Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων

Βλέπετε τις εγγραφές : 3651 - 3700, σε σύνολο 12273
| 1 | 2 | 3 | 4 | A | B | C | D | E | F | G | H | I | J | K | L | M | N | O | P | Q | R | S | T | U | V | W | X | Y | Z | Ε
Όρος: Elbow injurie
Μετάφραση: Κάκωση του αγκώνα

Όρος: Electric charge
Μετάφραση: Ηλεκτρικό φορτίο

Όρος: Electric counductivity
Μετάφραση: Ηλεκτρική αγωγιμότητα

Όρος: Electric current
Μετάφραση: Ηλεκτρικό ρεύμα

Όρος: Electric field
Μετάφραση: Ηλεκτρικό πεδίο

Όρος: Electric field strength
Μετάφραση: Ένταση ηλεκτρικού πεδίου

Όρος: Electric motor
Μετάφραση: Ηλεκτροκινητήρας, Ηλεκτρικός κινητήρας

Όρος: Electric panel
Μετάφραση: Ηλεκτρικός πίνακας

Όρος: Electric potential
Μετάφραση: Ηλεκτρικό δυναμικό

Όρος: Electric resistance
Μετάφραση: Ηλεκτρική αντίσταση

Όρος: Electric safety chain
Μετάφραση: Αλυσίδα ηλεκτρικής ασφάλειας (ασανσέρ)

Όρος: Electric shock
Μετάφραση: Ηλεκτροπληξία

Όρος: Electric signal
Μετάφραση: Ηλεκτρικό σήμα

Όρος: Electric soldering iron
Μετάφραση: Ηλεκτρικό σίδερο συγκόλλησης

Όρος: Electric welding
Μετάφραση: Ηλεκτροσυγκόλληση

Όρος: Electrical
Μετάφραση: Ηλεκτρικός

Όρος: Electrical accidents
Μετάφραση: Ατυχήματα που οφείλονται στο ηλεκτρικό ρεύμα

Όρος: Electrical anti-creep system
Μετάφραση: Ηλεκτρικό σύστημα αποφυγής της μετατόπισης

Όρος: Electrical apparatus
Μετάφραση: Ηλεκτρικές συσκευές

Όρος: Electrical cabling and wiring
Μετάφραση: Ηλεκτρικές καλωδιώσεις

Όρος: Electrical equipment
Μετάφραση: Ηλεκτρολογικός εξοπλισμός

Όρος: Electrical hazards
Μετάφραση: Ηλεκτρικοί κίνδυνοι ή κίνδυνοι από το ηλεκτρικό ρεύμα

Όρος: Electrical installation
Μετάφραση: Ηλεκτρική εγκαταστάση

Όρος: Electrical isolation
Μετάφραση: Ηλεκτρική μόνωση

Όρος: Electrical parameters of cables
Μετάφραση: Ηλεκτρικές παράμετροι καλωδίων

Όρος: Electrical protection
Μετάφραση: Ηλεκτρική προστασία

Όρος: Electrical safety
Μετάφραση: Προφύλαξη από ηλεκτροπληξία

Όρος: Electrical separation
Μετάφραση: Ηλεκτρικός διαχωρισμός

Όρος: Electrical tachometer
Μετάφραση: Ηλεκτρικό στροφόμετρο

Όρος: Electricity
Μετάφραση: Ηλεκτρισμός

Όρος: Electricity supply
Μετάφραση: Ηλεκτρική τροφοδοσία

Όρος: Electrochemical
Μετάφραση: Ηλεκτροχημικός

Όρος: Electrocution
Μετάφραση: Ηλεκτροπληξία

Όρος: Electrode
Μετάφραση: Ηλεκτρόδιο

Όρος: Electrode of the second order
Μετάφραση: Ηλεκτρόδιο δευτέρου είδους

Όρος: Electrofusion
Μετάφραση: Ηλεκτροσύντηξη

Όρος: Electrolysis
Μετάφραση: Ηλεκτρόλυση

Όρος: Electrolytes
Μετάφραση: Ηλεκτρολύτες

Συντομογραφία: EMF
Όρος: Electromagnetic field
Μετάφραση: Ηλεκτρομαγνητικό πεδίο

Όρος: Electromagnetic force
Μετάφραση: Ηλεκτρομαγνητική δύναμη

Όρος: Electromagnetic radiation
Μετάφραση: Ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία

Όρος: Electromagnetic spectrum
Μετάφραση: Ηλεκτρομαγνητικό φάσμα

Όρος: Electromotive force
Μετάφραση: ηλεκτρεγερτική δύναμη

Όρος: Electromyography
Μετάφραση: Ηλεκτρομυογραφία

Όρος: Electron
Μετάφραση: Ηλεκτρόνιο

Συντομογραφία: ECD
Όρος: Electron capture detection
Μετάφραση: Ανίχνευση σύλληψης ηλεκτρονίων

Όρος: Electronic
Μετάφραση: Ηλεκτρονικό

Συντομογραφία: ECU
Όρος: Electronic Control Unit
Μετάφραση: Ηλεκτρονική μονάδα ελέγχου

Όρος: Electronic data interchange
Μετάφραση: Ηλεκτρονική ανταλλαγή πληροφοριών

Όρος: electronic equipment
Μετάφραση: Ηλεκτρονικός εξοπλισμός

Ακολουθήστε μας