Τροποποιήθηκε από:
Συνημμένο | Μέγεθος |
---|---|
ΦΕΚ 235Α_2020 | 355.89 KB |
1. Από την 1η Ιανουαρίου 2021 οι ασφαλιστικές εισφορές των μισθωτών εργαζομένων σε φορείς εκτός δημόσιων υπηρεσιών, αποκεντρωμένων διοικήσεων, ΟΤΑ α΄ και β΄ βαθμού και νομικών προσώπων αυτών, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου εντός Γενικής Κυβέρνησης, μειώνονται κατά τρεις (3) ποσοστιαίες μονάδες από το ύψος που είχε διαμορφωθεί την 1η.6.2020, ως ακολούθως:
α) Κατά 1,85 ποσοστιαίες μονάδες (πμ) των ασφαλίστρων υπέρ κλάδου ανεργίας. Η μείωση επιμερίζεται κατά 1,49 πμ στο ασφάλιστρο του εργοδότη και κατά 0,36 πμ στο ασφάλιστρο του εργαζομένου. Το συνολικό ασφάλιστρο υπέρ ανεργίας διαμορφώνεται σε ποσοστό 2,4 % και κατανέμεται κατά 1,2 % στον εργοδότη και κατά 1,2 % στον εργαζόμενο.
β) Κατά 0,30 ποσοστιαίες μονάδες (πμ) των ασφαλίστρων υπέρ του Ενιαίου Λογαριασμού για την εφαρμογή Κοινωνικών Πολιτικών (Ε.Λ.Ε.Κ.Π.) της περ. α΄ της παρ. 4 του άρθρου 34 του ν. 4144/2013 (Α΄ 88), η οποία μειώνεται κατά 0,12 πμ από την εργοδοτική εισφορά υπέρ του Ειδικού Λογαριασμού Ανεργίας (Ε.Κ.Λ.Α.), σύμφωνα με το άρθρο 15 του ν. 2224/1994 (Α΄122) και κατά 0,18 πμ από την εργοδοτική εισφορά υπέρ του Ειδικού Λογαριασμού Προγραμμάτων Επαγγελματικής Κατάρτισης και Εκπαίδευσης (Ε.Λ.Π.Ε.Κ.Ε.), σύμφωνα με το άρθρο 14 του ν. 2224/1994. Το συνολικό ασφάλιστρο της περ. α΄ της παρ. 4 του άρθρου 34 του ν. 4144/2013 διαμορφώνεται σε 0,16 % και κατανέμεται ως εξής:
βα) Εργοδοτική εισφορά 0,06 % υπέρ του Ειδικού Λογαριασμού Προγραμμάτων Επαγγελματικής Κατάρτισης και Εκπαίδευσης (Ε.Λ.Π.Ε.Κ.Ε.), σύμφωνα με το άρθρο 14 του ν. 2224/1994.
ββ) Εισφορά εργαζομένου 0,10 % υπέρ του Ειδικού Κοινού Λογαριασμού Ανεργίας (Ε.Κ.Λ.Α.), σύμφωνα με το άρθρο 15 του ν. 2224/1994.
γ) Κατά 0,85 ποσοστιαίες μονάδες (πμ) των ασφαλίστρων υπέρ του Ενιαίου Λογαριασμού για την εφαρμογή Κοινωνικών Πολιτικών (Ε.Λ.Ε.Κ.Π) της περ. β΄ της παρ. 4 του άρθρου 34 του ν. 4144/2013, η οποία μειώνεται από την εισφορά που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο της περ. β΄ της παρ. 1 του άρθρου 7 του ν.δ. 2963/1954 (Α΄ 195), και αφορά αποκλειστικά ασφάλιστρο του εργαζόμενου. Το αντίστοιχο ασφάλιστρο του εργαζομένου υπέρ Ε.Λ.Ε.Κ.Π διαμορφώνεται σε ποσοστό 0,35 % και αφορά ασφάλιστρο υπέρ πρώην ΟΕΕ (ν. 678/1977, Α΄ 246 και άρθρο 7 του ν. 3144/2003, Α΄ 111).
2. Από την εισφορά της περ. α΄ της παρ. 4 του άρθρου 34 του ν. 4144/2013 (κλάδος ΛΑΕΚ του Ε.Λ.Ε.Κ.Π) όπως αυτή διαμορφώνεται με βάση τις διατάξεις της περ. β), αποδίδεται πόρος στο Ελληνικό Ινστιτούτο Υγιεινής και Ασφάλειας της Εργασίας, στον Εθνικό Οργανισμό Πιστοποίησης Προσόντων και Επαγγελματικού Προσανατολισμού (ΕΟΠΠΕΠ), καθώς και στα ινστιτούτα και τα εκπαιδευτικά κέντρα, τα οποία έχουν ιδρυθεί ή θα ιδρυθούν με τη συμμετοχή της ΓΣΕΕ, του ΣΕΒ, της ΓΣΕΒΕΕ, της ΕΣΕΕ, του ΣΕΤΕ και του ΣΒΒΕ. Για τους ανωτέρω φορείς, εκτός του ΕΟΠΠΕΠ, η απόδοση του πόρου από τον κλάδο ΛΑΕΚ μπορεί να ανέρχεται μέχρι ποσοστού τριάντα πέντε τοις εκατό (35%) επί του συνόλου των ετήσιων εισφορών που εισπράττονται από τον e-ΕΦΚΑ για λογαριασμό του κλάδου ΛΑΕΚ, ανεξαρτήτως του βαθμού απόδοσης αυτών στον ΟΑΕΔ. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται τα προβλεπόμενα στην παρ. 10 του άρθρου 1 του ν. 2434/1996 (Α΄188).
3. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου ισχύουν μέχρι την 31η.12.2021.
1. Η παρ. 4 του άρθρου 1 του ν. 2434/1996 (Α΄ 188) αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Για τη λειτουργία του ΛΑΕΚ συστήνεται Επιτροπή Διαχείρισης, η οποία αποφασίζει τον τρόπο κατανομής και χρήσης των ποσών του Λογαριασμού αυτού και την ανάπτυξη δράσεων απασχόλησης, επαγγελματικής κατάρτισης και κάθε άλλης πρωτοβουλίας και ενέργειας που εξυπηρετεί την προώθηση της απασχόλησης και επαγγελματικής κατάρτισης, τη βελτίωση του επιπέδου ζωής των ανέργων και ειδικότερα των μακροχρόνιων, των νέων και εκείνων που κινδυνεύουν από κοινωνικό αποκλεισμό. Η Επιτροπή Διαχείρισης του ΛΑΕΚ γνωμοδοτεί για την ασκούμενη, σε ετήσια βάση, πολιτική του Ο.Α.Ε.Δ. αναφορικά με την επιδότηση της ανεργίας.
Η Επιτροπή Διαχείρισης έχει τετραετή θητεία και συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων. Η Επιτροπή αποτελείται από:
α) τον Διοικητή του Ο.Α.Ε.Δ. ή τον οριζόμενο από αυτόν ως αναπληρωτή του αντιπρόεδρο του Δ.Σ. του Ο.Α.Ε.Δ., ο οποίος και προεδρεύει της Επιτροπής Διαχείρισης, β) πέντε (5) εκπροσώπους με ισάριθμους αναπληρωτές, που ορίζει η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος (Γ.Σ.Ε.Ε.),
γ) πέντε (5) εκπροσώπους με ισάριθμους αναπληρωτές, που ορίζονται ως εξής: ένας (1) από τον Σύνδεσμο Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (Σ.Ε.Β.), ένας (1) από τη Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος (Γ.Σ.Ε.Β.Ε.Ε.), ένας (1) από την Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου (Ε.Σ.Ε.Ε.), ένας (1) από τον Σύνδεσμο Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (Σ.Ε.Τ.Ε.) και ένας (1) από τον Σύνδεσμο Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος (Σ.Β.Β.Ε.).»
2. Η παρ. 10 του άρθρου 1 του ν. 2434/1996 αντικαθίσταται ως εξής:
«10. Από τον κλάδο ΛΑΕΚ του ΕΛΕΚΠ αποδίδεται πόρος στο Ελληνικό Ινστιτούτο Υγιεινής και Ασφάλειαςτης Εργασίας, στον Εθνικό Οργανισμό Πιστοποίησης Προσόντων και Επαγγελματικού Προσανατολισμού (Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π.), καθώς και στα ινστιτούτα και τα εκπαιδευτικά κέντρα, τα οποία έχουν ιδρυθεί ή θα ιδρυθούν με τη συμμετοχή της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (Γ.Σ.Ε.Ε.), του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (Σ.Ε.Β.), της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος (Γ.Σ.Ε.Β.Ε.Ε.), της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου (Ε.Σ.Ε.Ε.), του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (Σ.Ε.Τ.Ε.) και του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος (Σ.Β.Β.Ε.). Για τους ανωτέρω φορείς, εκτός του Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π., η απόδοση του πόρου από τον κλάδο ΛΑΕΚ μπορεί να ανέρχεται μέχρι ποσοστού τριάντα πέντε τοις εκατό (35%) επί του συνόλου των ετήσιων εισφορών που εισπράττονται από τον e-ΕΦΚΑ για λογαριασμό του κλάδου ΛΑΕΚ, ανεξαρτήτως του βαθμού απόδοσης αυτών στον Ο.Α.Ε.Δ., για το χρονικό διάστημα που διαρκεί η μείωση των εισφορών του άρθρου 31. Για τον Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π. η απόδοση του πόρου ανέρχεται στο οκτώ τοις εκατό (8%) επί του εισπραττόμενου από τους λοιπούς φορείς ποσοστού, κατά τα ανωτέρω. Με σκοπό την ολοσχερή εξόφληση εκτάκτων αποδόσεων που έλαβαν χώρα κατόπιν υπουργικών αποφάσεων που εκδόθηκαν δυνάμει της παρ. 2 του άρθρου 19 του ν. 2639/1998 (Α΄295), σε φορείς της παρούσας, παρακρατείται κατ’ έτος ποσό ίσο με το δεκαπέντε τοις εκατό (15%) της συνολικής ετήσιας απόδοσης πόρου, που αυτοί λαμβάνουν κατά περίπτωση. Το υπόλοιπο δικαιούμενο ποσό της ετήσιας απόδοσης πόρου του έτους 2016 αφαιρείται από το συνολικό ποσό οφειλής του κάθε φορέα. Η ως άνω απόδοση πόρου δεν συνιστά επιχορήγηση ή χρηματοδότηση, κατά το άρθρο 41 του ν. 4129/2013 (Α΄ 52), το άρθρο 83 του ν. 4727/2020 (Α΄ 184) και την παρ. 3 του άρθρου 12 του ν. 2731/1999 (Α΄ 138).»
2. Η παρ. 10 του άρθρου 1 του ν. 2434/1996 αντικαθίσταται ως εξής:
«10. Από τον κλάδο ΛΑΕΚ του ΕΛΕΚΠ αποδίδεται πόρος στο Ελληνικό Ινστιτούτο Υγιεινής και Ασφάλειαςτης Εργασίας, στον Εθνικό Οργανισμό Πιστοποίησης Προσόντων και Επαγγελματικού Προσανατολισμού (Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π.), καθώς και στα ινστιτούτα και τα εκπαιδευτικά κέντρα, τα οποία έχουν ιδρυθεί ή θα ιδρυθούν με τη συμμετοχή της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (Γ.Σ.Ε.Ε.), του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (Σ.Ε.Β.), της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος (Γ.Σ.Ε.Β.Ε.Ε.), της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου (Ε.Σ.Ε.Ε.), του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (Σ.Ε.Τ.Ε.) και του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος (Σ.Β.Β.Ε.). Για τους ανωτέρω φορείς, εκτός του Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π., η απόδοση του πόρου από τον κλάδο ΛΑΕΚ μπορεί να ανέρχεται μέχρι ποσοστού τριάντα πέντε τοις εκατό (35%) επί του συνόλου των ετήσιων εισφορών που εισπράττονται από τον e-ΕΦΚΑ για λογαριασμό του κλάδου ΛΑΕΚ, ανεξαρτήτως του βαθμού απόδοσης αυτών στον Ο.Α.Ε.Δ., για το χρονικό διάστημα που διαρκεί η μείωση των εισφορών του άρθρου 31. Για τον Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π. η απόδοση του πόρου ανέρχεται στο οκτώ τοις εκατό (8%) επί του εισπραττόμενου από τους λοιπούς φορείς ποσοστού, κατά τα ανωτέρω. Με σκοπό την ολοσχερή εξόφληση εκτάκτων αποδόσεων που έλαβαν χώρα κατόπιν υπουργικών αποφάσεων που εκδόθηκαν δυνάμει της παρ. 2 του άρθρου 19 του ν. 2639/1998 (Α΄295), σε φορείς της παρούσας, παρακρατείται κατ’ έτος ποσό ίσο με το δεκαπέντε τοις εκατό (15%) της συνολικής ετήσιας απόδοσης πόρου, που αυτοί λαμβάνουν κατά περίπτωση. Το υπόλοιπο δικαιούμενο ποσό της ετήσιας απόδοσης πόρου του έτους 2016 αφαιρείται από το συνολικό ποσό οφειλής του κάθε φορέα. Η ως άνω απόδοση πόρου δεν συνιστά επιχορήγηση ή χρηματοδότηση, κατά το άρθρο 41 του ν. 4129/2013 (Α΄ 52), το άρθρο 83 του ν. 4727/2020 (Α΄ 184) και την παρ. 3 του άρθρου 12 του ν. 2731/1999 (Α΄ 138).»
1. Επιχειρήσεις-εργοδότες του ιδιωτικού τομέα των οποίων αναστέλλεται η λειτουργία των επιχειρήσεων ή των υποκαταστημάτων τους με εντολή δημόσιας αρχής, βάσει Κωδικού Αριθμού Δραστηριότητας (ΚΑΔ), που ορίζονται από το Υπουργείο Οικονομικών, θέτουν υποχρεωτικά σε αναστολή τις συμβάσεις εργασίας των εργαζομένων τους που έχουν προσληφθεί έως και την 4η Νοεμβρίου 2020 ή παρατείνουν την αναστολή συμβάσεων των εργαζομένων τους που έχουν ήδη τεθεί σε αναστολή, για τον μήνα Νοέμβριο 2020, από την ημερομηνία επιβολής του μέτρου της προσωρινής απαγόρευσης λειτουργίας τους, ανά περιφερειακή ενότητα και μέχρι την 30ή Νοεμβρίου 2020, με την επιφύλαξη του άρθρου δεκάτου εβδόμου της από 30.3.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α΄ 75), που κυρώθηκε με το άρθρο 1 του ν.4684/2020 (Α΄ 86), η ισχύς του οποίου παρατάθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 18 του ν. 4725/2020 (Α΄ 186), και των κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδιδόμενων κανονιστικών πράξεων.
2. Επιχειρήσεις-εργοδότες του ιδιωτικού τομέα που ανήκουν σε κλάδους που πλήττονται, βάσει Κωδικού Αριθμού Δραστηριότητας (ΚΑΔ), που ορίζονται από το Υπουργείο Οικονομικών, δύνανται να θέτουν σε αναστολή ή να παρατείνουν την αναστολή συμβάσεων εργασίας των εργαζομένων τους, που έχουν ήδη τεθεί σε αναστολή ή και να θέτουν για πρώτη φορά σε αναστολή συμβάσεις εργασίας μέρους ή του συνόλου των εργαζομένων τους, που έχουν προσληφθεί έως και την 4η Νοεμβρίου 2020, για τον μήνα Νοέμβριο 2020, κατ’ ανώτατο χρονικό διάστημα έως τριάντα (30) ήμερες, ανά περιφερειακή ενότητα και πάντως όχι πέραν της 30ής Νοεμβρίου 2020.
3. Οι εργαζόμενοι των παρ. 1 και 2, των οποίων οι συμβάσεις εργασίας τελούν σε αναστολή κατά τον μήνα Νοέμβριο 2020, είναι δικαιούχοι της αποζημίωσης ειδικού σκοπού του δέκατου τρίτου άρθρου της από 14.3.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α΄ 64), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 3 του ν. 4682/2020 (Α΄ 76), κατ’ αναλογία των ημερών αναστολής των συμβάσεων εργασίας, με βάση υπολογισμού το ποσό των οκτακοσίων (800,00) ευρώ, που αντιστοιχεί σε τριάντα (30) ημέρες και παρέχεται πλήρης ασφαλιστική κάλυψη επί του ονομαστικού τους μισθού.
4. Η αποζημίωση της παρ. 3 είναι αφορολόγητη, ανεκχώρητη και ακατάσχετη στα χέρια του Δημοσίου ή τρίτων, κατά παρέκκλιση κάθε γενικής και ειδικής διάταξης, δεν υπόκειται σε οποιαδήποτε κράτηση, τέλος ή εισφορά, συμπεριλαμβανομένης και της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης του άρθρου 43 Α του ν. 4172/2013 (Α΄ 167), δεν δεσμεύεται και δεν συμψηφίζεται με βεβαιωμένα χρέη προς τη φορολογική διοίκηση και το Δημόσιο εν γένει, τους δήμους, τις περιφέρειες, τα ασφαλιστικά ταμεία ή τα πιστωτικά ιδρύματα.
5. Η δαπάνη για την αποζημίωση ειδικού σκοπού και η δαπάνη για το σύνολο των ασφαλιστικών εισφορών, κατ’ αναλογία του χρονικού διαστήματος αναστολής, καλύπτονται από τον Κρατικό Προϋπολογισμό.
6. α) Οι επιχειρήσεις-εργοδότες των παρ. 1 και 2, για όσο χρονικό διάστημα οι συμβάσεις εργασίας των εργαζομένων τους τελούν σε αναστολή, και σε κάθε περίπτωση μέχρι την 30ή Νοεμβρίου 2020, υποχρεούνται να μην προβούν σε μειώσεις του προσωπικού τους με καταγγελία σύμβασης εργασίας και σε περίπτωση πραγματοποίησής της, αυτή είναι άκυρη.
β) Οι επιχειρήσεις-εργοδότες της παρ. 2:
i) υποχρεούνται, μετά το πέρας της αναστολής των συμβάσεων εργασίας, να διατηρήσουν τον ίδιο αριθμό θέσεων εργασίας και με το ίδιο είδος σύμβασης εργασίας, για χρονικό διάστημα ίσο με το χρονικό διάστημα της αναστολής των συμβάσεων εργασίας των εργαζομένων αυτών,
ii) μπορούν να εντάσσουν στον Μηχανισμό «ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ» του άρθρου 31 του ν. 4690/2020 (Α΄ 104) εργαζομένους των οποίων οι συμβάσεις εργασίας δεν έχουν τεθεί σε αναστολή.
γ) Οι επιχειρήσεις – εργοδότες της παρ. 2, καθώς και της παρ. 1 για τις περιπτώσεις εξαιρέσιμων δραστηριοτήτων από την απαγόρευση λειτουργίας τους, βάσει Κ.Α.Δ., δύνανται να θέτουν εργαζόμενους, των οποίων οι συμβάσεις εργασίας τους δεν έχουν τεθεί σε αναστολή, σε καθεστώς εξ αποστάσεως εργασίας, όταν αυτή δύναται να παρασχεθεί με αυτόν τον τρόπο.
7. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων δύνανται να καθορίζονται οι όροι και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος.
8. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων δύναται να καθορίζονται η χωρική οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής του παρόντος, οι κλάδοι και οι Κ.Α.Δ. των επιχειρήσεων-εργοδοτών των οποίων αναστέλλεται η λειτουργία με εντολή δημόσιας αρχής ή που πλήττονται, οι όροι, οι προϋποθέσεις χορήγησης, το ύψος της αποζημίωσης ειδικού σκοπού και η διαδικασία καταβολής, να παρατείνεται η ισχύς του παρόντος, καθώς και να προβλέπεται κάθε άλλο ειδικότερο ζήτημα και αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος.
9. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων δύναται να ρυθμίζονται θέματα που σχετίζονται με εργαζόμενους σε επιχειρήσεις - εργοδότες που εμπίπτουν σε ειδικότερες περιπτώσεις απασχόλησης ή ειδικές κατηγορίες εργαζομένων, προκειμένου να είναι δικαιούχοι της αποζημίωσης ειδικού σκοπού, οι προϋποθέσεις χορήγησης, το ύψος, η διαδικασία καταβολής της και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.
10. Η ισχύς της παρούσας άρχεται την 1η Νοεμβρίου 2020.
1. Επιχειρήσεις – εργοδότες που απασχολούν εργαζόμενους των οποίων η σύμβαση εργασίας έχει τεθεί σε αναστολή από τον Μάρτιο του 2020 και συνεχίζει να τελεί σε αναστολή αδιαλείπτως ή κατά διαστήματα μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2020, δύνανται, κατά παρέκκλιση των σχετικών διατάξεων περί ετήσιας κανονικής άδειας, να μεταφέρουν το σύνολο ή το υπόλοιπο των δικαιούμενων ημερών της ετήσιας κανονικής άδειας του έτους 2020, έως και την 30ή Ιουνίου 2021.
2. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις για τη χορήγηση της ετήσιας κανονικής άδειας και του επιδόματος αδείας.
1. H θητεία των διοικητικών οργάνων των συνδικαλιστικών οργανώσεων του άρθρου 9 του ν. 1264/1982 (Α΄ 79) των συνταξιοδοτικών οργανώσεων, των εργοδοτικών οργανώσεων, των αιρετών οργάνων των Νομικών Προσώπων Ιδιωτικού Δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.) και του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Ταμείο Αλληλοβοήθειας Προσωπικού του Εθνικού Τυπογραφείου», εφόσον είτε έληξε από την 11η.6.2020 και εφεξής είτε λήγει για πρώτη φορά ενόσω βρίσκονται σε ισχύ τα έκτακτα μέτρα για τον περιορισμό της διασποράς του κορωνοϊού COVID-19, είτε έχει ήδη παραταθεί με το άρθρο 3 του ν. 4682/2020 (A΄ 76), το άρθρο 28 του ν. 4690/2020 (Α΄ 104) και το άρθρο 25 του ν. 4722/2020 (Α΄ 177), παρατείνεται έως την 30ή.6.2021.
2. Εξαιρετικά, έως την 30ή.6.2021 οι συνεδριάσεις των Διοικητικών Συμβουλίων των συνδικαλιστικών οργανώσεων του ν. 1264/1982, των σωματείων που λειτουργούν βάσει του Α.Κ. ή των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.), όπως και των εργοδοτικών οργανώσεων, δύνανται να διεξάγονται, μετά από απόφαση των αρμόδιων οργάνων διοίκησής τους, με τη χρήση των πλέον πρόσφορων σύγχρονων ψηφιακών μέσων απομακρυσμένης συμμετοχής των μελών τους.
3. Το άρθρο 25 του ν. 4722/2020 (Α΄ 177) καταργείται.
Για το χρονικό διάστημα που υφίσταται άμεσος κίνδυνος διασποράς της πανδημίας COVID-19, η ύπαρξη της οποίας βεβαιώνεται με απόφαση του Υπουργού Υγείας και πάντως για χρονικό διάστημα που δεν δύναται να υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες από την έναρξη ισχύος της παρούσας, είναι δυνατή η διενέργεια ελέγχων από υπαλλήλους του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (Ο.Α.Ε.Δ.), σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 2/82850/0022/259-2013 κοινή υπουργική απόφαση (Υ.Ο.Δ.Δ. 487), όπως συμπληρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 6965/222/29.5.2019 κοινή υπουργική απόφαση (Β΄ 2008), στο πλαίσιο υλοποιούμενων προγραμμάτων και παροχών εξ αποστάσεως με ηλεκτρονικά μέσα.
Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις επιμέρους διατάξεις του.
Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.
Αθήνα, 26 Νοεμβρίου 2020
Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.
Αθήνα, 26 Νοεμβρίου 2020
Ο επί της Δικαιοσύνης Υπουργός
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΙΑΡΑΣ