσταση

Όρος: Fire resistant paint
Μετάφραση: Χρώμα πυράντοχο

Όρος: Fire resistant substances
Μετάφραση: Πυρίμαχες ουσίες

Όρος: Fire retardant
Μετάφραση: Επιβραδυντικό φλόγας

Όρος: Fire retardant paint or flame retardant paint
Μετάφραση: Χρώμα πυροπροστασίας

Όρος: Fire-extinguisher
Μετάφραση: Πυροσβεστήρας

Όρος: Fire-fighting hoses
Μετάφραση: Σωλήνες πυρόσβεσης

Όρος: Fireball
Μετάφραση: Πύρινη σφαίρα

Όρος: Fireboard
Μετάφραση: Ινοσανίδες

Όρος: Firefighter
Μετάφραση: Πυροσβέστης

Όρος: Firefighting appliances
Μετάφραση: Πυροσβεστικός εξοπλισμός

Όρος: Fireproofing of buildings
Μετάφραση: Πυροπροστασία κτηρίων

Όρος: Firewall
Μετάφραση: Τείχος ασφαλείας

Όρος: First aid
Μετάφραση: Πρώτες βοήθειες

Όρος: First aid cabinet
Μετάφραση: Κουτί πρώτων βοηθειών

Όρος: First aid kit
Μετάφραση: Κιβώτιο πρώτων βοηθειών

Όρος: First responders
Μετάφραση: Ομάδες πρώτης (1ης) απόκρισης

Με σχετικά Links:

Όρος: First-aid measures
Μετάφραση: Μέτρα πρώτων βοηθειών

Συντομογραφία: FELS toxicity test
Όρος: Fish early-life stage toxicity test
Μετάφραση: Δοκιμή τοξικότητας στα αρχικά στάδια ζωής των ψαριών

Όρος: Fissile material
Μετάφραση: Σχάσιμο υλικό

Όρος: Fissile nuclides
Μετάφραση: Σχάσιμα νουκλεΐδια

Όρος: Fistula
Μετάφραση: Συρίγγιο

Όρος: Fit for work
Μετάφραση: Ικανός για εργασία

Όρος: fit note
Μετάφραση: γνωμάτευση ικανότητας προς εργασία

Όρος: fitted ready for use
Μετάφραση: δοχείο πίεσης έτοιμο προς χρήση

Όρος: Fitting
Μετάφραση: Προσαρμογή

Όρος: Fixed contamination
Μετάφραση: Μόνιμη μόλυνση

Όρος: Fixed cover
Μετάφραση: Σταθερό κάλυμμα

Όρος: Fixed firefighting system
Μετάφραση: Μόνιμο σύστημα πυρόσβεσης

Όρος: Fixed guard
Μετάφραση: Σταθερός προφυλακτήρας

Όρος: Fixed ladders
Μετάφραση: Σταθερές σκάλες

Όρος: Fixed LPG storage tank
Μετάφραση: Σταθερή δεξαμενή αποθήκευσης υγραερίου (LPG)

Ακολουθήστε μας