Σχετικό έγγραφο:
Attachment | Size |
---|---|
ΦΕΚ 354Β_2016 | 603.21 KB |
1. Τις διατάξεις του άρθρου δεύτερου του Ν.2077/1992
«Κύρωση Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση...» (Α΄ 136) και τις διατάξεις του άρθρου 1 (παρ. 1, 2, 3 και 4) και του άρθρου 2 (παρ.1ζ) του Ν.1338/1983 «Εφαρμογή του Κοινοτικού Δικαίου» (Α΄ 34) όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 6 του Ν.1440/1984 «Συμμετοχή της Ελλάδας στο κεφάλαιο, στα αποθεματικά και στις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων κ.λπ.» (Α΄70) και του άρθρου 65 του Ν.1892/1990 (Α΄101).
2. Τις διατάξεις των άρθρων 15 (παρ.3 και 4) 28,29 και 30 του Ν.1650/1986 «Για την προστασία του περιβάλλοντος» (Α΄160) όπως το άρθρο 30 τροποποιήθηκε με το άρθρο 98 (παρ.12) του Ν.1892/1990 «για τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη και άλλες διατάξεις» (Α΄101) και στη συνέχεια η παράγραφος 1 του ίδιου άρθρου τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 του Ν. 3010/2002 (Α΄ 91).
3. Τις διατάξεις των άρθρων 186 και 204 του Ν.3852/2010
«Νέα αρχιτεκτονική της Αυτοδιοίκησης και της Αποκεντρωμένης Διοίκησης - Πρόγραμμα Καλλικράτης» (Α΄87), όπως ισχύει.
4. Τις διατάξεις του άρθρου 4 του Ν.4071/2012 «Ρυθμίσεις για την τοπική ανάπτυξη, την αυτοδιοίκηση και την αποκεντρωμένη διοίκηση Ενσωμάτωση Οδηγίας 2009/50/ΕΚ» (Α΄85).
5. Τις διατάξεις της Ενότητας Α΄ του Ν.4042/2012
«Ποινική προστασία του περιβάλλοντος − Εναρμόνιση με την Οδηγία 2008/99/ΕΚ − Πλαίσιο παραγωγής και διαχείρισης αποβλήτων − Εναρμόνιση με την Οδηγία 2008/98/ΕΚ. Ρύθμιση θεμάτων Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής» (Α΄24).
6. Τις διατάξεις του Ν.4014/2011 «Περιβαλλοντική αδειοδότηση έργων και δραστηριοτήτων, ρύθμιση αυθαιρέτων σε συνάρτηση με δημιουργία περιβαλλοντικού ισοζυγίου και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Περιβάλλοντος» (Α΄209).
7. Το π.δ. 100/2014 «Οργανισμός Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής» (Α΄ 167).
8. Τις διατάξεις του Ν.3325/2005 «Περί ιδρύσεως και λειτουργίας βιομηχανικών και βιοτεχνικών εγκαταστάσεων στο πλαίσιο της αειφόρου ανάπτυξης» (Α΄68).
9. Τις διατάξεις του Ν. 3982/2011 «Απλοποίηση της αδειοδότησης τεχνικών επαγγελμάτων και μεταποιητικών δραστηριοτήτων και επιχειρηματικών πάρκων και άλλες διατάξεις» (Α΄ 143).
10. Tις διατάξεις του άρθρου 15 του Ν. 3491/2006
«Σύσταση Υποστηρικτικής Ομάδας Διαχείρισης ΧΒΡΠ απειλών και συμβάντων στη ΓΓΠΠ» (Α΄207).
11. Τις διατάξεις του Ν.3850/2010 «Κύρωση του Κώδικα νόμων για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων» (Α΄84).
12. Τις διατάξεις του Ν.3013/2002 «Περί αναβάθμισης Πολιτικής Προστασίας και λοιπές διατάξεις» (Α΄102).
13. Τις διατάξεις του Ν. 4249/2014 «Αναδιάρθρωση της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού Σώματος και της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας, αναβάθμιση Υπηρεσιών του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη…..και άλλες διατάξεις» (Α΄ 73).
14. Τις διατάξεις του Π.δ. 8/1991 «Οργάνωση και λειτουργία των υπηρεσιών του Πυροσβεστικού Σώματος» (Α΄5) και ειδικότερα τις διατάξεις του άρθρου 1 (παρ.2 περιπτ.β) καθώς και του άρθρου 64 του Ν. 4249/2014
«Αναδιάρθρωση της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού Σώματος….και άλλες διατάξεις» (Α΄ 73).
15. Την οδηγία 2012/18/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Ιουλίου 2012 της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EEL 197/1/24-7-2012).
16. Τον Κανονισμό (ΕΚ) 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, «για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH)», όπως ισχύει.
17. Τον Κανονισμό (ΕΚ) 1272/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου “για την ταξινόμηση, την επισήμανση και την συσκευασία των ουσιών και των μειγμάτων”.
18. Τις διατάξεις της υπ’ αριθ. 1299/2003 υπουργικής απόφασης «Έγκριση του από 7-4-2003 Γενικού Σχεδίου Πολιτικής Προστασίας με τη συνθηματική λέξη «ΞΕΝΟΚΡΑΤΗΣ» (Β΄423).
19. Τις διατάξεις του άρθρου 90 του Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά όργανα, όπως τέθηκε σε ισχύ με το άρθρο πρώτο του Π.δ. 63/ 2005 «Κωδικοποίηση της νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά όργανα» (Α΄98) στη συνέχεια τροποποιήθηκε με το Κεφάλαιο Δεύτερο (παραγ. Β) του Ν. 4320/2015 (Α΄29).
20. Τις διατάξεις του Π.δ. 70/2015 «Ανασύσταση των Υπουργείων….και του Υπουργείου Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας σε Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Μεταφορά της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας στο Υπουργείο Ανάπτυξης και Τουρισμού» (Α΄114).
21. Τις διατάξεις του Π.δ. 73/2015 «Διορισμός Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης, Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» (Α΄116).
22. Την με αριθ. Υ1/2015 απόφαση του Πρωθυπουργού «Καθορισμός σειράς τάξης των Υπουργείων» (Β΄2076).
23. Την με αριθ. Υ2/2015 απόφαση του Πρωθυπουργού «Σύσταση θέσεων Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» (Β΄2076).
24. Την με αριθ. Υ6/2015 απόφαση του Πρωθυπουργού «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Αναπληρωτή Υπουργό Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης Νίκο Τόσκα» (Β΄2109).
25. Την με αριθ. Υ14/2015 απόφαση του Πρωθυπουργού «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Αναπληρωτή Υπουργό Οικονομικών Τρύφωνα Αλεξιάδη» (Β΄2144).
26. Την με αριθ. 107837/2015 απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στην Υφυπουργό Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού Θεοδώρα Τζάκρη» (Β΄2280).
27. Την υπ’ αριθ. Δ6Α 1015213ΕΞ2013 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Υφυπουργού Οικονομικών «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων στο Γενικό Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών» (Β΄130).
28. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της απόφασης αυτής δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού, αποφασίζουμε:
Με την απόφαση αυτή που εκδίδεται κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 15 (παρ.3 και 4) του Ν.1650/1986, αντικαθίσταται η υπ’ αριθ. 12044/613/2007 (Β΄ 376) κοινή υπουργική απόφαση όπως ισχύει σε συμμόρφωση με τις διατάξεις της Οδηγίας 2012/18/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Ιουλίου 2012 της Ευρωπαϊκής Ένωσης «για την αντιμετώπιση των κινδύνων μεγάλων ατυχημάτων σχετιζομένων με επικίνδυνες ουσίες και για την τροποποίηση και στη συνέχεια την κατάργηση της οδηγίας 96/82/ΕΚ του Συμβουλίου», που έχει δημοσιευθεί στην Ελληνική γλώσσα στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EEL 197/1/24-7-2012) και θεσπίζονται νέοι κανόνες, μέτρα και όροι καθώς και πιο ευέλικτες διαδικασίες που αποσκοπούν στην πρόληψη των ατυχημάτων μεγάλης έκτασης που σχετίζονται με επικίνδυνες ουσίες και στον περιορισμό των συνεπειών τους στη δημόσια υγεία και στο περιβάλλον, έτσι ώστε να διασφαλίζεται με συνεπή και αποτελεσματικό τρόπο υψηλού επιπέδου εθνική και διασυνοριακή προστασία του περιβάλλοντος.
1. Η απόφαση αυτή εφαρμόζεται στις εγκαταστάσεις, όπως ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1.
2. Η απόφαση αυτή δεν εφαρμόζεται:
α) στις στρατιωτικές εγκαταστάσεις, μονάδες, ή αποθήκες·
β) σε εγκαταστάσεις που σχετίζονται με κινδύνους από ιοντίζουσα ακτινοβολία που προέρχεται από ουσίες· γ) σε οδική, σιδηροδρομική, εσωτερική πλωτή, θαλάσσια ή αεροπορική μεταφορά με την οποία σχετίζεται άμεσα ενδιάμεση προσωρινή αποθήκευση επικίνδυνων ουσιών εκτός των εγκαταστάσεων που καλύπτονται από την παρούσα απόφαση, συμπεριλαμβανομένης της φόρτωσης, εκφόρτωσης και μεταφόρτωσης από και προς άλλο μεταφορικό μέσο σε νηοδόχους, αποβάθρες και σιδηροδρομικούς σταθμούς διαλογής·
δ) σε μεταφορά επικίνδυνων ουσιών μέσω αγωγών, συμπεριλαμβανομένων των σταθμών άντλησης, έξω από τις εγκαταστάσεις που καλύπτονται από την παρούσα απόφαση·
ε) στην εκμετάλλευση, δηλαδή στην έρευνα, στην εξόρυξη και στην επεξεργασία, ορυκτών σε μεταλλεία, ορυχεία και λατομεία, μεταξύ άλλων και μέσω γεωτρήσεων, με την επιφύλαξη της παραγράφου 3·
στ) στην υπεράκτια έρευνα και εκμετάλλευση ορυκτών, συμπεριλαμβανομένων των υδρογονανθράκων·
ζ) στην υπόγεια υπεράκτια αποθήκευση αερίου, σε ειδικούς αποθηκευτικούς χώρους και σε χώρους στους οποίους γίνεται ακόμα έρευνα και εκμετάλλευση ορυκτών, συμπεριλαμβανομένων των υδρογονανθράκων·
η) σε χώρους υγειονομικής ταφής αποβλήτων, συμπεριλαμβανομένης της υπόγειας αποθήκευσης αποβλήτων, με την επιφύλαξη της παραγράφου 3·
3. Ανεξάρτητα από τις περιπτώσεις ε) και η) της παραγράφου 2, στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας απόφασης συμπεριλαμβάνονται:
α) η υπόγεια αποθήκευση φυσικού αερίου στα φυσικά πετρώματα, σε κοιλότητες αλατωρυχείων και σε εγκαταλελειμμένα μεταλλεία/ ορυχεία, και
β) οι εργασίες χημικής και θερμικής επεξεργασίας και αποθήκευσης που σχετίζονται με τις εργασίες αυτές, στις οποίες υπεισέρχονται επικίνδυνες ουσίες, καθώς επίσης και εν ενεργεία εγκαταστάσεις διάθεσης καταλοίπων (residue) επεξεργασίας μεταλλευμάτων που περιέχουν επικίνδυνες ουσίες, συμπεριλαμβανομένων λιμνών τελμάτων ή φραγμάτων.
Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, νοούνται ως:
1) «Εγκατάσταση (establishment) δραστηριότητας», εφεξής «εγκατάσταση», ο συνολικός χώρος που τελεί υπό τον έλεγχο του φορέα εκμετάλλευσης όπου υπάρχουν επικίνδυνες ουσίες σε μία ή περισσότερες μονάδες, συμπεριλαμβανομένων των κοινών ή συναφών υποδομών ή δραστηριοτήτων· οι εγκαταστάσεις κατατάσσονται σε κατώτερης ή ανώτερης βαθμίδας·
O όρος «εγκατάσταση (establishment) δραστηριότητας» διαφοροποιείται από την έννοια του όρου «εγκατάσταση−ίδρυση (installation)» όπως ορίζεται στην παράγραφο 7 του άρθρου 17 (Δεύτερο Μέρος) του Ν.3982/2011 (Α΄143).
2) «εγκατάσταση κατώτερης βαθμίδας», εγκατάσταση όπου υπάρχουν επικίνδυνες ουσίες σε ποσότητες ίσες ή μεγαλύτερες των ποσοτήτων που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι μέρος 1 στήλη 2 ή στο παράρτημα Ι μέρος 2 στήλη 2, αλλά μικρότερες των ποσοτήτων που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι μέρος 1 στήλη 3 ή στο παράρτημα Ι μέρος 2 στήλη 3, χρησιμοποιώντας, όπου έχει εφαρμογή, τον αθροιστικό κανόνα που καθορίζεται στη σημείωση 4 του παραρτήματος Ι·
3) «εγκατάσταση ανώτερης βαθμίδας», εγκατάσταση όπου υπάρχουν επικίνδυνες ουσίες σε ποσότητες ίσες ή μεγαλύτερες των ποσοτήτων που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι μέρος 1 στήλη 3 ή στο παράρτημα Ι μέρος 2 στήλη 3, χρησιμοποιώντας, όπου έχει εφαρμογή, τον αθροιστικό κανόνα που καθορίζεται στη σημείωση 4 του παραρτήματος Ι·
4) «γειτονική εγκατάσταση», εγκατάσταση που βρίσκεται κοντά σε άλλη εγκατάσταση και σε απόσταση τέτοια που αυξάνει η επικινδυνότητα ή οι συνέπειες μεγάλου ατυχήματος·
5) «νέα εγκατάσταση»:
α) εγκατάσταση που τίθεται σε λειτουργία για πρώτη φορά ή βρίσκεται σε στάδιο κατασκευής την 1η Ιουνίου 2015 ή αργότερα, ή
β) εγκατάσταση που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας απόφασης την 1η Ιουνίου 2015 ή αργότερα, ή εγκατάσταση κατώτερης βαθμίδας που αναβαθμίζεται σε ανώτερης βαθμίδας ή αντίστροφα την 1η Ιουνίου 2015 ή αργότερα, λόγω τροποποιήσεων στις μονάδες ή τις δραστηριότητές της που έχουν ως αποτέλεσμα να αλλάξει ο κατάλογος των επικίνδυνων ουσιών της εγκατάστασης αυτής,
6) «υφιστάμενη εγκατάσταση», εγκατάσταση η οποία στις 31 Μαΐου 2015 εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της υπ’ αριθ. 12044/613/2007 (Β΄ 376) κοινής υπουργικής απόφασης ως ισχύει και από την 1η Ιουνίου 2015 στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας απόφασης, χωρίς να έχει αλλάξει η ταξινόμησή της ως εγκατάσταση κατώτερης ή ανώτερης βαθμίδας·
7) «άλλη εγκατάσταση», εγκατάσταση η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας απόφασης ή εγκατάσταση κατώτερης βαθμίδας που αναβαθμίζεται σε ανώτερης βαθμίδας ή αντίστροφα, την 1η Ιουνίου 2015 ή αργότερα για λόγους άλλους από αυτούς που αναφέρονται στην παράγραφο 5·
8) «μονάδα», επίγειο ή υπόγειο τεχνικό υποσύνολο εγκατάστασης, όπου γίνεται παραγωγή, χρήση, χειρισμός ή αποθήκευση επικίνδυνων ουσιών. Στο υποσύνολο αυτό συμπεριλαμβάνεται ο εξοπλισμός, οι κατασκευές, οι αγωγοί, οι μηχανές, τα εργαλεία, οι ιδιωτικές σιδηροδρομικές διακλαδώσεις, οι νηοδόχοι, οι αποβάθρες φορτοεκφόρτωσης που εξυπηρετούν την μονάδα, οι προβλήτες, οι αποθήκες ή συναφείς κατασκευές, πλωτές ή μη, που χρειάζονται για τη λειτουργία της συγκεκριμένης μονάδας·
9) «φορέας εκμετάλλευσης», κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο εκμεταλλεύεται ή κατέχει εγκατάσταση ή μονάδα ή είναι κατά νόμο υπεύθυνο για τη διαχείριση και λειτουργία της εγκατάστασης ή μονάδας.
10) «επικίνδυνη ουσία», ουσία ή μείγμα που καλύπτεται από το μέρος 1 ή απαριθμείται στο μέρος 2 του παραρτήματος Ι, μεταξύ άλλων υπό μορφή πρώτης ύλης, προϊόντος, παραπροϊόντος, καταλοίπου (residue) ή ε διάμεσου προϊόντος·
11) «μείγμα», μείγμα ή διάλυμα που αποτελείται από δύο ή περισσότερες ουσίες·
12) «ύπαρξη επικίνδυνων ουσιών», η πραγματική ή προβλεπόμενη παρουσία επικίνδυνων ουσιών στην εγκατάσταση ή επικίνδυνων ουσιών που τεκμαίρεται λογικά ότι προβλέπεται να προκύψουν σε περίπτωση απώλειας ελέγχου της παραγωγικής διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένων δραστηριοτήτων αποθήκευσης, σε οποιαδήποτε μονάδα της εγκατάστασης, σε ποσότητες ίσες με ή μεγαλύτερες από τις οριακές ποσότητες που αναφέρονται στο μέρος 1 ή το μέρος 2 του παραρτήματος Ι,
13) «μεγάλο ατύχημα», συμβάν, όπως μεγάλη διαρροή, πυρκαγιά ή έκρηξη που προκύπτει από ανεξέλεγκτες εξελίξεις κατά τη λειτουργία οποιασδήποτε εγκατάστασης που υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας απόφασης, το οποίο προκαλεί σοβαρούς κινδύνους, άμεσους ή απώτερους, για την ανθρώπινη υγεία ή το περιβάλλον, εντός ή εκτός της εγκατάστασης και σχετίζεται με μία ή περισσότερες επικίνδυνες ουσίες·
14) «κίνδυνος (hazard)», εγγενής ιδιότητα επικίνδυνης ουσίας ή φυσικής κατάστασης που ενδέχεται να βλάψει την ανθρώπινη υγεία ή το περιβάλλον·
15) «επικινδυνότητα (risk)», πιθανότητα συγκεκριμένης επίδρασης εντός δεδομένης χρονικής περιόδου ή υπό συγκεκριμένες συνθήκες·
16) «αποθήκευση», η παρουσία ποσότητας επικίνδυνων ουσιών με σκοπό την αποθήκευση (warehousing), την παράδοση (depositing) για ασφαλή φύλαξη ή την φύλαξή τους ως απόθεμα (keeping in stock)·
17) «κοινό», ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα καθώς και οι φορείς (οι ενώσεις, οι οργανώσεις και οι ομάδες) εκπροσώπησής τους.
18) «ενδιαφερόμενο κοινό», το κοινό το οποίο θίγεται ή ενδέχεται να θιγεί ή του οποίου διακυβεύονται έννομα συμφέροντα από τη διαδικασία λήψης αποφάσεων για οποιοδήποτε από τα θέματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 14, συμπεριλαμβανομένων των μη κυβερνητικών οργανώσεων που προάγουν την προστασία του περιβάλλοντος, ανεξάρτητα εάν έχουν ή όχι νομική προσωπικότητα.
19) «επιθεώρηση», το σύνολο των δράσεων που αναλαμβάνει η αδειοδοτούσα αρχή σε συνεργασία με τις συναρμόδιες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 19, καθώς και κάθε επακόλουθη ενέργεια, συμπεριλαμβανομένων των επιτόπιων επισκέψεων, ελέγχων των εσωτερικών μέτρων, συστημάτων, εκθέσεων και εγγράφων παρακολούθησης, με σκοπό τον έλεγχο και την προαγωγή της συμμόρφωσης των εγκαταστάσεων με τις απαιτήσεις της παρούσας απόφασης.
20) «συναρμόδιες αρχές»: οι αρχές που ορίζονται στα άρθρα 5 (παρ.Β), 6 (παρ. 3.2) και 9 (παρ. Β.1) και εμπλέκονται στην εφαρμογή της παρούσας απόφασης.
21) «αδειοδοτούσα αρχή»: η αρχή που είναι αρμόδια για την έκδοση της απαιτούμενης από την κείμενη νομοθεσία άδειας εγκατάστασης ή/και λειτουργίας της εγκατάστασης ή μονάδας ή για την έκδοση άδειας εκμετάλλευσης άλλως, σε κάθε άλλη περίπτωση, για την έκδοση κάθε άλλης άδειας, έγκρισης ή βεβαίωσης για τη νόμιμη άσκηση του έργου ή της δραστηριότητας.
1.Η αρμόδια Υπηρεσία της Γενικής Δ/νσης Περιβαλλοντικής Πολιτικής του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, εφεξής ΥΠΕΝ, όταν κρίνει ότι μία επικίνδυνη ουσία που αναφέρεται στο μέρος 1 ή απαριθμείται στο μέρος 2 του παραρτήματος Ι, δεν ενέχει κίνδυνο μεγάλου ατυχήματος διότι, σύμφωνα με τα κριτήρια και τους όρους που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 της οδηγίας 2012/18/ΕΕ, υπό κανονικές ή μη συνθήκες που μπορούν εύλογα να προβλεφθούν, η ουσία αυτή δεν είναι δυνατόν, να προκαλέσει έκλυση μάζας ή ενέργειας που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μεγάλο ατύχημα, προβαίνει σε σχετική αιτιολογημένη κοινοποίηση προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η κοινοποίηση αυτή συνοδεύεται από τις πληροφορίες που προβλέπονται στην παράγραφο 2.
2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, οι πληροφορίες που απαιτούνται για την εκτίμηση των κινδύνων που συνεπάγεται η επικίνδυνη ουσία για την υγεία, τα περιουσιακά στοιχεία και το περιβάλλον, περιλαμβάνουν: α) πλήρη κατάλογο των ιδιοτήτων που χρειάζονται για την εκτίμηση της πιθανότητας να προκαλέσει η επικίνδυνη ουσία βλάβη σε περιουσιακά στοιχεία, στην υγεία ή στο περιβάλλον,
β) τις φυσικές και τις χημικές ιδιότητες, όπως μοριακή μάζα, τάση κορεσμένων ατμών, εγγενής τοξικότητα, σημείο βρασμού, δραστικότητα, ιξώδες, διαλυτότητα και άλλες σχετικές ιδιότητες,
γ) ιδιότητες που ενέχουν κίνδυνο για την υγεία ή το περιβάλλον, όπως δραστικότητα, τοξικότητα σε συνδυασμό με πρόσθετους παράγοντες ιδίως τον τρόπο προσβολής του σώματος, το λόγο τραυματισμών προς τους θανάτους, και μακροπρόθεσμες συνέπειες, καθώς επίσης άλλες ιδιότητες κατά περίπτωση,
δ) ιδιότητες που ενέχουν κίνδυνο για το περιβάλλον όπως οικοτοξικότητα, ανθεκτικότητα, βιοσωρευτικότητα, δυνατότητα μεταφοράς μακράς εμβέλειας στο περιβάλλον, καθώς επίσης άλλες ιδιότητες κατά περίπτωση,
ε) ενωσιακή ταξινόμηση της ουσίας ή του μείγματος, όταν υφίσταται,
στ) πληροφορίες σχετικά με ειδικές συνθήκες λειτουργίας όπως θερμοκρασία, πίεση, και άλλες συνθήκες κατά περίπτωση, υπό τις οποίες η επικίνδυνη ουσία αποθηκεύεται, χρησιμοποιείται ή/και υπάρχει σε περίπτωση απρόβλεπτης μη κανονικής λειτουργίας ή ατυχήματος όπως πυρκαγιά.
Α. Γενικές υποχρεώσεις:
1) Ο φορέας εκμετάλλευσης υποχρεούται να λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα σύμφωνα με τις απαιτήσεις της κείμενης νομοθεσίας, ιδίως του Ν. 1650/1986 όπως ισχύει, του Ν. 4014/2011, όπως ισχύει, του Ν. 3850/2010, του Ν. 3982/2011 όπως ισχύει, τις υγειονομικές διατάξεις καθώς και τις ειδικότερες διατάξεις που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση, για την πρόληψη των μεγάλων ατυχημάτων και τον περιορισμό των συνεπειών τους στη δημόσια υγεία και στο περιβάλλον.
2) Ο φορέας εκμετάλλευσης υποχρεούται να αποδεικνύει κάθε στιγμή στην αρχή που είναι αρμόδια για τη διενέργεια επιθεωρήσεων ή ελέγχων (τακτικών ή εκτάκτων), σύμφωνα με το άρθρο 19, ότι έχει λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση.
3) Ο φορέας εκμετάλλευσης ως υπόχρεος, σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΚ) 1272/2008, όπως ισχύει, συμπεριλαμβανομένων των κανονιστικών πράξεων που έχουν εκδοθεί σε εφαρμογή αυτού και ειδικότερα της υπ’ αριθ. 3017130/2798/2009 υπουργικής απόφασης (Β΄1843) και της υπ’ αριθ. 3015811/2663/2010 κοινής υπουργικής απόφασης (Β΄1410), για την ορθή ταξινόμηση των επικίνδυνων ουσιών και μειγμάτων έχει περαιτέρω την ευθύνη για την κατάταξη της εγκατάστασης ως ανώτερης ή κατώτερης βαθμίδας, λαμβάνοντας υπόψη τις αντίστοιχες ποσότητες των επικίνδυνων ουσιών που υπάρχουν ή ενδέχεται να υπάρξουν στην εγκατάσταση καθώς και για την τήρηση των απαιτήσεων που, κατά περίπτωση, προβλέπονται στην παρούσα απόφαση.
4) Ο φορέας εκμετάλλευσης υποχρεούται να υποβάλλει στην αδειοδοτούσα αρχή, όπως αυτή ορίζεται στην παράγραφο 21 του άρθρου 3, υπεύθυνη δήλωση του Ν. 1599/1986, όπως ισχύει, με την οποία δηλώνει:
α) τις ποσότητες των επικίνδυνων ουσιών και των μειγμάτων που υπάρχουν ή μπορεί να υπάρξουν στην εγκατάσταση και περιλαμβάνονται στο Παράρτημα Ι, καθώς και,
β) εάν, σύμφωνα με την ταξινόμηση που διενεργεί σύμφωνα με την υποπαράγραφο 3 και την παράγραφο Β, η εγκατάσταση ανήκει στην ανώτερη βαθμίδα, ή στη κατώτερη βαθμίδα, προσκομίζοντας σχετική τεκμηρίωση σύμφωνα με το παράρτημα Ι (σημείο 4 των σημειώσεων). Η υπεύθυνη δήλωση συμπληρώνεται από τον φορέα εκμετάλλευσης σύμφωνα με το υπόδειγμα του Παραρτήματος VII και υποβάλλεται μαζί με το φάκελο Κοινοποίησης σύμφωνα με την παράγραφο 2.1. του άρθρου 6.
5) Σε κάθε περίπτωση μεταβολής της ταξινόμησης των επικίνδυνων ουσιών, ο φορέας εκμετάλλευσης, ως αποκλειστικά υπεύθυνος για την ταξινόμηση σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΚ) 1272/2008, όπως ισχύει, υποχρεούται να υποβάλλει στην Διεύθυνση Ενεργειακών, Βιομηχανικών και Χημικών Προϊόντων του Γενικού Χημείου του Κράτους και στην οικεία Περιφερειακή Χημική Υπηρεσία, επικαιροποιημένο κατάλογο με τη νέα ταξινόμηση.
6) Ο φορέας εκμετάλλευσης έχει την ευθύνη ως προς την ακρίβεια, πληρότητα και ορθότητα των στοιχείων και πληροφοριών που περιλαμβάνονται στο φάκελο Κοινοποίησης (άρθρο 6 παρ. 1) και στη Μελέτη Ασφαλείας (άρθρο 9 παρ. 2).
Β. Δυνατότητα προηγούμενης γνωμοδότησης των αρμόδιων υπηρεσιών του Γενικού Χημείου του Κράτους για την ορθή ταξινόμηση των επικίνδυνων ουσιών, πριν την υποβολή του φακέλου Κοινοποίησης.
Ο φορέας εκμετάλλευσης προκειμένου να διευκολύνεται στην ταξινόμηση των επικίνδυνων ουσιών για την κατάταξη της εγκατάστασης ως ανώτερης ή κατώτερης βαθμίδας, καθώς και σε κάθε άλλη περίπτωση, έχει τη δυνατότητα, πριν την υποβολή του φακέλου Κοινοποίησης, να αιτείται από την Διεύθυνση Ενεργειακών, Βιομηχανικών και Χημικών Προϊόντων του Γενικού Χημείου του Κράτους ή/και την οικεία Περιφερειακή Χημική Υπηρεσία, γνωμοδότηση για την ορθή ταξινόμηση των επικίνδυνων ουσιών προσκομίζοντας τα στοιχεία που προβλέπονται στην παράγραφο 1δ του άρθρου 6. Η γνωμοδότηση αυτή υποβάλλεται από τον φορέα εκμετάλλευσης μαζί με τον φάκελο Κοινοποίησης, σύμφωνα με την παράγραφο 1.1.(δ) του ίδιου άρθρου.
1. O φορέας εκμετάλλευσης μιας εγκατάστασης, υποχρεούται, ανεξάρτητα αν η εγκατάσταση υπάγεται στην ανώτερη ή κατώτερη βαθμίδα, να υποβάλλει στην αδειοδοτούσα αρχή φάκελο Κοινοποίησης ο οποίος περιέχει τις ακόλουθες πληροφορίες και στοιχεία:
α) πλήρες τοπογραφικό με τις συντεταγμένες αυτής κατά ΕΓΣΑ 87 ή/και WGSC84 και ειδικότερα:
αα) Συντεταγμένες των κορυφών του πολυγώνου που ορίζει το γήπεδο της εγκατάστασης σε γεωγραφικό σύστημα αναφοράς ΕΓΣΑ 87 ή και WGSC84, σε έντυπη και ηλεκτρονική μορφή,
αβ) Κάτοψη του γηπέδου της εγκατάστασης με αποτυπωμένες τις δεξαμενές, αποθήκες και τον κύριο παραγωγικό εξοπλισμό αυτής. Καθένα από τα προαναφερθέντα στοιχεία πρέπει να έχει προκαθορισμένη ονοματολογία με βάση κωδικό αναφοράς. Η κάτοψη θα έχει γεωγραφική αναφορά στο σύστημα αναφοράς ΕΓΣΑ 87 ή και WGSC84 και θα υποβάλλεται σε έντυπη και ηλεκτρονική μορφή,
β) το όνομα ή/και την εμπορική επωνυμία και την έδρα του φορέα εκμετάλλευσης, καθώς και την πλήρη διεύθυνση της σχετικής εγκατάστασης,
γ) το όνομα, τηλέφωνο (σε 24ωρη βάση) και διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (email) του κατά νόμο υπεύθυνου της εγκατάστασης και την ιδιότητά του, αν δεν είναι ο αναφερόμενος στο στοιχείο β), καθώς και το όνομα, τηλέφωνο (σε 24ωρη βάση) και διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (email) του τεχνικού ασφαλείας,
δ) Κατάλογο των επικίνδυνων ουσιών όπως αυτές ορίζονται στις παραγράφους 10 και 12 του άρθρου 3, Δελτία Δεδομένων Ασφαλείας, των ως άνω επικινδύνων ουσιών και των πρώτων υλών, σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΚ) 1907/2006, όπως ισχύει, εφόσον δεν έχει προηγηθεί η γνωμοδότηση που προβλέπεται στην παράγραφο Β του άρθρου 5. Υπόδειγμα του καταλόγου αυτού περιλαμβάνεται στο παράρτημα VIII,
ε) επαρκείς πληροφορίες (Δελτία Δεδομένων Ασφαλείας ΔΔΑ) [ Safety Data Sheet (SDS), ή άλλα διαθέσιμα στοιχεία] για την ταυτοποίηση των επικίνδυνων ουσιών που υπάρχουν στην εγκατάσταση ή παράγονται κατά την παραγωγική διαδικασία ή που είναι δυνατόν να προκύψουν από ενδεχόμενο ατύχημα και της κατηγορίας των ουσιών αυτών,
στ) την ποσότητα και τη φυσική κατάσταση της επικίνδυνης ουσίας ή των επικίνδυνων ουσιών που αποθηκεύονται στην εγκατάσταση,
ζ) την περιγραφή της δραστηριότητας που ασκείται ή προβλέπεται να ασκηθεί στην εγκατάσταση ή στο χώρο αποθήκευσης,
η) το άμεσο περιβάλλον της εγκατάστασης κυρίως μέσω τοπογραφικών διαγραμμάτων και χαρτών,
θ) περιγραφή των παραγόντων που ενδέχεται να προκαλέσουν μεγάλο ατύχημα ή να επιδεινώσουν τις επιπτώσεις του, καθώς και λεπτομέρειες, αν υπάρχουν, σχετικά με τις γειτονικές εγκαταστάσεις, όπως και περιγραφή των δραστηριοτήτων και των χρήσεων της ευρύτερης περιοχής καθώς και των δραστηριοτήτων και έργων που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας αλλά θα ήταν δυνατόν να αποτελέσουν αιτία για αύξηση της επικινδυνότητας ή των συνεπειών μεγάλου ατυχήματος και πρόκληση πολλαπλασιαστικών αποτελεσμάτων (φαινόμενο domino),
ι) περίληψη μη τεχνικού περιεχομένου σε απλή και κατανοητή γλώσσα, ώστε να διευκολύνεται η παροχή από την αδειοδοτούσα αρχή, εύληπτων πληροφοριών στο κοινό. Η περίληψη αυτή αναφέρεται:
αα) στις κοινές ονομασίες, όπου αυτό είναι δυνατόν και, σε περίπτωση επικίνδυνων ουσιών που καλύπτονται από το Μέρος 1 του Παραρτήματος Ι στις γενικές ονομασίες καθώς επίσης και στην κατηγορία κινδύνου των επικίνδυνων ουσιών που βρίσκονται στην εγκατάσταση, με ένδειξη των κύριων επικίνδυνων χαρακτηριστικών τους εκφρασμένη με απλό τρόπο και
αβ) στις αναγκαίες επεξηγήσεις, σε απλή γλώσσα, σχετικά με τις δραστηριότητες της εγκατάστασης.
1.1. Ο φάκελος Κοινοποίησης, εκτός από τις πληροφορίες και τα στοιχεία που περιγράφονται στην παράγραφο 1, περιλαμβάνει επιπλέον:
α) Χάρτη κλίμακας 1:5000 στον οποίο αποτυπώνονται με συντεταγμένες τα παρακάτω στοιχεία, εφόσον αυτά είναι διαθέσιμα από τους οικείους ΟΤΑ:
αα) όλα τα σημεία με υψηλή συγκέντρωση πληθυσμού όπως στρατιωτικές μονάδες, άλλες εγκαταστάσεις που υπάγονται ή όχι στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας απόφασης, εκκλησίες,
αβ) οι χώροι συνάθροισης ευπαθών τμημάτων πληθυσμού όπως σχολεία, νοσοκομεία, κατασκηνώσεις και,
αγ) οι οικισμοί.
Στον χάρτη αυτόν αποτυπώνονται τα ανωτέρω στοιχεία τα οποία, σε περίπτωση εγκαταστάσεων ανώτερης βαθμίδας, βρίσκονται μέσα σε ακτίνα ίση με αυτή της ζώνης ΙΙΙ− Προστασίας πληθυσμού, σύμφωνα με το παράρτημα ΙΧ (παραγ. 3) για το δυσμενέστερο σενάριο ατυχήματος στην εγκατάσταση και, σε περίπτωση εγκαταστάσεων κατώτερης βαθμίδας, μέσα σε ακτίνα 1 Κm. β) Την Έκθεση Πολιτικής Πρόληψης Μεγάλων Ατυχημάτων (ΕΠΠΜΑ) που προβλέπεται στο άρθρο 7,
γ) Την υπεύθυνη δήλωση που προβλέπεται στην παράγραφο Α4 του άρθρου 5,
δ) Την γνωμοδότηση των αρμόδιων Υπηρεσιών του Γενικού Χημείου του Κράτους, σε περίπτωση εφαρμογής της παραγράφου Β του άρθρου 5.
2. Ο φάκελος Κοινοποίησης καθώς και η εκάστοτε επικαιροποίησή του συμπεριλαμβανομένων των προαναφερόμενων στοιχείων, υποβάλλεται σε δύο (2) αντίγραφα σε έντυπη μορφή και δώδεκα (12) αντίγραφα σε ψηφιακή μορφή. Οι χάρτες και τα τοπογραφικά διαγράμματα και στις εγκαταστάσεις ανώτερης βαθμίδας και στις εγκαταστάσεις κατώτερης βαθμίδας αποτελούν στοιχεία του φακέλου Κοινοποίησης και συνυποβάλλονται σε δώδεκα (12) αντίγραφα σε ψηφιακή και δώδεκα (12) αντίγραφα σε έντυπη μορφή.
2.1. Ο φάκελος Κοινοποίησης υποβάλλεται μέσα στις ακόλουθες προθεσμίες:
α) για νέες εγκαταστάσεις, μαζί με την αίτηση ή/και τα προαπαιτούμενα για τη χορήγηση ή τροποποίηση της άδειας εγκατάστασης ή, εφόσον αυτή δεν προβλέπεται στην κείμενη νομοθεσία, της άδειας λειτουργίας ή της άδειας εκμετάλλευσης, πριν από την έναρξη της κατασκευής ή λειτουργίας της εγκατάστασης, ή πριν από την υλοποίηση των τροποποιήσεων που θα έχουν ως αποτέλεσμα την αλλαγή του καταλόγου επικίνδυνων ουσιών,
β) για όλες τις άλλες περιπτώσεις, η επικαιροποίηση του φακέλου Κοινοποίησης γίνεται μέχρι την 1-6-2016.
2.2. Στις περιπτώσεις εγκαταστάσεων ανώτερης βαθμίδας, ο φορέας εκμετάλλευσης έχει τη δυνατότητα να υποβάλλει την Κοινοποίηση μαζί με τη Μελέτη Ασφαλείας οπότε η διαδικασία αξιολόγησης και θεώρησης της Κοινοποίησης γίνεται ταυτόχρονα με τη διαδικασία αξιολόγησης και καταχώρισης της Μελέτης Ασφαλείας, σύμφωνα με τις σχετικές προβλέψεις του άρθρου 9.
3. Για τη θεώρηση του φακέλου Κοινοποίησης τηρείται η ακόλουθη διαδικασία:
3.1. Η αδειοδοτούσα αρχή ελέγχει τυπικά αν στο φάκελο Κοινοποίησης περιλαμβάνονται τα στοιχεία της παραγράφου 1. Σε περίπτωση που διαπιστώνονται ελλείψεις η αδειοδοτούσα αρχή μέσα σε πέντε ημέρες καλεί τον ενδιαφερόμενο να συμπληρώσει το φάκελο με τα απαιτούμενα στοιχεία, τάσσοντας σε αυτόν σύντομη προθεσμία για την προσκόμισή τους.
Σε περίπτωση που διαπιστώνεται ότι ο φάκελος είναι προδήλως ελλιπής, η αδειοδοτούσα αρχή επιστρέφει αμελλητί το φάκελο στο φορέα εκμετάλλευσης με έγγραφη σχετική αιτιολόγηση.
3.2. Η αδειοδοτούσα αρχή μέσα σε δέκα πέντε (15) ημέρες από την παραλαβή του φακέλου Κοινοποίησης, διαβιβάζει αντίγραφα του φακέλου σε ψηφιακή μορφή συνοδευόμενα από τους χάρτες και τοπογραφικά διαγράμματα σε έντυπη και ψηφιακή μορφή, στις ακόλουθες συναρμόδιες αρχές για ενημέρωσή τους και τυχόν σχόλια: α) ένα (1) αντίγραφο στο Υπουργείο ΠΕΝ (Γενική Διεύθυνση Περιβαλλοντικής Πολιτικής) και ένα (1) αντίγραφο στην αρμόδια Υπηρεσία Περιβάλλοντος της οικείας Περιφέρειας όταν πρόκειται για εγκατάσταση κατώτερης βαθμίδας που υπάγεται στις διατάξεις του άρθρου 8 του Ν.4014/2013, καθώς και γ) από ένα (1) αντίγραφο στα Υπουργεία Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού (Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας), Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και στην αρμόδια Περιφερειακή Επιθεώρηση Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.Ε.Π.Ε.), στο Υπουργείο Υγείας, στη Δ/νση Σχεδιασμού και Αντιμετώπισης Εκτάκτων Αναγκών της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας (ΓΓΠΠ) και στην Αυτοτελή Δ/νση Πολιτικής Προστασίας της οικείας Περιφέρειας όταν πρόκειται για εγκαταστάσεις κατώτερης βαθμίδας, στην οικεία Πυροσβεστική Υπηρεσία της Περιφέρειας καθώς και στη Διεύθυνση Ενεργειακών, Βιομηχανικών και Χημικών Προϊόντων του Γενικού Χημείου του Κράτους και στην οικεία Περιφερειακή Χημική Υπηρεσία, εφόσον δεν έχει προηγηθεί η γνωμοδότηση που προβλέπεται στην παράγραφο Β του άρθρου 5.
Οι ανωτέρω συναρμόδιες αρχές έχουν τη δυνατότητα μέσα σε 30 ημέρες από την παραλαβή του φακέλου να διαβιβάζουν στην αδειοδοτούσα αρχή τυχόν σχόλια επί του περιεχομένου του φακέλου στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς τους και ενδεχομένως να ζητούν τυχόν συμπληρωματικά στοιχεία από τον ενδιαφερόμενο τεκμηριώνοντας το αίτημά τους.
3.3. Σε περίπτωση αιτήματος των συναρμόδιων αρχών για συμπληρωματικά στοιχεία η αδειοδοτούσα αρχή ορίζει εγγράφως στον ενδιαφερόμενο σύντομη προθεσμία για την προσκόμισή τους. Τα εν λόγω στοιχεία κοινοποιούνται στη συνέχεια από την αδειοδοτούσα αρχή στις γνωμοδοτούσες αρχές για ενημέρωσή τους και ενδεχομένως σχόλιά τους.
3.4. Μέσα σε ένα (1) μήνα από την παρέλευση των προθεσμιών που προβλέπονται στις παραγράφους 3.2 και 3.3., η αδειοδοτούσα αρχή προβαίνει σε θεώρηση ή μη του φακέλου Κοινοποίησης, ενημερώνοντας σχετικά τις ανωτέρω αρχές.
Ο φορέας εκμετάλλευσης υποχρεούται, πριν τη θεώρηση του φακέλου Κοινοποίησης, να προσκομίζει στην αδειοδοτούσα αρχή:
α) σε περίπτωση εγκατάστασης κατώτερης βαθμίδας, βεβαίωση της οικείας Πυροσβεστικής Υπηρεσίας ότι έχει κατατεθεί Μελέτη Πυροπροστασίας, ή
β) σε περίπτωση υφιστάμενης εγκατάστασης, το εν ισχύ Πιστοποιητικό Πυροπροστασίας.
Μετά τη θεώρηση του φακέλου Κοινοποίησης, από τα δύο (2) αντίγραφα του φακέλου σε έντυπη μορφή, το ένα αντίγραφο αρχειοθετείται από την ανωτέρω αρχή, το δεύτερο κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο φορέα εκμετάλλευσης.
3.5. Η θεώρηση του φακέλου Κοινοποίησης γίνεται πριν την έκδοση της προβλεπόμενης στην κείμενη νομοθεσία άδειας λειτουργίας της εγκατάστασης ή άδειας εκμετάλλευσης άλλως, εφόσον δεν υπάρχει σχετική νομοθετική πρόβλεψη, πριν την έναρξη λειτουργίας της εγκατάστασης.
3.6. Με βάση το θεωρημένο φάκελο Κοινοποίησης η αδειοδοτούσα αρχή, επιβάλλει όρους, μέτρα και περιορισμούς που τυχόν έχουν προκύψει από τις γνωμοδοτήσεις των συναρμόδιων αρχών, παρέχοντας στον ενδιαφερόμενο εύλογη προθεσμία για συμμόρφωση.
4. Από το θεωρημένο φάκελο κοινοποίησης τα στοιχεία β, γ και ι της παραγράφου 1, διαβιβάζονται στο οικείο περιφερειακό Συμβούλιο για ενημέρωση του κοινού σύμφωνα με το άρθρο 13 (παρ. 5). Σε περίπτωση που οι επιπτώσεις από ενδεχόμενο ατύχημα είναι διαπεριφερειακού επιπέδου, τα ανωτέρω στοιχεία διαβιβάζονται κατά τον ίδιο ως άνω τρόπο στα οικεία Περιφερειακά Συμβούλια για ενημέρωση του κοινού, σύμφωνα με το άρθρο 13 (παρ. 5).
5. Οι παράγραφοι 1 και 1.1 δεν εφαρμόζονται αν ο φορέας εκμετάλλευσης έχει ήδη πριν την 1η Ιουνίου 2015 υποβάλλει κοινοποίηση στην αδειοδοτούσα αρχή σύμφωνα με τις μέχρι τότε ισχύουσες σχετικές διατάξεις και οι πληροφορίες που περιέχονται σε αυτήν πληρούν τις απαιτήσεις των παραγράφων 1 και 1.1. και παραμένουν αμετάβλητες.
6. Στις περιπτώσεις που επέρχεται:
α) ουσιαστική αύξηση ή μείωση της ποσότητας ή ουσιαστική μεταβολή της φύσης ή της φυσικής κατάστασης της υπάρχουσας επικίνδυνης ουσίας, όπως τη δήλωσε στο φάκελο Κοινοποίησης ο φορέας εκμετάλλευσης, ή σημαντική μεταβολή των διεργασιών χρήσης της. Σε κάθε περίπτωση μεταβολή των ποσοτήτων μεγαλύτερη από 10% ανά κατηγορία κινδύνου του παραρτήματος Ι (Μέρος Ι) και ανά κατονομαζόμενη επικίνδυνη ουσία του παραρτήματος Ι (Μέρος ΙΙ), θεωρείται ουσιαστική,
β) μετατροπή εγκατάστασης ή μονάδας η οποία ενδέχεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις όσον αφορά τους κινδύνους μεγάλου ατυχήματος,
γ) οριστική παύση λειτουργίας ή παροπλισμός της εγκατάστασης ή
δ) αλλαγές στις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1, εκτός των περιπτώσεων β και γ αυτής, ο φορέας εκμετάλλευσης υποχρεούται να ενημερώνει εκ των προτέρων την αδειοδοτούσα αρχή και επιπλέον στις περιπτώσεις α, β και δ να προβαίνει σε επικαιροποίηση/ αναθεώρηση του φακέλου Κοινοποίησης.
7. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 6, τα στοιχεία και οι πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 1.1. επανεξετάζονται από τον φορέα εκμετάλλευσης και επικαιροποιούνται τουλάχιστον ανά πενταετία, σύμφωνα με τη διαδικασία των παραγράφων 2 έως 3.4 του παρόντος άρθρου.
8. Σε περίπτωση εγκατάστασης της παραγράφου 2.1.β και με την προϋπόθεση ότι ο φορέας εκμετάλλευσης έχει υποβάλλει εμπρόθεσμα (μέχρι την 1/6/2016) την Κοινοποίηση, είναι δυνατόν η αδειοδοτούσα αρχή, με την επιφύλαξη της παραγράφου 3.1, να παρέχει στον φορέα εκμετάλλευσης εύλογο, κατά την κρίση της, χρόνο για τη μεταγενέστερη προσκόμιση των τοπογραφικών διαγραμμάτων και των χαρτών που προβλέπονται στις παραγράφους 1α και 1.1α, εφόσον αυτό δικαιολογείται από ειδικές περιστάσεις που καθιστούν ανέφικτη την έγκαιρη προσκόμισή τους. Ο εύλογος χρόνος ορίζεται μέσα στις προθεσμίες που προβλέπονται στις παραγράφους 3.2 και 3.3.
1. Ο φορέας εκμετάλλευσης μιας εγκατάστασης καταρτίζει υποχρεωτικά, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για εγκατάσταση ανώτερης ή κατώτερης βαθμίδας, Έκθεση στην οποία αναφέρεται η οικεία Πολιτική Πρόληψης Μεγάλων Ατυχημάτων (ΕΠΠΜΑ) καθώς και οι όροι και οι μέθοδοι διασφάλισης της ορθής εφαρμογής της. Η ΠΠΜΑ πρέπει να είναι σχεδιασμένη ώστε να διασφαλίζει υψηλό επίπεδο προστασίας της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος και να είναι ανάλογη προς τους κινδύνους μεγάλου ατυχήματος.
Περιλαμβάνει τους γενικούς στόχους και τις αρχές δράσης του φορέα εκμετάλλευσης, τον ρόλο και την ευθύνη της διοίκησης που ασκείται από τον φορέα εκμετάλλευσης, καθώς και την προσήλωση του στη διαρκή βελτίωση του ελέγχου των κινδύνων μεγάλων ατυχημάτων και στη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας.
2. Η ΕΠΠΜΑ υποβάλλεται από τον φορέα εκμετάλλευσης στην αδειοδοτούσα αρχή μαζί με το φάκελο κοινοποίησης ή την εκάστοτε τροποποίησή του σύμφωνα με την παράγραφο 1.1. (εδάφιο β) και την παράγραφο 2 του άρθρου 6, μέσα στις ακόλουθες προθεσμίες:
α) για νέες εγκαταστάσεις, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 2.1 (εδάφιο α) του άρθρου 6 και
β) για όλες τις άλλες εγκαταστάσεις, μέχρι την 1−6−2016, σύμφωνα με την παράγραφο 2.1.(εδάφιο β) του άρθρου 6.
3. Οι παράγραφοι 1 και 2 δεν εφαρμόζονται, εάν ο φορέας εκμετάλλευσης έχει ήδη, πριν την 1η Ιουνίου 2015, καταρτίσει την ΕΠΠΜΑ και την έχει υποβάλλει στην αδειοδοτούσα αρχή σύμφωνα με τις μέχρι τότε ισχύουσες σχετικές διατάξεις και εφόσον οι πληροφορίες που περιέχονται σε αυτήν πληρούν τις απαιτήσεις της παραγράφου 1 και έχουν παραμείνει αμετάβλητες.
4. Η αδειοδοτούσα αρχή διαβιβάζει την ΕΠΠΜΑ στις συναρμόδιες αρχές, μαζί με τον φάκελο Κοινοποίησης σύμφωνα με τις παραγράφους 3.2 και 3.3 του άρθρου 6.
5. Με την επιφύλαξη του άρθρου 10, ο φορέας εκμετάλλευσης επανεξετάζει περιοδικά και, όταν απαιτείται, επικαιροποιεί την ΕΠΠΜΑ, άλλως, σε κάθε περίπτωση επικαιροποιεί την ΕΠΠΜΑ τουλάχιστον ανά πενταετία. Ο φορέας εκμετάλλευσης υποβάλλει, χωρίς καθυστέρηση, στην αδειοδοτούσα αρχή την επικαιροποιημένη ΕΠΠΜΑ μαζί τον επικαιροποιημένο φάκελο Κοινοποίησης, σύμφωνα με την παράγραφο 7 του άρθρου 6.
6. Η ΠΠΜΑ εφαρμόζεται με κατάλληλα μέσα, δομές και σύστημα διαχείρισης ασφαλείας, σύμφωνα προς τις απαιτήσεις του παραρτήματος III, και ανάλογα προς τους κινδύνους μεγάλου ατυχήματος και την πολυπλοκότητα της οργάνωσης ή των δραστηριοτήτων της εγκατάστασης. Για τις εγκαταστάσεις κατώτερης βαθμίδας, η υποχρέωση εφαρμογής της ΠΠΜΑ μπορεί να υλοποιηθεί με άλλα κατάλληλα μέσα, δομές και συστήματα διαχείρισης, ανάλογα προς τους κινδύνους μεγάλου ατυχήματος, λαμβανομένων υπόψη των αρχών που καθορίζονται στο Παράρτημα ΙΙΙ.
1. Η αδειοδοτούσα αρχή, με βάση τις πληροφορίες που παρέχουν οι φορείς εκμετάλλευσης σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 9, ή τις τυχόν πρόσθετες πληροφορίες που παρέχουν μετά από αίτημα της αδειοδοτούσας αρχής ή άλλης συναρμόδιας αρχής, ή τις πληροφορίες που προέκυψαν από τη διενέργεια επιθεωρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 19, καθορίζει, σε συνεργασία με την αρμόδια Υπηρεσία Περιβάλλοντος της οικείας Περιφέρειας, όλες τις εγκαταστάσεις ή ομάδες εγκαταστάσεων κατώτερης και ανώτερης βαθμίδας όπου η επικινδυνότητα ή οι συνέπειες μεγάλου ατυχήματος ενδέχεται να αυξάνονται λόγω της γεωγραφικής θέσης και της εγγύτητας αυτών των εγκαταστάσεων, καθώς και τους καταλόγους επικίνδυνων ουσιών που διαθέτουν.
2. Αν η αδειοδοτούσα αρχή διαθέτει πρόσθετες πληροφορίες, πλέον αυτών που διαβίβασε ο φορέας εκμετάλλευσης σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο (η) και το άρθρο 9, κοινοποιεί τις πληροφορίες αυτές στον εν λόγω φορέα εκμετάλλευσης, αν αυτό απαιτείται για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου καθώς και στις συναρμόδιες αρχές.
3. Οι φορείς εκμετάλλευσης των εγκαταστάσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1:
α) ανταλλάσσουν, μέσω της αδειοδοτούσας αρχής κατάλληλες πληροφορίες για τις εν λόγω εγκαταστάσεις, με τις οποίες παρέχεται η δυνατότητα να συνεκτιμώνται δεόντως η φύση και η έκταση του συνολικού κινδύνου μεγάλου ατυχήματος στις οικείες ΠΠΜΑ, στα συστήματα διαχείρισης της ασφαλείας, στις μελέτες ασφαλείας και στα εσωτερικά σχέδια έκτακτης ανάγκης, κατά περίπτωση·
β) συνεργάζονται με την αδειοδοτούσα αρχή, το/α οικείο/α Περιφερειακό/α Συμβούλιο/α και την Αυτοτελή Δ/νση Πολιτικής Προστασίας της οικείας Περιφέρειας για την ενημέρωση του κοινού σύμφωνα με το άρθρο 13 και των γειτονικών δραστηριοτήτων που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας, καθώς και για την παροχή πληροφοριών κατά την κατάρτιση εξωτερικών σχεδίων έκτακτης ανάγκης σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. Β,
γ) ενημερώνουν σχετικά με τους κινδύνους, τις επιχειρήσεις που δεν υπάγονται στις διατάξεις της παρούσας απόφασης αλλά βρίσκονται στο ίδιο βιομηχανικό πάρκο.
Η αδειοδοτούσα αρχή ενημερώνει τις συναρμόδιες αρχές για τις ανωτέρω δράσεις που προβλέπονται στην παράγραφο αυτή.
Α. Περιεχόμενο−Διαδικασία υποβολής Μελέτης Ασφαλείας
1. Ο φορέας εκμετάλλευσης εγκατάστασης ανώτερης βαθμίδας, υποχρεούται να υποβάλλει στην αδειοδοτούσα αρχή, μαζί με την αίτηση για τη χορήγηση άδειας εγκατάστασης, ανανέωσης ή τροποποίησης της άδειας αυτής, άδειας λειτουργίας ή εκμετάλλευσης ή άλλης σχετικής έγκρισης ή βεβαίωσης σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, Μελέτη Ασφαλείας με την οποία πρέπει να καταδεικνύεται ότι:
α) εφαρμόζεται, σύμφωνα με τα στοιχεία του παραρτήματος III, ΠΠΜΑ και Σύστημα Διαχείρισης της Ασφαλείας για την υλοποίησή της,
β) έχουν προσδιορισθεί οι κίνδυνοι μεγάλου ατυχήματος και τα σενάρια πιθανών μεγάλων ατυχημάτων και έχουν ληφθεί τα απαραίτητα μέτρα για την πρόληψη και τον περιορισμό των συνεπειών τους στη δημόσια υγεία και το περιβάλλον,
γ) ο σχεδιασμός, η κατασκευή, η λειτουργία και η συντήρηση κάθε μονάδας, χώρου αποθήκευσης, εξοπλισμού και υποδομής που συνδέονται με τη λειτουργία της και έχουν σχέση με τους κινδύνους μεγάλου ατυχήματος εντός της εγκατάστασης, παρέχουν επαρκή αξιοπιστία και ασφάλεια,
δ) έχουν καταρτιστεί εσωτερικά σχέδια έκτακτης ανάγκης και παρέχουν τις πληροφορίες που καθιστούν δυνατή την κατάρτιση του εξωτερικού σχεδίου έκτακτης ανάγκης,
ε) εξασφαλίζεται επαρκής πληροφόρηση των αρμόδιων αρχών σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, ώστε να αποφασίζουν σχετικά με τη χωροθέτηση νέων δραστηριοτήτων ή έργων κοντά σε υφιστάμενες εγκαταστάσεις,
στ) σε περίπτωση εγγύτητας της εγκατάστασης με άλλες εγκαταστάσεις που υπάγονται στις διατάξεις της παρούσας, έχει συνεκτιμηθεί δεόντως η φύση και η έκταση κινδύνου ενός συνολικού ατυχήματος μεγάλης έκτασης (φαινόμενο domino).
2. Η Μελέτη Aσφαλείας περιέχει τουλάχιστον:
α) τα στοιχεία και τις πληροφορίες που περιγράφονται στα Παραρτήματα II και ΙΙΙ, αναφέροντας ονομαστικά και τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα καθώς και τους φορείς που συμμετέχουν στην εκπόνησή της,
β) τα σενάρια ατυχημάτων που προκύπτουν από την ανάλυση κινδύνου της εγκατάστασης και αναφέρονται στο παράρτημα ΙΧ,
γ) το αρχικό εσωτερικό σχέδιο έκτακτης ανάγκης, το οποίο οριστικοποιείται μεταγενέστερα σύμφωνα με τη διαδικασία της παραγράφου Α3 του άρθρου 11,
δ) την απαραίτητη τεκμηρίωση συμπεριλαμβανομένων των επιστημονικών παραδοχών που έχουν χρησιμοποιηθεί για την εκπόνηση της Μελέτης Ασφαλείας.
3. Η Μελέτη Ασφαλείας καθώς και κάθε μεταγενέστερη επικαιροποίησή της υποβάλλεται σε δύο (2) αντίγραφα σε έντυπη μορφή και δώδεκα (12) αντίγραφα σε ψηφιακή μορφή.
3.1. Η Μελέτη Ασφαλείας υποβάλλεται μέσα στις ακόλουθες προθεσμίες:
α) για νέες εγκαταστάσεις, μαζί με την αίτηση ή/και τα προαπαιτούμενα για τη χορήγηση ή τροποποίηση της άδειας λειτουργίας ή της άδειας εκμετάλλευσης, άλλως, εφόσον δεν υπάρχει σχετική νομοθετική πρόβλεψη, πριν από την έναρξη λειτουργίας της εγκατάστασης, ή πριν από την υλοποίηση των τροποποιήσεων που θα έχουν ως αποτέλεσμα την αλλαγή του καταλόγου επικίνδυνων ουσιών,
β) για τις υφιστάμενες εγκαταστάσεις ανώτερης βαθμίδας, η επικαιροποίηση της Μελέτης Ασφαλείας γίνεται μέχρι την 1η Ιουνίου 2016,
γ) για τις άλλες εγκαταστάσεις, μέχρι την 1η Ιουνίου 2017.
4. Οι προηγούμενες παράγραφοι δεν εφαρμόζονται, εάν ο φορέας εκμετάλλευσης έχει ήδη, πριν από την 1η Ιουνίου 2015 υποβάλλει τη Μελέτη Ασφαλείας στην αδειοδοτούσα αρχή σύμφωνα με τις μέχρι τότε ισχύουσες σχετικές διατάξεις και οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται σε αυτήν πληρούν τις παραγράφους 1 και 2 και έχουν παραμείνει αμετάβλητες.
Σε περίπτωση που η Μελέτη Ασφαλείας δεν καλύπτει πλήρως τις απαιτήσεις των παραγράφων 1 και 2, ο φορέας εκμετάλλευσης προκειμένου να συμμορφωθεί με αυτές, υποχρεούται, κατά την κρίση της αδειοδοτούσας αρχής, είτε σε απλή ενημέρωση της υποβληθείσας Μελέτης Ασφαλείας είτε στην επικαιροποίησή της σύμφωνα με την παράγραφο Δ3, με την επιφύλαξη των προθεσμιών που προβλέπονται στην υποπαράγραφο 3.1. και στην παράγραφο Δ4.
5. Η αδειοδοτούσα αρχή ελέγχει τυπικά αν στη Μελέτη Ασφαλείας περιλαμβάνονται τα στοιχεία της παραγράφου 2. Σε περίπτωση που διαπιστώνονται ελλείψεις η αδειοδοτούσα αρχή μέσα σε πέντε ημέρες καλεί τον ενδιαφερόμενο να συμπληρώσει τη Μελέτη με τα απαιτούμενα στοιχεία.
Εάν διαπιστωθεί ότι η Μελέτη Ασφαλείας είναι προδήλως ελλιπής, η αδειοδοτούσα αρχή επιστρέφει αμελλητί τη Μελέτη στο φορέα εκμετάλλευσης με έγγραφη σχετική αιτιολόγηση.
Β. Διαδικασία αξιολόγησης της Μελέτης Ασφαλείας
Μετά την έκδοση της άδειας εγκατάστασης, εφόσον αυτή προβλέπεται από την κείμενη νομοθεσία και σε κάθε περίπτωση πριν την έκδοση της προβλεπόμενης στην κείμενη νομοθεσία άδειας λειτουργίας της εγκατάστασης ή της άδειας εκμετάλλευσης ή άλλως, εφόσον δεν υπάρχει σχετική νομοθετική πρόβλεψη, πριν την έναρξη λειτουργίας της εγκατάστασης, τηρείται η ακόλουθη διαδικασία αξιολόγησης της Μελέτης Ασφαλείας:
1. Η αδειοδοτούσα αρχή μετά τη διενέργεια του τυπικού ελέγχου της Μελέτης Ασφαλείας σύμφωνα με την παράγραφο Α5, διαβιβάζει μέσα σε ένα (1) μήνα από την παραλαβή της, από ένα αντίγραφο της Μελέτης Ασφαλείας και των στοιχείων που τη συνοδεύουν, στις παρακάτω συναρμόδιες αρχές ώστε, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, να διατυπώνουν τυχόν σχόλια και να γνωμοδοτούν επί του περιεχομένου της Μελέτης. Ειδικότερα η Μελέτη Ασφαλείας διαβιβάζεται: α) στη Γενική Δ/νση Περιβαλλοντικής Πολιτικής του ΥΠΕΝ, β) στη Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας του Υπουργείου Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού (ΥΠΟΙΑΤ) γ) στο Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και στην αρμόδια Περιφερειακή Επιθεώρηση Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία, του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.Ε.Π.Ε.), δ) στο Υπουργείο Υγείας και ε) στην οικεία Πυροσβεστική Υπηρεσία. Αντίγραφο της Μελέτης Ασφαλείας διαβιβάζεται και στην Διεύθυνση Ανάπτυξης της Περιφέρειας για απλή ενημέρωσή της.
2. Μέσα σε προθεσμία δύο (2) μηνών από την παραλαβή της Μελέτης Ασφαλείας και των συνοδευτικών στοιχείων που προβλέπονται στην παράγραφο Α2, οι ανωτέρω συναρμόδιες αρχές ελέγχουν τη Μελέτη Ασφαλείας συμπεριλαμβανομένου του Συστήματος Διαχείρισης Ασφάλειας που προβλέπεται στο Παράρτημα ΙΙΙ και διαβιβάζουν στην αδειοδοτούσα αρχή τις σχετικές γνωμοδοτήσεις για τα στοιχεία της Μελέτης Ασφαλείας που αναφέρονται σε θέματα της αρμοδιότητάς τους. Ειδικότερη αξιολόγηση του περιεχομένου της Μελέτης Ασφαλείας διενεργείται:
α) από τη Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας του ΥΠΟΙΑΤ, η οποία γνωμοδοτεί και ως προς τα σενάρια ατυχημάτων και την ασφαλή λειτουργία του μηχανολογικού εξοπλισμού της εγκατάστασης, καθώς και για τα ληπτέα προληπτικά και κατασταλτικά μέτρα, και
β) από την οικεία Πυροσβεστική Υπηρεσία, η οποία γνωμοδοτεί ως προς τα αρχικά εσωτερικά σχέδια έκτακτης ανάγκης, σύμφωνα με τη διαδικασία της παραγράφου Α3 του άρθρου 11.
3. Οι προαναφερόμενες γνωμοδοτήσεις πρέπει να είναι πλήρεις και σαφείς και να αναφέρονται στη διαπίστωση της πληρότητας της Μελέτης Ασφαλείας, ώστε να είναι δυνατή η καταχώρισή της σύμφωνα με τη διαδικασία της παραγράφου Γ. Στις γνωμοδοτήσεις αυτές είναι δυνατόν να περιλαμβάνεται και η επιβολή πρόσθετων όρων, καθώς και η πρόβλεψη μέτρων για την πρόληψη ατυχημάτων μεγάλης έκτασης και τον περιορισμό των συνεπειών τους στη δημόσια υγεία και στο περιβάλλον.
4. Αν οι προθεσμίες της υποπαραγράφου 2 παρέλθουν άπρακτες για μία ή περισσότερες από τις ως άνω συναρμόδιες αρχές, η Μελέτη Ασφαλείας καταχωρίζεται χωρίς τη/τις εν λόγω γνωμοδότηση/εις, σύμφωνα με τη διαδικασία της παραγράφου Γ. Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση που δεν γνωμοδοτήσει καμία από τις ανωτέρω συναρμόδιες αρχές.
5. Συμπληρωματικά στοιχεία
Σε περίπτωση που κάποια από τις συναρμόδιες αρχές κρίνει κατ΄ εφαρμογή της παραγράφου 2, ότι απαιτούνται συμπληρωματικά ή διευκρινιστικά στοιχεία από τον ενδιαφερόμενο, ενημερώνει την αδειοδοτούσα αρχή, με κοινοποίηση στις συναρμόδιες αρχές, μέσα σε δύο (2) μήνες από τη παραλαβή της Μελέτης Ασφαλείας, τεκμηριώνοντας το σχετικό αίτημά της. Η αδειοδοτούσα αρχή αναμένει έως τη λήξη της διμηνιαίας προθεσμίας, ώστε να συγκεντρώσει τυχόν σχετικά αιτήματα άλλων Υπουργείων και στη συνέχεια τάσσει εύλογη προθεσμία στον φορέα εκμετάλλευσης, προκειμένου να προσκομίσει τα αιτούμενα στοιχεία. Τα στοιχεία αυτά υποβάλλονται από τον φορέα εκμετάλλευσης στην αδειοδοτούσα αρχή σε έντυπη και ψηφιακή μορφή ενσωματωμένα στην αρχική Μελέτη Ασφαλείας, προκειμένου να διαβιβασθούν στη συνέχεια στις συναρμόδιες αρχές για τελική αξιολόγηση σύμφωνα με τη διαδικασία της υποπαραγράφου 2.
Γ. Καταχώριση Μελέτης Ασφαλείας-Θεώρηση Φακέλου Κοινοποίησης
1. Μέσα σε ένα (1) μήνα, από την παρέλευση των προθεσμιών που προβλέπονται στις παραγράφους Β2 και Β5, η αδειοδοτούσα αρχή προβαίνει:
α) στην καταχώριση ή μη της Μελέτης Ασφαλείας ή της επικαιροποίησής της καθώς και στη θεώρηση ή μη του Φακέλου Κοινοποίησης και επιπρόσθετα,
β) στην απαγόρευση της έναρξης ή της συνέχισης λειτουργίας της εγκατάστασης, μονάδας, ή αποθήκης, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 18, λόγω μη τήρησης των προθεσμιών που προβλέπονται στις παραγράφους 2.1.(β) και 7 του άρθρου 6 και στις παραγράφους Α 3.1.(β) και (γ) και Δ του παρόντος άρθρου.
1.1. Εάν κάποια από τις συναρμόδιες αρχές έχει διατυπώσει αρνητική γνωμοδότηση στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς της, δεν γίνεται καταχώριση της Μελέτης Ασφαλείας οπότε η εγκατάσταση δεν μπορεί να λειτουργήσει, σύμφωνα με την υποπαράγραφο 4.
1.2. Σε κάθε περίπτωση η μη καταχώριση της Μελέτης Ασφαλείας καθώς και η μη θεώρηση του Φακέλου Κοινοποίησης πρέπει να είναι επαρκώς αιτιολογημένη από την αδειοδοτούσα αρχή.
2. Η καταχώριση ή μη της Μελέτης Ασφαλείας καθώς και η θεώρηση ή μη του φακέλου Κοινοποίησης γνωστοποιείται άμεσα εγγράφως στον φορέα εκμετάλλευσης και στις συναρμόδιες αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο Β1.
3. Η καταχώριση της Μελέτης Ασφαλείας και η θεώρηση του φακέλου Κοινοποίησης γίνεται πριν τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας και δεν συνιστά έγκριση του περιεχομένου της, δεδομένου ότι τα στοιχεία της μελέτης αυτής τελούν υπό διαρκή έλεγχο, συμπλήρωση και βελτίωση.
Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο Α3.1 και ειδικότερα:
α) για τις εγκαταστάσεις της περίπτωσης α (νέες εγκαταστάσεις) καθώς και τις εγκαταστάσεις της περίπτωσης γ (άλλες εγκαταστάσεις), η καταχώριση της Μελέτης Ασφαλείας και η διενέργεια σχετικού ελέγχου από την αδειοδοτούσα αρχή, εφόσον ο έλεγχος αυτός προβλέπεται από την κείμενη νομοθεσία, αποτελεί προϋπόθεση για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας τους, σύμφωνα με την παράγραφο 4.
β) για τις υφιστάμενες εγκαταστάσεις (περ. β), γίνεται η καταχώριση της Μελέτης Ασφαλείας ενώ η άδεια λειτουργίας συνεχίζει να ισχύει ή ανανεώνεται εφόσον αυτή έχει λήξει. Μετά την καταχώριση της Μελέτης η αδειοδοτούσα αρχή επιβάλλει στην άδεια λειτουργίας τους όρους, τα μέτρα και τους περιορισμούς που τυχόν έχουν προκύψει από την αξιολόγηση της Μελέτης Ασφαλείας και παρέχει στον ενδιαφερόμενο εύλογη προθεσμία για συμμόρφωση.
4. Η καταχώριση της Μελέτης Ασφαλείας και η θεώρηση του φακέλου της Κοινοποίησης, αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για την έκδοση της άδειας λειτουργίας ή της άδειας εκμετάλλευσης ή άλλης σχετικής έγκρισης, άλλως, εφόσον δεν υπάρχει σχετική νομοθετική πρόβλεψη, για την έναρξη λειτουργίας της εγκατάστασης. Σε κάθε περίπτωση στην άδεια λειτουργίας ή εκμετάλλευσης ή σε άλλη σχετική έγκριση, περιλαμβάνονται τυχόν πρόσθετοι όροι, μέτρα και περιορισμοί που προέκυψαν κατά τη διαδικασία αξιολόγησης της Μελέτης Ασφαλείας, σύμφωνα με την παράγραφο Β του παρόντος άρθρου.
5. Μέσα σε ένα (1) μήνα από την καταχώριση της Μελέτης Ασφαλείας, η αδειοδοτούσα αρχή διαβιβάζει από ένα (1) αντίγραφο της Μελέτης Ασφαλείας σε ψηφιακή μορφή:
α) στην Αυτοτελή Δ/νση Πολιτικής Προστασίας της οικείας Περιφέρειας, προκειμένου αυτή να μεριμνήσει:
αα) για την ενημέρωση και πληροφόρηση του κοινού, σύμφωνα με την παράγραφο 3α του άρθρου 13 και,
αβ) για την κατάρτιση του εξωτερικού σχεδίου έκτακτης ανάγκης, σύμφωνα με τη παράγραφο Β του άρθρου 11,
β) στη Δ/νση Σχεδιασμού και Αντιμετώπισης Εκτάκτων Αναγκών της ΓΓΠΠ, η οποία μεριμνά για τη διάθεση της Μελέτης Ασφαλείας:
βα) στην Υποστηρικτική Ομάδα Διαχείρισης Κρίσεων του άρθρου 15 του Ν. 3491/2006, καθώς και
ββ) στην Διεύθυνση Πολιτικής Προστασίας της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης και
βγ) στο Γραφείο Πολιτικής Προστασίας του οικείου Δήμου.
Δ. Επικαιροποίηση της Μελέτης Ασφαλείας
1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 10, ο φορέας εκμετάλλευσης επανεξετάζει περιοδικά και, όταν χρειάζεται, επικαιροποιεί την Μελέτη Ασφαλείας, τουλάχιστον ανά πενταετία.
2. Ο φορέας εκμετάλλευσης επανεξετάζει και, όταν χρειάζεται, επικαιροποιεί την Μελέτη Ασφαλείας μετά από μεγάλο ατύχημα στην εγκατάστασή του, και οποιαδήποτε άλλη στιγμή, με πρωτοβουλία του φορέα εκμετάλλευσης ή μετά από αίτημα της αδειοδοτούσας αρχής ή άλλης συναρμόδιας αρχής σε συνεννόηση με την αδειοδοτούσα αρχή, όταν το δικαιολογούν νέα δεδομένα ή νέες τεχνολογικές γνώσεις σχετικά με την ασφάλεια, συμπεριλαμβανομένης της γνώσης που προκύπτει από την ανάλυση των ατυχημάτων ή, στο μέτρο του δυνατού, των «παρ’ ολίγον ατυχημάτων», και της εξέλιξης των γνώσεων σχετικά με την εκτίμηση των κινδύνων.
3. Η επικαιροποιημένη Μελέτη Ασφαλείας διαβιβάζεται χωρίς καθυστέρηση στην αδειοδοτούσα αρχή, οπότε ακολουθείται η διαδικασία της παραγράφου Β του παρόντος άρθρου.
4. Σε περίπτωση εγκατάστασης της παραγράφου Α3.1.β και με την προϋπόθεση ότι ο φορέας εκμετάλλευσης έχει υποβάλλει εμπρόθεσμα (μέχρι την 1/6/2016) τη Μελέτη Ασφαλείας, είναι δυνατόν η αδειοδοτούσα αρχή, με την επιφύλαξη της παραγράφου Α5, να παρέχει στον φορέα εκμετάλλευσης εύλογο, κατά την κρίση της, χρόνο για τη μεταγενέστερη προσκόμιση κάποιου ή κάποιων από τα στοιχεία και δικαιολογητικά που προβλέπονται στην παράγραφο Α, εφόσον αυτό δικαιολογείται από ειδικές περιστάσεις που καθιστούν ανέφικτη την έγκαιρη προσκόμισή του/τους. Ο εύλογος χρόνος ορίζεται μέσα στις προθεσμίες που προβλέπονται στην παράγραφο B (υποπαράγραφοι 2 και 5).
1. Ο φορέας εκμετάλλευσης εγκατάστασης ανώτερης βαθμίδας, υποχρεούται να υποβάλλει στην αδειοδοτούσα αρχή, μαζί με την αίτηση για τη χορήγηση άδειας εγκατάστασης, ανανέωσης ή τροποποίησης της άδειας αυτής, άδειας λειτουργίας ή εκμετάλλευσης ή άλλης σχετικής έγκρισης ή βεβαίωσης σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, Μελέτη Ασφαλείας με την οποία πρέπει να καταδεικνύεται ότι:
α) εφαρμόζεται, σύμφωνα με τα στοιχεία του παραρτήματος III, ΠΠΜΑ και Σύστημα Διαχείρισης της Ασφαλείας για την υλοποίησή της,
β) έχουν προσδιορισθεί οι κίνδυνοι μεγάλου ατυχήματος και τα σενάρια πιθανών μεγάλων ατυχημάτων και έχουν ληφθεί τα απαραίτητα μέτρα για την πρόληψη και τον περιορισμό των συνεπειών τους στη δημόσια υγεία και το περιβάλλον,
γ) ο σχεδιασμός, η κατασκευή, η λειτουργία και η συντήρηση κάθε μονάδας, χώρου αποθήκευσης, εξοπλισμού και υποδομής που συνδέονται με τη λειτουργία της και έχουν σχέση με τους κινδύνους μεγάλου ατυχήματος εντός της εγκατάστασης, παρέχουν επαρκή αξιοπιστία και ασφάλεια,
δ) έχουν καταρτιστεί εσωτερικά σχέδια έκτακτης ανάγκης και παρέχουν τις πληροφορίες που καθιστούν δυνατή την κατάρτιση του εξωτερικού σχεδίου έκτακτης ανάγκης,
ε) εξασφαλίζεται επαρκής πληροφόρηση των αρμόδιων αρχών σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, ώστε να αποφασίζουν σχετικά με τη χωροθέτηση νέων δραστηριοτήτων ή έργων κοντά σε υφιστάμενες εγκαταστάσεις,
στ) σε περίπτωση εγγύτητας της εγκατάστασης με άλλες εγκαταστάσεις που υπάγονται στις διατάξεις της παρούσας, έχει συνεκτιμηθεί δεόντως η φύση και η έκταση κινδύνου ενός συνολικού ατυχήματος μεγάλης έκτασης (φαινόμενο domino).
2. Η Μελέτη Aσφαλείας περιέχει τουλάχιστον:
α) τα στοιχεία και τις πληροφορίες που περιγράφονται στα Παραρτήματα II και ΙΙΙ, αναφέροντας ονομαστικά και τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα καθώς και τους φορείς που συμμετέχουν στην εκπόνησή της,
β) τα σενάρια ατυχημάτων που προκύπτουν από την ανάλυση κινδύνου της εγκατάστασης και αναφέρονται στο παράρτημα ΙΧ,
γ) το αρχικό εσωτερικό σχέδιο έκτακτης ανάγκης, το οποίο οριστικοποιείται μεταγενέστερα σύμφωνα με τη διαδικασία της παραγράφου Α3 του άρθρου 11,
δ) την απαραίτητη τεκμηρίωση συμπεριλαμβανομένων των επιστημονικών παραδοχών που έχουν χρησιμοποιηθεί για την εκπόνηση της Μελέτης Ασφαλείας.
3. Η Μελέτη Ασφαλείας καθώς και κάθε μεταγενέστερη επικαιροποίησή της υποβάλλεται σε δύο (2) αντίγραφα σε έντυπη μορφή και δώδεκα (12) αντίγραφα σε ψηφιακή μορφή.
3.1. Η Μελέτη Ασφαλείας υποβάλλεται μέσα στις ακόλουθες προθεσμίες:
α) για νέες εγκαταστάσεις, μαζί με την αίτηση ή/και τα προαπαιτούμενα για τη χορήγηση ή τροποποίηση της άδειας λειτουργίας ή της άδειας εκμετάλλευσης, άλλως, εφόσον δεν υπάρχει σχετική νομοθετική πρόβλεψη, πριν από την έναρξη λειτουργίας της εγκατάστασης, ή πριν από την υλοποίηση των τροποποιήσεων που θα έχουν ως αποτέλεσμα την αλλαγή του καταλόγου επικίνδυνων ουσιών,
β) για τις υφιστάμενες εγκαταστάσεις ανώτερης βαθμίδας, η επικαιροποίηση της Μελέτης Ασφαλείας γίνεται μέχρι την 1η Ιουνίου 2016,
γ) για τις άλλες εγκαταστάσεις, μέχρι την 1η Ιουνίου 2017.
4. Οι προηγούμενες παράγραφοι δεν εφαρμόζονται, εάν ο φορέας εκμετάλλευσης έχει ήδη, πριν από την 1η Ιουνίου 2015 υποβάλλει τη Μελέτη Ασφαλείας στην αδειοδοτούσα αρχή σύμφωνα με τις μέχρι τότε ισχύουσες σχετικές διατάξεις και οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται σε αυτήν πληρούν τις παραγράφους 1 και 2 και έχουν παραμείνει αμετάβλητες.
Σε περίπτωση που η Μελέτη Ασφαλείας δεν καλύπτει πλήρως τις απαιτήσεις των παραγράφων 1 και 2, ο φορέας εκμετάλλευσης προκειμένου να συμμορφωθεί με αυτές, υποχρεούται, κατά την κρίση της αδειοδοτούσας αρχής, είτε σε απλή ενημέρωση της υποβληθείσας Μελέτης Ασφαλείας είτε στην επικαιροποίησή της σύμφωνα με την παράγραφο Δ3, με την επιφύλαξη των προθεσμιών που προβλέπονται στην υποπαράγραφο 3.1. και στην παράγραφο Δ4.
5. Η αδειοδοτούσα αρχή ελέγχει τυπικά αν στη Μελέτη Ασφαλείας περιλαμβάνονται τα στοιχεία της παραγράφου 2. Σε περίπτωση που διαπιστώνονται ελλείψεις η αδειοδοτούσα αρχή μέσα σε πέντε ημέρες καλεί τον ενδιαφερόμενο να συμπληρώσει τη Μελέτη με τα απαιτούμενα στοιχεία.
Εάν διαπιστωθεί ότι η Μελέτη Ασφαλείας είναι προδήλως ελλιπής, η αδειοδοτούσα αρχή επιστρέφει αμελλητί τη Μελέτη στο φορέα εκμετάλλευσης με έγγραφη σχετική αιτιολόγηση.
Μετά την έκδοση της άδειας εγκατάστασης, εφόσον αυτή προβλέπεται από την κείμενη νομοθεσία και σε κάθε περίπτωση πριν την έκδοση της προβλεπόμενης στην κείμενη νομοθεσία άδειας λειτουργίας της εγκατάστασης ή της άδειας εκμετάλλευσης ή άλλως, εφόσον δεν υπάρχει σχετική νομοθετική πρόβλεψη, πριν την έναρξη λειτουργίας της εγκατάστασης, τηρείται η ακόλουθη διαδικασία αξιολόγησης της Μελέτης Ασφαλείας:
1. Η αδειοδοτούσα αρχή μετά τη διενέργεια του τυπικού ελέγχου της Μελέτης Ασφαλείας σύμφωνα με την παράγραφο Α5, διαβιβάζει μέσα σε ένα (1) μήνα από την παραλαβή της, από ένα αντίγραφο της Μελέτης Ασφαλείας και των στοιχείων που τη συνοδεύουν, στις παρακάτω συναρμόδιες αρχές ώστε, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, να διατυπώνουν τυχόν σχόλια και να γνωμοδοτούν επί του περιεχομένου της Μελέτης. Ειδικότερα η Μελέτη Ασφαλείας διαβιβάζεται: α) στη Γενική Δ/νση Περιβαλλοντικής Πολιτικής του ΥΠΕΝ, β) στη Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας του Υπουργείου Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού (ΥΠΟΙΑΤ) γ) στο Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και στην αρμόδια Περιφερειακή Επιθεώρηση Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία, του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.Ε.Π.Ε.), δ) στο Υπουργείο Υγείας και ε) στην οικεία Πυροσβεστική Υπηρεσία. Αντίγραφο της Μελέτης Ασφαλείας διαβιβάζεται και στην Διεύθυνση Ανάπτυξης της Περιφέρειας για απλή ενημέρωσή της.
2. Μέσα σε προθεσμία δύο (2) μηνών από την παραλαβή της Μελέτης Ασφαλείας και των συνοδευτικών στοιχείων που προβλέπονται στην παράγραφο Α2, οι ανωτέρω συναρμόδιες αρχές ελέγχουν τη Μελέτη Ασφαλείας συμπεριλαμβανομένου του Συστήματος Διαχείρισης Ασφάλειας που προβλέπεται στο Παράρτημα ΙΙΙ και διαβιβάζουν στην αδειοδοτούσα αρχή τις σχετικές γνωμοδοτήσεις για τα στοιχεία της Μελέτης Ασφαλείας που αναφέρονται σε θέματα της αρμοδιότητάς τους. Ειδικότερη αξιολόγηση του περιεχομένου της Μελέτης Ασφαλείας διενεργείται:
α) από τη Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας του ΥΠΟΙΑΤ, η οποία γνωμοδοτεί και ως προς τα σενάρια ατυχημάτων και την ασφαλή λειτουργία του μηχανολογικού εξοπλισμού της εγκατάστασης, καθώς και για τα ληπτέα προληπτικά και κατασταλτικά μέτρα, και
β) από την οικεία Πυροσβεστική Υπηρεσία, η οποία γνωμοδοτεί ως προς τα αρχικά εσωτερικά σχέδια έκτακτης ανάγκης, σύμφωνα με τη διαδικασία της παραγράφου Α3 του άρθρου 11.
3. Οι προαναφερόμενες γνωμοδοτήσεις πρέπει να είναι πλήρεις και σαφείς και να αναφέρονται στη διαπίστωση της πληρότητας της Μελέτης Ασφαλείας, ώστε να είναι δυνατή η καταχώρισή της σύμφωνα με τη διαδικασία της παραγράφου Γ. Στις γνωμοδοτήσεις αυτές είναι δυνατόν να περιλαμβάνεται και η επιβολή πρόσθετων όρων, καθώς και η πρόβλεψη μέτρων για την πρόληψη ατυχημάτων μεγάλης έκτασης και τον περιορισμό των συνεπειών τους στη δημόσια υγεία και στο περιβάλλον.
4. Αν οι προθεσμίες της υποπαραγράφου 2 παρέλθουν άπρακτες για μία ή περισσότερες από τις ως άνω συναρμόδιες αρχές, η Μελέτη Ασφαλείας καταχωρίζεται χωρίς τη/τις εν λόγω γνωμοδότηση/εις, σύμφωνα με τη διαδικασία της παραγράφου Γ. Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση που δεν γνωμοδοτήσει καμία από τις ανωτέρω συναρμόδιες αρχές.
5. Συμπληρωματικά στοιχεία
Σε περίπτωση που κάποια από τις συναρμόδιες αρχές κρίνει κατ΄ εφαρμογή της παραγράφου 2, ότι απαιτούνται συμπληρωματικά ή διευκρινιστικά στοιχεία από τον ενδιαφερόμενο, ενημερώνει την αδειοδοτούσα αρχή, με κοινοποίηση στις συναρμόδιες αρχές, μέσα σε δύο (2) μήνες από τη παραλαβή της Μελέτης Ασφαλείας, τεκμηριώνοντας το σχετικό αίτημά της. Η αδειοδοτούσα αρχή αναμένει έως τη λήξη της διμηνιαίας προθεσμίας, ώστε να συγκεντρώσει τυχόν σχετικά αιτήματα άλλων Υπουργείων και στη συνέχεια τάσσει εύλογη προθεσμία στον φορέα εκμετάλλευσης, προκειμένου να προσκομίσει τα αιτούμενα στοιχεία. Τα στοιχεία αυτά υποβάλλονται από τον φορέα εκμετάλλευσης στην αδειοδοτούσα αρχή σε έντυπη και ψηφιακή μορφή ενσωματωμένα στην αρχική Μελέτη Ασφαλείας, προκειμένου να διαβιβασθούν στη συνέχεια στις συναρμόδιες αρχές για τελική αξιολόγηση σύμφωνα με τη διαδικασία της υποπαραγράφου 2.
1. Μέσα σε ένα (1) μήνα, από την παρέλευση των προθεσμιών που προβλέπονται στις παραγράφους Β2 και Β5, η αδειοδοτούσα αρχή προβαίνει:
α) στην καταχώριση ή μη της Μελέτης Ασφαλείας ή της επικαιροποίησής της καθώς και στη θεώρηση ή μη του Φακέλου Κοινοποίησης και επιπρόσθετα,
β) στην απαγόρευση της έναρξης ή της συνέχισης λειτουργίας της εγκατάστασης, μονάδας, ή αποθήκης, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 18, λόγω μη τήρησης των προθεσμιών που προβλέπονται στις παραγράφους 2.1.(β) και 7 του άρθρου 6 και στις παραγράφους Α 3.1.(β) και (γ) και Δ του παρόντος άρθρου.
1.1. Εάν κάποια από τις συναρμόδιες αρχές έχει διατυπώσει αρνητική γνωμοδότηση στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς της, δεν γίνεται καταχώριση της Μελέτης Ασφαλείας οπότε η εγκατάσταση δεν μπορεί να λειτουργήσει, σύμφωνα με την υποπαράγραφο 4.
1.2. Σε κάθε περίπτωση η μη καταχώριση της Μελέτης Ασφαλείας καθώς και η μη θεώρηση του Φακέλου Κοινοποίησης πρέπει να είναι επαρκώς αιτιολογημένη από την αδειοδοτούσα αρχή.
2. Η καταχώριση ή μη της Μελέτης Ασφαλείας καθώς και η θεώρηση ή μη του φακέλου Κοινοποίησης γνωστοποιείται άμεσα εγγράφως στον φορέα εκμετάλλευσης και στις συναρμόδιες αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο Β1.
3. Η καταχώριση της Μελέτης Ασφαλείας και η θεώρηση του φακέλου Κοινοποίησης γίνεται πριν τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας και δεν συνιστά έγκριση του περιεχομένου της, δεδομένου ότι τα στοιχεία της μελέτης αυτής τελούν υπό διαρκή έλεγχο, συμπλήρωση και βελτίωση.
Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο Α3.1 και ειδικότερα:
α) για τις εγκαταστάσεις της περίπτωσης α (νέες εγκαταστάσεις) καθώς και τις εγκαταστάσεις της περίπτωσης γ (άλλες εγκαταστάσεις), η καταχώριση της Μελέτης Ασφαλείας και η διενέργεια σχετικού ελέγχου από την αδειοδοτούσα αρχή, εφόσον ο έλεγχος αυτός προβλέπεται από την κείμενη νομοθεσία, αποτελεί προϋπόθεση για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας τους, σύμφωνα με την παράγραφο 4.
β) για τις υφιστάμενες εγκαταστάσεις (περ. β), γίνεται η καταχώριση της Μελέτης Ασφαλείας ενώ η άδεια λειτουργίας συνεχίζει να ισχύει ή ανανεώνεται εφόσον αυτή έχει λήξει. Μετά την καταχώριση της Μελέτης η αδειοδοτούσα αρχή επιβάλλει στην άδεια λειτουργίας τους όρους, τα μέτρα και τους περιορισμούς που τυχόν έχουν προκύψει από την αξιολόγηση της Μελέτης Ασφαλείας και παρέχει στον ενδιαφερόμενο εύλογη προθεσμία για συμμόρφωση.
4. Η καταχώριση της Μελέτης Ασφαλείας και η θεώρηση του φακέλου της Κοινοποίησης, αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για την έκδοση της άδειας λειτουργίας ή της άδειας εκμετάλλευσης ή άλλης σχετικής έγκρισης, άλλως, εφόσον δεν υπάρχει σχετική νομοθετική πρόβλεψη, για την έναρξη λειτουργίας της εγκατάστασης. Σε κάθε περίπτωση στην άδεια λειτουργίας ή εκμετάλλευσης ή σε άλλη σχετική έγκριση, περιλαμβάνονται τυχόν πρόσθετοι όροι, μέτρα και περιορισμοί που προέκυψαν κατά τη διαδικασία αξιολόγησης της Μελέτης Ασφαλείας, σύμφωνα με την παράγραφο Β του παρόντος άρθρου.
5. Μέσα σε ένα (1) μήνα από την καταχώριση της Μελέτης Ασφαλείας, η αδειοδοτούσα αρχή διαβιβάζει από ένα (1) αντίγραφο της Μελέτης Ασφαλείας σε ψηφιακή μορφή:
α) στην Αυτοτελή Δ/νση Πολιτικής Προστασίας της οικείας Περιφέρειας, προκειμένου αυτή να μεριμνήσει:
αα) για την ενημέρωση και πληροφόρηση του κοινού, σύμφωνα με την παράγραφο 3α του άρθρου 13 και,
αβ) για την κατάρτιση του εξωτερικού σχεδίου έκτακτης ανάγκης, σύμφωνα με τη παράγραφο Β του άρθρου 11,
β) στη Δ/νση Σχεδιασμού και Αντιμετώπισης Εκτάκτων Αναγκών της ΓΓΠΠ, η οποία μεριμνά για τη διάθεση της Μελέτης Ασφαλείας:
βα) στην Υποστηρικτική Ομάδα Διαχείρισης Κρίσεων του άρθρου 15 του Ν. 3491/2006, καθώς και
ββ) στην Διεύθυνση Πολιτικής Προστασίας της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης και
βγ) στο Γραφείο Πολιτικής Προστασίας του οικείου Δήμου.
Σε περίπτωση μετατροπής εγκατάστασης, μονάδας, αποθήκης συμπεριλαμβανομένης της μετατροπής του κτιριακού και μηχανολογικού εξοπλισμού, ή μετατροπής της παραγωγικής διαδικασίας ή της φύσης ή της φυσικής κατάστασης ή των ποσοτήτων επικίνδυνων ουσιών που ενδέχεται να έχει σημαντικές συνέπειες για κινδύνους μεγάλου ατυχήματος ή να μετατρέψουν εγκατάσταση κατώτερης βαθμίδας σε ανώτερη ή το αντίστροφο, ο φορέας εκμετάλλευσης υποχρεούται να επανεξετάζει και, εάν χρειάζεται, επικαιροποιεί το φάκελο Kοινοποίησης, την EΠΠΜΑ, το Σύστημα Διαχείρισης Ασφαλείας και την Mελέτη Aσφαλείας, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις των άρθρων 6, 7 και 9 αντίστοιχα. Πριν από κάθε μετατροπή ο φορέας εκμετάλλευσης υποχρεούται να ενημερώνει την αδειοδοτούσα αρχή.
Α. ΕΣΩΤΕΡΙΚΑ ΣΧΕΔΙΑ ΕΚΤΑΚΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ
1. Για κάθε εγκατάσταση ανώτερης βαθμίδας ο φορέας εκμετάλλευσης υποχρεούται:
α) να καταρτίζει εσωτερικό σχέδιο έκτακτης ανάγκης με τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται μέσα στο χώρο της εγκατάστασης,
β) να παρέχει τις απαραίτητες πληροφορίες στην Αυτοτελή Δ/νση Πολιτικής Προστασίας της οικείας Περιφέρειας, ώστε αυτή να είναι σε θέση να καταρτίζει εξωτερικό σχέδιο έκτακτης ανάγκης·
1.1. Το εσωτερικό σχέδιο έκτακτης ανάγκης καταρτίζεται και εφαρμόζεται από τον φορέα εκμετάλλευσης, κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζονται συνθήκες υγιεινής και ασφάλειας της εργασίας μέσα στην εγκατάσταση, σύμφωνα με τις σχετικές προβλέψεις του Ν. 3850/2010 και εγκρίνεται από την οικεία Πυροσβεστική Υπηρεσία, όπως ειδικότερα προβλέπεται στην υποπαράγραφο 3.
2. Οι φορείς εκμετάλλευσης συμμορφώνονται με τις ανωτέρω υποχρεώσεις μέσα στις ακόλουθες προθεσμίες:
α) για τις νέες εγκαταστάσεις, πριν από την έναρξη της λειτουργίας τους, ή πριν από τις τροποποιήσεις τους που θα έχουν ως αποτέλεσμα την αλλαγή του καταλόγου επικίνδυνων ουσιών,
β) για τις υφιστάμενες εγκαταστάσεις ανώτερης βαθμίδας, έως την 1η Ιουνίου 2016, εκτός αν το εσωτερικό σχέδιο έκτακτης ανάγκης που καταρτίζεται πριν από την ημερομηνία αυτή, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της κείμενης σχετικής νομοθεσίας, καθώς και οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται σε αυτό, όπως επίσης και οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) συμφωνούν με το παρόν άρθρο και δεν έχουν μεταβληθεί,
γ) για τις άλλες εγκαταστάσεις, μέχρι την 1−6−2017.
3. Το εσωτερικό σχέδιο έκτακτης ανάγκης:
α) καταρτίζεται ύστερα από διαβούλευση με το προσωπικό που απασχολείται μέσα στην εγκατάσταση, συμπεριλαμβανομένου του σχετικού προσωπικού υπεργολαβίας που εργάζεται επί μακρόν στην συγκεκριμένη εγκατάσταση και αποστέλλεται για τυχόν σχόλια στην οικεία Πυροσβεστική Υπηρεσία και,
β) οριστικοποιείται με την θετική γνωμοδότηση της οικείας Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, σύμφωνα με την παράγραφο Β2(β) του άρθρου 9.
4. Τα εσωτερικά σχέδια έκτακτης ανάγκης περιέχουν τις πληροφορίες που παρατίθενται στην παράγραφο 1 του παραρτήματος IV.
5. Ο φορέας εκμετάλλευσης πραγματοποιεί ασκήσεις ετοιμότητας για την εφαρμογή και εκπαίδευση ως προς τα εσωτερικά σχέδια έκτακτης ανάγκης και ειδικότερα για την επίτευξη των στόχων που προβλέπονται στην παράγραφο Γ1 (στοιχεία α, β και γ), απευθύνοντας σχετική πρόσκληση για συμμετοχή στην οικεία Πυροσβεστική Υπηρεσία.
6. Οι φορείς εκμετάλλευσης έχουν υποχρέωση να προβαίνουν σε επανεξέταση, δοκιμή και, όταν χρειάζεται, σε επικαιροποίηση των εσωτερικών σχεδίων έκτακτης ανάγκης κάθε τρία (3) χρόνια και σε κάθε περίπτωση οποτεδήποτε συμβεί σημαντική αλλαγή στη λειτουργία της εγκατάστασης. Η επανεξέταση λαμβάνει υπόψη τις μετατροπές στη σχετική εγκατάσταση, στους μηχανισμούς έκτακτης ανάγκης της εγκατάστασης, τις νέες τεχνικές γνώσεις και τις γνώσεις που αφορούν στην αντιμετώπιση ατυχημάτων μεγάλης έκτασης. Η επικαιροποίηση των εσωτερικών σχεδίων έκτακτης ανάγκης πραγματοποιείται σύμφωνα με τη διαδικασία της υποπαραγράφου 3.
6.1. Τα επικαιροποιημένα σχέδια αποστέλλονται αμελλητί από την αδειοδοτούσα αρχή στην Αυτοτελή Δ/νση Πολιτικής Προστασίας της οικείας Περιφέρειας, ώστε αυτή να είναι σε θέση να επανεξετάζει τα εξωτερικά σχέδια έκτακτης ανάγκης σύμφωνα με τις ειδικότερες προβλέψεις της παραγράφου Β.2.
Β. ΕΞΩΤΕΡΙΚΑ ΣΧΕΔΙΑ ΕΚΤΑΚΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΩΝ ΑΤΥΧΗ− ΜΑΤΩΝ ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΚΤΑΣΗΣ (ΣΑΤΑΜΕ)
Β.1. ΓΕΝΙΚΟ ΣΑΤΑΜΕ
Η Δ/νση Σχεδιασμού και Αντιμετώπισης Εκτάκτων Αναγκών της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας (ΓΓΠΠ) συντονίζει τη διαδικασία αναθεώρησης/επικαιροποίησης του υφιστάμενου Γενικού Σχεδίου Έκτακτης Ανάγκης για την Αντιμετώπιση Τεχνολογικών Ατυχημάτων Μεγάλης Έκτασης στο χώρο έξω από τις εγκαταστάσεις ανώτερης βαθμίδας (Γενικό ΣΑΤΑΜΕ), σύμφωνα με τους στόχους, τις κατευθύνσεις και τις απαιτήσεις σχεδίασης που προβλέπονται στην υπ’ αριθ. 1299/2003 υπουργική απόφαση, με την οποία εγκρίθηκε το Γενικό Σχέδιο Πολιτικής Προστασίας «ΞΕΝΟΚΡΑΤΗΣ».
Η ανωτέρω διαδικασία διενεργείται σε συνεργασία με τα Υπουργεία Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού, Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Οικονομικών, Υγείας, Εθνικής Άμυνας, καθώς και το Αρχηγείο του Πυροσβεστικού Σώματος και άλλους κατά περίπτωση συναρμόδιους φορείς.
Μετά την αποδοχή του Γενικού ΣΑΤΑΜΕ από όλους τους ανωτέρω αρμόδιους φορείς κατά το μέρος που τους αφορά και εμπλέκονται, το ΣΑΤΑΜΕ εγκρίνεται από το Γενικό Γραμματέα Πολιτικής Προστασίας, μετά από εισήγηση της Δ/νσης Σχεδιασμού και Αντιμετώπισης Εκτάκτων Αναγκών της ΓΓΠΠ.
Β.2. ΕΙΔΙΚΟ ΣΑΤΑΜΕ ΓΙΑ ΚΑΘΕ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
1. Για κάθε εγκατάσταση/ μονάδα ανώτερης βαθμίδας η Αυτοτελής Δ/νση Πολιτικής Προστασίας της οικείας Περιφέρειας, μέσα σε δύο (2) έτη από την παραλαβή της καταχωρισμένης Μελέτης Ασφαλείας σύμφωνα με την παράγραφο Α1β, έχει την ευθύνη, για την κατάρτιση εξωτερικού σχεδίου έκτακτης ανάγκης, αναφορικά με τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται έξω από το χώρο της συγκεκριμένης εγκατάστασης, εφεξής Ειδικό ΣΑΤΑΜΕ.
2. Η Αυτοτελής Δ/νση Πολιτικής Προστασίας της ο κείας Περιφέρειας, καταρτίζει το Ειδικό ΣΑΤΑΜΕ σύμφωνα με τις σχετικές προβλέψεις και κατευθύνσεις του εκάστοτε υφιστάμενου Γενικού ΣΑΤΑΜΕ, ώστε το περιεχόμενο και η δομή του Ειδικού ΣΑΤΑΜΕ να εναρμονίζεται πλήρως με το Γενικό ΣΑΤΑΜΕ. Το Ειδικό ΣΑΤΑΜΕ περιλαμβάνει τις πληροφορίες που παρατίθενται στην παράγραφο 2 του παραρτήματος IV. Για την κατάρτιση του Ειδικού ΣΑΤΑΜΕ η ανωτέρω αρχή:
α) λαμβάνει υπόψη αα) την καταχωρισμένη Μελέτη Ασφαλείας συνεκτιμώντας και το ενδεχόμενο των πολλαπλασιαστικών φαινομένων (φαινόμενο domino) σύμφωνα με το άρθρο 8, καθώς και αβ) το οριστικό εσωτερικό σχέδιο έκτακτης ανάγκης,
β) συνεργάζεται με τις εμπλεκόμενες Υπηρεσίες της οικείας Περιφέρειας και αν κρίνεται σκόπιμο και της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, με άλλα κατά περίπτωση συναρμόδια Υπουργεία, οργανισμούς και φορείς συμπεριλαμβανομένων των οικείων Δήμων καθώς και με εκπρόσωπο της οικείας Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και της εγκατάστασης,
γ) δημοσιοποιεί το Ειδικό ΣΑΤΑΜΕ μέσω του Περιφερειακού Συμβουλίου, έγκαιρα και με κάθε πρόσφορο μέσο, έντυπο και ηλεκτρονικό, σύμφωνα με τις ειδικότερες προβλέψεις της υποπαραγράφου 2.2., ώστε το ενδιαφερόμενο κοινό να έχει τη δυνατότητα να διατυπώνει τη γνώμη του, πριν την έγκριση του Ειδικού ΣΑΤΑΜΕ.
2.1. Εάν οι επιπτώσεις από ένα ενδεχόμενο ατύχημα είναι διαπεριφερειακού επιπέδου, η ανωτέρω δημοσιοποίηση του Ειδικού ΣΑΤΑΜΕ γίνεται μέσω των οικείων Περιφερειακών Συμβουλίων των εν λόγω Περιφερειών.
2.2. Για τη δημοσιοποίηση του Ειδικού ΣΑΤΑΜΕ, πριν την έγκρισή του και τη συμμετοχή του ενδιαφερόμενου κοινού σε δημόσια διαβούλευση, τηρείται από το οικείο/α Περιφερειακό/α Συμβούλιο/α η ακόλουθη διαδικασία:
2.2.1. Το/α οικείο/α Περιφερειακό/α Συμβούλιο/α μέσα σε πέντε (5) ημέρες από την παραλαβή του Ειδικού ΣΑΤΑΜΕ από την Αυτοτελή Δ/νση Πολιτικής Προστασίας της οικείας Περιφέρειας, προβαίνει (ουν):
α) σε δημοσίευση με έξοδα του φορέα εκμετάλλευσης, σε μία τουλάχιστον τοπική εφημερίδα ή σε μία καθημερινή εφημερίδα εθνικής εμβέλειας:
αα) ανακοίνωσης η οποία περιλαμβάνει:
- το όνομα ή/και την εμπορική επωνυμία του φορέα εκμετάλλευσης,
- περιγραφή της δραστηριότητας που ασκείται ή πρόκειται να ασκηθεί στην εγκατάσταση και την πλήρη διεύθυνση της εγκατάστασης αυτής,
- απλή αναφορά στο περιεχόμενο του Ειδικού ΣΑΤΑΜΕ,
- γνωστοποίηση προς το ενδιαφερόμενο κοινό ότι διαθέτει τις πληροφορίες της υποπαραγράφου 2 και ότι πρόσβαση σε αυτές είναι ανοικτή για την ενημέρωση του ενδιαφερόμενου κοινού και,
αβ) πρόσκλησης προς το ενδιαφερόμενο κοινό για να λάβει γνώση του Ειδικού ΣΑΤΑΜΕ και να διατυπώσει εγγράφως απόψεις του, εφόσον το επιθυμεί, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται στην υποπαράγραφο 2.2.2,
β) στην ανάρτηση της ανωτέρω ανακοίνωσης και γνωστοποίηση της δημοσίευσής της στον πίνακα ανακοινώσεων της Περιφέρειας ή/και στην τηρούμενη από την Περιφέρεια ιστοσελίδα,
γ) στην γνωστοποίηση στην αδειοδοτούσα αρχή της Εφημερίδας ή των Εφημερίδων στις οποίες δημοσιεύθηκε η ως άνω ανακοίνωση,
2.2.2. Μέσα σε προθεσμία 20 ημερών από τη δημοσίευση της ανωτέρω ανακοίνωσης το ενδιαφερόμενο κοινό έχει το δικαίωμα:
α) να λάβει γνώση ολοκλήρου του περιεχομένου του Ειδικού ΣΑΤΑΜΕ απευθυνόμενο είτε στο Περιφερειακό Συμβούλιο είτε στην Αυτοτελή Δ/νση Πολιτικής Προστασίας της Περιφέρειας και
β) να διατυπώνει εγγράφως τεκμηριωμένες απόψεις και σχόλια επί του περιεχομένου του ΣΑΤΑΜΕ. Οι απόψεις αυτές και τα σχόλια κατατίθενται ή αποστέλλονται ταχυδρομικά ή ηλεκτρονικά στο Περιφερειακό Συμβούλιο και στην Αυτοτελή Δ/νση Πολιτικής Προστασίας της Περιφέρειας.
Μέσα στην ίδια ως άνω προθεσμία το Περιφερειακό Συμβούλιο διατυπώνει και το ίδιο τυχόν σχόλια και τα διαβιβάζει στην Αυτοτελή Δ/νση Πολιτικής Προστασίας της Περιφέρειας.
2.2.3. Μετά την παρέλευση της ανωτέρω ημερομηνίας η Αυτοτελής Δ/νση Πολιτικής Προστασίας της Περιφέρειας μέσα σε δέκα (10) ημέρες προβαίνει στην αξιολόγηση των τυχόν σχολίων από τη δημόσια διαβούλευση και στην συνέχεια εισηγείται στο Γενικό Γραμματέα Πολιτικής Προστασίας την έγκριση του Ειδικού ΣΑΤΑΜΕ.
3. Το Ειδικό ΣΑΤΑΜΕ εγκρίνεται από το Γενικό Γραμματέα Πολιτικής Προστασίας μετά από θετική εισήγηση του οικείου Περιφερειάρχη σχετικά με τη διάθεση πόρων για την υλοποίηση του ΣΑΤΑΜΕ και εφαρμόζεται με ευθύνη της Αυτοτελούς Δ/νσης Πολιτικής Προστασίας της Περιφέρειας. Ο τρόπος αντιμετώπισης του ατυχήματος, η σχετική ροή πληροφοριών, οι ρόλοι και οι αρμοδιότητες και εν γένει η συμβολή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης και των οικείων ΟΤΑ και η κλιμάκωση αντιμετώπισης γίνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο Ειδικό και στο Γενικό ΣΑΤΑΜΕ. Το Ειδικό ΣΑΤΑΜΕ μετά την έγκρισή του κοινοποιείται στο ή στα οικείο/α Περιφερειακό/ά Συμβούλιο/α για ενημέρωση του κοινού σύμφωνα με το άρθρο 13 (παρ.5).
4. Η Αυτοτελής Δ/νση Πολιτικής Προστασίας της Περιφέρειας:
α) μεριμνά για τη διενέργεια ασκήσεων ετοιμότητας σε συνεργασία με τον φορέα εκμετάλλευσης και τους συναρμόδιους φορείς, για την εφαρμογή και την εκπαίδευση στο Ειδικό ΣΑΤΑΜΕ,
β) εξασφαλίζει την παροχή των πληροφοριών που προβλέπονται στο Ειδικό ΣΑΤΑΜΕ, σύμφωνα με την παράγραφο 3α του άρθρου 13,
γ) δημοσιοποιεί με κάθε πρόσφορο μέσο, έντυπο ή ηλεκτρονικό, προς όλες τις επιχειρήσεις που βρίσκονται στη ζώνη ΙΙΙ− Προστασίας πληθυσμού, σύμφωνα με το παράρτημα ΙΧ (Μέρος 3), αντίγραφα των σεναρίων ατυχημάτων που περιλαμβάνονται στη καταχωρισμένη Μελέτη Ασφαλείας για ενημέρωσή τους,
δ) ενημερώνει τη Δ/νση Σχεδιασμού και Αντιμετώπισης Εκτάκτων Αναγκών της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας (ΓΓΠΠ) κάθε φορά που διενεργούνται ασκήσεις ετοιμότητας για την εφαρμογή και την εκπαίδευση στο Ειδικό ΣΑΤΑΜΕ, αποστέλλοντας της ταυτόχρονα και σχετική έκθεση αποτίμησης των σχετικών ενεργειών.
4.1. To Περιφερειακό Συμβούλιο συνδράμει την Αυτοτελή Δ/νση Πολιτικής Προστασίας της Περιφέρειας σε όλα τα στάδια σχεδιασμού, διενέργειας και αξιολόγησης των ασκήσεων ετοιμότητας του πληθυσμού που ενδέχεται να προσβληθεί από ατύχημα μεγάλης έκτασης.
5. Η Αυτοτελής Δ/νση Πολιτικής Προστασίας της Περιφέρειας μπορεί, παραθέτοντας τους σχετικούς λόγους και με βάση τις πληροφορίες της Μελέτης Ασφαλείας, να αποφασίζει μετά από σύμφωνη γνώμη του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας και της Δ/νσης Σχεδιασμού και Αντιμετώπισης Εκτάκτων Αναγκών της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας (ΓΓΠΠ) ότι δεν εφαρμόζεται η υποπαράγραφος 1 σχετικά με την υποχρέωση κατάρτισης Ειδικού ΣΑΤΑΜΕ.
6. Η Αυτοτελής Δ/νση Πολιτικής Προστασίας της οικείας Περιφέρειας έχει υποχρέωση:
α) να προβαίνει σε επανεξέταση, δοκιμή και, όταν χρειάζεται, σε επικαιροποίηση των Ειδικών ΣΑΤΑΜΕ, κάθε τρία (3) χρόνια και σε κάθε περίπτωση οποτεδήποτε συμβεί σημαντική αλλαγή στη λειτουργία της εγκατάστασης ή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο Γενικό ΣΑΤΑ− ΜΕ. Η επανεξέταση λαμβάνει υπόψη τις μετατροπές στη σχετική εγκατάσταση, στους μηχανισμούς έκτακτης ανάγκης της εγκατάστασης, τις νέες τεχνικές γνώσεις και τις γνώσεις που αφορούν στην αντιμετώπιση ατυχημάτων μεγάλης έκτασης,
β) σε περίπτωση σημαντικής τροποποίησης του Ειδικού ΣΑΤΑΜΕ, να δημοσιοποιεί μέσω του Περιφερειακού Συμβουλίου το τροποποιημένο ΣΑΤΑΜΕ έγκαιρα με κάθε πρόσφορο μέσο, έντυπο και ηλεκτρονικό, ώστε το ενδιαφερόμενο κοινό να έχει τη δυνατότητα να διατυπώνει τη γνώμη του, σύμφωνα με τη διαδικασία της υποπαραγράφου 2.2.
γ) να υποβάλλει προς έγκριση τα επικαιροποιημένα, τροποποιημένα ή αναθεωρημένα Ειδικά ΣΑΤΑΜΕ, στην Δ/νση Σχεδιασμού 13 Αντιμετώπισης Εκτάκτων Αναγκών της ΓΓΠΠ.
7. Εάν οι επιπτώσεις από ένα ενδεχόμενο ατύχημα είναι διαπεριφερειακού επιπέδου, η διενέργεια της δημόσιας διαβούλευσης πραγματοποιείται από τα οικεία Περιφερειακά Συμβούλια σύμφωνα με τη διαδικασία της υποπαραγράφου 2.2. Αρμόδια για το συντονισμό των δράσεων των εμπλεκόμενων Περιφερειακών Συμβουλίων ορίζεται η Αυτοτελής Δ/νση Πολιτικής Προστασίας της Περιφέρειας όπου βρίσκεται η εγκατάσταση, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στο Ειδικό ΣΑΤΑΜΕ. Ο τρόπος και οι όροι διενέργειας του συντονισμού αυτού καθορίζονται από τη ΓΓΠΠ στο Γενικό ΣΑΤΑΜΕ.
Το Ειδικό ΣΑΤΑΜΕ μετά την έγκρισή του κοινοποιείται σε όλα τα εμπλεκόμενα Περιφερειακά Συμβούλια για ενημέρωση του κοινού σύμφωνα με το άρθρο 13 (παρ.5).
Γ. ΚΟΙΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΑ ΚΑΙ ΤΑ ΕΞΩΤΕΡΙΚΑ ΣΧΕΔΙΑ ΕΚΤΑΚΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ
1. Τα σχέδια έκτακτης ανάγκης εκπονούνται με βάση τους ακόλουθους στόχους:
α) τον περιορισμό και τη θέση υπό έλεγχο περιστατικών, ούτως ώστε να ελαχιστοποιούνται οι επιπτώσεις τους και να περιορίζονται οι ζημιές που προκαλούνται στη δημόσια υγεία, στο περιβάλλον και στην περιουσία·
β) την εφαρμογή των αναγκαίων μέτρων προστασίας του ανθρώπου και του περιβάλλοντος από τις επιπτώσεις ατυχημάτων μεγάλης έκτασης,
γ) την ανακοίνωση των αναγκαίων πληροφοριών στο κοινό και στις οικείες υπηρεσίες ή αρχές της περιοχής· δ) την αποκατάσταση του περιβάλλοντος μετά από ατύχημα μεγάλης έκτασης.
2. Τα σχέδια έκτακτης ανάγκης πρέπει να εφαρμόζονται χωρίς καθυστέρηση από τον φορέα εκμετάλλευσης και από την Αυτοτελή Δ/νση Πολιτικής Προστασίας της οικείας Περιφέρειας, κατά περίπτωση, καθώς και από τις προβλεπόμενες συναρμόδιες αρχές που ενδεχομένως εμπλέκονται στην εφαρμογή τους, σε περίπτωση ατυχήματος μεγάλης έκτασης ή σε περίπτωση ανεξέλεγκτου συμβάντος τέτοιου ώστε ευλόγως να αναμένεται ότι θα καταλήξει σε ατύχημα μεγάλης έκτασης.
1. Για κάθε εγκατάσταση ανώτερης βαθμίδας ο φορέας εκμετάλλευσης υποχρεούται:
α) να καταρτίζει εσωτερικό σχέδιο έκτακτης ανάγκης με τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται μέσα στο χώρο της εγκατάστασης,
β) να παρέχει τις απαραίτητες πληροφορίες στην Αυτοτελή Δ/νση Πολιτικής Προστασίας της οικείας Περιφέρειας, ώστε αυτή να είναι σε θέση να καταρτίζει εξωτερικό σχέδιο έκτακτης ανάγκης·
1.1. Το εσωτερικό σχέδιο έκτακτης ανάγκης καταρτίζεται και εφαρμόζεται από τον φορέα εκμετάλλευσης, κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζονται συνθήκες υγιεινής και ασφάλειας της εργασίας μέσα στην εγκατάσταση, σύμφωνα με τις σχετικές προβλέψεις του Ν. 3850/2010 και εγκρίνεται από την οικεία Πυροσβεστική Υπηρεσία, όπως ειδικότερα προβλέπεται στην υποπαράγραφο 3.
2. Οι φορείς εκμετάλλευσης συμμορφώνονται με τις ανωτέρω υποχρεώσεις μέσα στις ακόλουθες προθεσμίες:
α) για τις νέες εγκαταστάσεις, πριν από την έναρξη της λειτουργίας τους, ή πριν από τις τροποποιήσεις τους που θα έχουν ως αποτέλεσμα την αλλαγή του καταλόγου επικίνδυνων ουσιών,
β) για τις υφιστάμενες εγκαταστάσεις ανώτερης βαθμίδας, έως την 1η Ιουνίου 2016, εκτός αν το εσωτερικό σχέδιο έκτακτης ανάγκης που καταρτίζεται πριν από την ημερομηνία αυτή, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της κείμενης σχετικής νομοθεσίας, καθώς και οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται σε αυτό, όπως επίσης και οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) συμφωνούν με το παρόν άρθρο και δεν έχουν μεταβληθεί,
γ) για τις άλλες εγκαταστάσεις, μέχρι την 1−6−2017.
3. Το εσωτερικό σχέδιο έκτακτης ανάγκης:
α) καταρτίζεται ύστερα από διαβούλευση με το προσωπικό που απασχολείται μέσα στην εγκατάσταση, συμπεριλαμβανομένου του σχετικού προσωπικού υπεργολαβίας που εργάζεται επί μακρόν στην συγκεκριμένη εγκατάσταση και αποστέλλεται για τυχόν σχόλια στην οικεία Πυροσβεστική Υπηρεσία και,
β) οριστικοποιείται με την θετική γνωμοδότηση της οικείας Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, σύμφωνα με την παράγραφο Β2(β) του άρθρου 9.
4. Τα εσωτερικά σχέδια έκτακτης ανάγκης περιέχουν τις πληροφορίες που παρατίθενται στην παράγραφο 1 του παραρτήματος IV.
5. Ο φορέας εκμετάλλευσης πραγματοποιεί ασκήσεις ετοιμότητας για την εφαρμογή και εκπαίδευση ως προς τα εσωτερικά σχέδια έκτακτης ανάγκης και ειδικότερα για την επίτευξη των στόχων που προβλέπονται στην παράγραφο Γ1 (στοιχεία α, β και γ), απευθύνοντας σχετική πρόσκληση για συμμετοχή στην οικεία Πυροσβεστική Υπηρεσία.
6. Οι φορείς εκμετάλλευσης έχουν υποχρέωση να προβαίνουν σε επανεξέταση, δοκιμή και, όταν χρειάζεται, σε επικαιροποίηση των εσωτερικών σχεδίων έκτακτης ανάγκης κάθε τρία (3) χρόνια και σε κάθε περίπτωση οποτεδήποτε συμβεί σημαντική αλλαγή στη λειτουργία της εγκατάστασης. Η επανεξέταση λαμβάνει υπόψη τις μετατροπές στη σχετική εγκατάσταση, στους μηχανισμούς έκτακτης ανάγκης της εγκατάστασης, τις νέες τεχνικές γνώσεις και τις γνώσεις που αφορούν στην αντιμετώπιση ατυχημάτων μεγάλης έκτασης. Η επικαιροποίηση των εσωτερικών σχεδίων έκτακτης ανάγκης πραγματοποιείται σύμφωνα με τη διαδικασία της υποπαραγράφου 3.
6.1. Τα επικαιροποιημένα σχέδια αποστέλλονται αμελλητί από την αδειοδοτούσα αρχή στην Αυτοτελή Δ/νση Πολιτικής Προστασίας της οικείας Περιφέρειας, ώστε αυτή να είναι σε θέση να επανεξετάζει τα εξωτερικά σχέδια έκτακτης ανάγκης σύμφωνα με τις ειδικότερες προβλέψεις της παραγράφου Β.2.
Β.1. ΓΕΝΙΚΟ ΣΑΤΑΜΕ
Η Δ/νση Σχεδιασμού και Αντιμετώπισης Εκτάκτων Αναγκών της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας (ΓΓΠΠ) συντονίζει τη διαδικασία αναθεώρησης/επικαιροποίησης του υφιστάμενου Γενικού Σχεδίου Έκτακτης Ανάγκης για την Αντιμετώπιση Τεχνολογικών Ατυχημάτων Μεγάλης Έκτασης στο χώρο έξω από τις εγκαταστάσεις ανώτερης βαθμίδας (Γενικό ΣΑΤΑΜΕ), σύμφωνα με τους στόχους, τις κατευθύνσεις και τις απαιτήσεις σχεδίασης που προβλέπονται στην υπ’ αριθ. 1299/2003 υπουργική απόφαση, με την οποία εγκρίθηκε το Γενικό Σχέδιο Πολιτικής Προστασίας «ΞΕΝΟΚΡΑΤΗΣ».
Η ανωτέρω διαδικασία διενεργείται σε συνεργασία με τα Υπουργεία Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού, Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Οικονομικών, Υγείας, Εθνικής Άμυνας, καθώς και το Αρχηγείο του Πυροσβεστικού Σώματος και άλλους κατά περίπτωση συναρμόδιους φορείς.
Μετά την αποδοχή του Γενικού ΣΑΤΑΜΕ από όλους τους ανωτέρω αρμόδιους φορείς κατά το μέρος που τους αφορά και εμπλέκονται, το ΣΑΤΑΜΕ εγκρίνεται από το Γενικό Γραμματέα Πολιτικής Προστασίας, μετά από εισήγηση της Δ/νσης Σχεδιασμού και Αντιμετώπισης Εκτάκτων Αναγκών της ΓΓΠΠ.
Β.2. ΕΙΔΙΚΟ ΣΑΤΑΜΕ ΓΙΑ ΚΑΘΕ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
1. Για κάθε εγκατάσταση/ μονάδα ανώτερης βαθμίδας η Αυτοτελής Δ/νση Πολιτικής Προστασίας της οικείας Περιφέρειας, μέσα σε δύο (2) έτη από την παραλαβή της καταχωρισμένης Μελέτης Ασφαλείας σύμφωνα με την παράγραφο Α1β, έχει την ευθύνη, για την κατάρτιση εξωτερικού σχεδίου έκτακτης ανάγκης, αναφορικά με τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται έξω από το χώρο της συγκεκριμένης εγκατάστασης, εφεξής Ειδικό ΣΑΤΑΜΕ.
2. Η Αυτοτελής Δ/νση Πολιτικής Προστασίας της ο κείας Περιφέρειας, καταρτίζει το Ειδικό ΣΑΤΑΜΕ σύμφωνα με τις σχετικές προβλέψεις και κατευθύνσεις του εκάστοτε υφιστάμενου Γενικού ΣΑΤΑΜΕ, ώστε το περιεχόμενο και η δομή του Ειδικού ΣΑΤΑΜΕ να εναρμονίζεται πλήρως με το Γενικό ΣΑΤΑΜΕ. Το Ειδικό ΣΑΤΑΜΕ περιλαμβάνει τις πληροφορίες που παρατίθενται στην παράγραφο 2 του παραρτήματος IV. Για την κατάρτιση του Ειδικού ΣΑΤΑΜΕ η ανωτέρω αρχή:
α) λαμβάνει υπόψη αα) την καταχωρισμένη Μελέτη Ασφαλείας συνεκτιμώντας και το ενδεχόμενο των πολλαπλασιαστικών φαινομένων (φαινόμενο domino) σύμφωνα με το άρθρο 8, καθώς και αβ) το οριστικό εσωτερικό σχέδιο έκτακτης ανάγκης,
β) συνεργάζεται με τις εμπλεκόμενες Υπηρεσίες της οικείας Περιφέρειας και αν κρίνεται σκόπιμο και της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, με άλλα κατά περίπτωση συναρμόδια Υπουργεία, οργανισμούς και φορείς συμπεριλαμβανομένων των οικείων Δήμων καθώς και με εκπρόσωπο της οικείας Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και της εγκατάστασης,
γ) δημοσιοποιεί το Ειδικό ΣΑΤΑΜΕ μέσω του Περιφερειακού Συμβουλίου, έγκαιρα και με κάθε πρόσφορο μέσο, έντυπο και ηλεκτρονικό, σύμφωνα με τις ειδικότερες προβλέψεις της υποπαραγράφου 2.2., ώστε το ενδιαφερόμενο κοινό να έχει τη δυνατότητα να διατυπώνει τη γνώμη του, πριν την έγκριση του Ειδικού ΣΑΤΑΜΕ.
2.1. Εάν οι επιπτώσεις από ένα ενδεχόμενο ατύχημα είναι διαπεριφερειακού επιπέδου, η ανωτέρω δημοσιοποίηση του Ειδικού ΣΑΤΑΜΕ γίνεται μέσω των οικείων Περιφερειακών Συμβουλίων των εν λόγω Περιφερειών.
2.2. Για τη δημοσιοποίηση του Ειδικού ΣΑΤΑΜΕ, πριν την έγκρισή του και τη συμμετοχή του ενδιαφερόμενου κοινού σε δημόσια διαβούλευση, τηρείται από το οικείο/α Περιφερειακό/α Συμβούλιο/α η ακόλουθη διαδικασία:
2.2.1. Το/α οικείο/α Περιφερειακό/α Συμβούλιο/α μέσα σε πέντε (5) ημέρες από την παραλαβή του Ειδικού ΣΑΤΑΜΕ από την Αυτοτελή Δ/νση Πολιτικής Προστασίας της οικείας Περιφέρειας, προβαίνει (ουν):
α) σε δημοσίευση με έξοδα του φορέα εκμετάλλευσης, σε μία τουλάχιστον τοπική εφημερίδα ή σε μία καθημερινή εφημερίδα εθνικής εμβέλειας:
αα) ανακοίνωσης η οποία περιλαμβάνει:
- το όνομα ή/και την εμπορική επωνυμία του φορέα εκμετάλλευσης,
- περιγραφή της δραστηριότητας που ασκείται ή πρόκειται να ασκηθεί στην εγκατάσταση και την πλήρη διεύθυνση της εγκατάστασης αυτής,
- απλή αναφορά στο περιεχόμενο του Ειδικού ΣΑΤΑΜΕ,
- γνωστοποίηση προς το ενδιαφερόμενο κοινό ότι διαθέτει τις πληροφορίες της υποπαραγράφου 2 και ότι πρόσβαση σε αυτές είναι ανοικτή για την ενημέρωση του ενδιαφερόμενου κοινού και,
αβ) πρόσκλησης προς το ενδιαφερόμενο κοινό για να λάβει γνώση του Ειδικού ΣΑΤΑΜΕ και να διατυπώσει εγγράφως απόψεις του, εφόσον το επιθυμεί, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται στην υποπαράγραφο 2.2.2,
β) στην ανάρτηση της ανωτέρω ανακοίνωσης και γνωστοποίηση της δημοσίευσής της στον πίνακα ανακοινώσεων της Περιφέρειας ή/και στην τηρούμενη από την Περιφέρεια ιστοσελίδα,
γ) στην γνωστοποίηση στην αδειοδοτούσα αρχή της Εφημερίδας ή των Εφημερίδων στις οποίες δημοσιεύθηκε η ως άνω ανακοίνωση,
2.2.2. Μέσα σε προθεσμία 20 ημερών από τη δημοσίευση της ανωτέρω ανακοίνωσης το ενδιαφερόμενο κοινό έχει το δικαίωμα:
α) να λάβει γνώση ολοκλήρου του περιεχομένου του Ειδικού ΣΑΤΑΜΕ απευθυνόμενο είτε στο Περιφερειακό Συμβούλιο είτε στην Αυτοτελή Δ/νση Πολιτικής Προστασίας της Περιφέρειας και
β) να διατυπώνει εγγράφως τεκμηριωμένες απόψεις και σχόλια επί του περιεχομένου του ΣΑΤΑΜΕ. Οι απόψεις αυτές και τα σχόλια κατατίθενται ή αποστέλλονται ταχυδρομικά ή ηλεκτρονικά στο Περιφερειακό Συμβούλιο και στην Αυτοτελή Δ/νση Πολιτικής Προστασίας της Περιφέρειας.
Μέσα στην ίδια ως άνω προθεσμία το Περιφερειακό Συμβούλιο διατυπώνει και το ίδιο τυχόν σχόλια και τα διαβιβάζει στην Αυτοτελή Δ/νση Πολιτικής Προστασίας της Περιφέρειας.
2.2.3. Μετά την παρέλευση της ανωτέρω ημερομηνίας η Αυτοτελής Δ/νση Πολιτικής Προστασίας της Περιφέρειας μέσα σε δέκα (10) ημέρες προβαίνει στην αξιολόγηση των τυχόν σχολίων από τη δημόσια διαβούλευση και στην συνέχεια εισηγείται στο Γενικό Γραμματέα Πολιτικής Προστασίας την έγκριση του Ειδικού ΣΑΤΑΜΕ.
3. Το Ειδικό ΣΑΤΑΜΕ εγκρίνεται από το Γενικό Γραμματέα Πολιτικής Προστασίας μετά από θετική εισήγηση του οικείου Περιφερειάρχη σχετικά με τη διάθεση πόρων για την υλοποίηση του ΣΑΤΑΜΕ και εφαρμόζεται με ευθύνη της Αυτοτελούς Δ/νσης Πολιτικής Προστασίας της Περιφέρειας. Ο τρόπος αντιμετώπισης του ατυχήματος, η σχετική ροή πληροφοριών, οι ρόλοι και οι αρμοδιότητες και εν γένει η συμβολή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης και των οικείων ΟΤΑ και η κλιμάκωση αντιμετώπισης γίνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο Ειδικό και στο Γενικό ΣΑΤΑΜΕ. Το Ειδικό ΣΑΤΑΜΕ μετά την έγκρισή του κοινοποιείται στο ή στα οικείο/α Περιφερειακό/ά Συμβούλιο/α για ενημέρωση του κοινού σύμφωνα με το άρθρο 13 (παρ.5).
4. Η Αυτοτελής Δ/νση Πολιτικής Προστασίας της Περιφέρειας:
α) μεριμνά για τη διενέργεια ασκήσεων ετοιμότητας σε συνεργασία με τον φορέα εκμετάλλευσης και τους συναρμόδιους φορείς, για την εφαρμογή και την εκπαίδευση στο Ειδικό ΣΑΤΑΜΕ,
β) εξασφαλίζει την παροχή των πληροφοριών που προβλέπονται στο Ειδικό ΣΑΤΑΜΕ, σύμφωνα με την παράγραφο 3α του άρθρου 13,
γ) δημοσιοποιεί με κάθε πρόσφορο μέσο, έντυπο ή ηλεκτρονικό, προς όλες τις επιχειρήσεις που βρίσκονται στη ζώνη ΙΙΙ− Προστασίας πληθυσμού, σύμφωνα με το παράρτημα ΙΧ (Μέρος 3), αντίγραφα των σεναρίων ατυχημάτων που περιλαμβάνονται στη καταχωρισμένη Μελέτη Ασφαλείας για ενημέρωσή τους,
δ) ενημερώνει τη Δ/νση Σχεδιασμού και Αντιμετώπισης Εκτάκτων Αναγκών της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας (ΓΓΠΠ) κάθε φορά που διενεργούνται ασκήσεις ετοιμότητας για την εφαρμογή και την εκπαίδευση στο Ειδικό ΣΑΤΑΜΕ, αποστέλλοντας της ταυτόχρονα και σχετική έκθεση αποτίμησης των σχετικών ενεργειών.
4.1. To Περιφερειακό Συμβούλιο συνδράμει την Αυτοτελή Δ/νση Πολιτικής Προστασίας της Περιφέρειας σε όλα τα στάδια σχεδιασμού, διενέργειας και αξιολόγησης των ασκήσεων ετοιμότητας του πληθυσμού που ενδέχεται να προσβληθεί από ατύχημα μεγάλης έκτασης.
5. Η Αυτοτελής Δ/νση Πολιτικής Προστασίας της Περιφέρειας μπορεί, παραθέτοντας τους σχετικούς λόγους και με βάση τις πληροφορίες της Μελέτης Ασφαλείας, να αποφασίζει μετά από σύμφωνη γνώμη του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας και της Δ/νσης Σχεδιασμού και Αντιμετώπισης Εκτάκτων Αναγκών της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας (ΓΓΠΠ) ότι δεν εφαρμόζεται η υποπαράγραφος 1 σχετικά με την υποχρέωση κατάρτισης Ειδικού ΣΑΤΑΜΕ.
6. Η Αυτοτελής Δ/νση Πολιτικής Προστασίας της οικείας Περιφέρειας έχει υποχρέωση:
α) να προβαίνει σε επανεξέταση, δοκιμή και, όταν χρειάζεται, σε επικαιροποίηση των Ειδικών ΣΑΤΑΜΕ, κάθε τρία (3) χρόνια και σε κάθε περίπτωση οποτεδήποτε συμβεί σημαντική αλλαγή στη λειτουργία της εγκατάστασης ή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο Γενικό ΣΑΤΑ− ΜΕ. Η επανεξέταση λαμβάνει υπόψη τις μετατροπές στη σχετική εγκατάσταση, στους μηχανισμούς έκτακτης ανάγκης της εγκατάστασης, τις νέες τεχνικές γνώσεις και τις γνώσεις που αφορούν στην αντιμετώπιση ατυχημάτων μεγάλης έκτασης,
β) σε περίπτωση σημαντικής τροποποίησης του Ειδικού ΣΑΤΑΜΕ, να δημοσιοποιεί μέσω του Περιφερειακού Συμβουλίου το τροποποιημένο ΣΑΤΑΜΕ έγκαιρα με κάθε πρόσφορο μέσο, έντυπο και ηλεκτρονικό, ώστε το ενδιαφερόμενο κοινό να έχει τη δυνατότητα να διατυπώνει τη γνώμη του, σύμφωνα με τη διαδικασία της υποπαραγράφου 2.2.
γ) να υποβάλλει προς έγκριση τα επικαιροποιημένα, τροποποιημένα ή αναθεωρημένα Ειδικά ΣΑΤΑΜΕ, στην Δ/νση Σχεδιασμού 13 Αντιμετώπισης Εκτάκτων Αναγκών της ΓΓΠΠ.
7. Εάν οι επιπτώσεις από ένα ενδεχόμενο ατύχημα είναι διαπεριφερειακού επιπέδου, η διενέργεια της δημόσιας διαβούλευσης πραγματοποιείται από τα οικεία Περιφερειακά Συμβούλια σύμφωνα με τη διαδικασία της υποπαραγράφου 2.2. Αρμόδια για το συντονισμό των δράσεων των εμπλεκόμενων Περιφερειακών Συμβουλίων ορίζεται η Αυτοτελής Δ/νση Πολιτικής Προστασίας της Περιφέρειας όπου βρίσκεται η εγκατάσταση, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στο Ειδικό ΣΑΤΑΜΕ. Ο τρόπος και οι όροι διενέργειας του συντονισμού αυτού καθορίζονται από τη ΓΓΠΠ στο Γενικό ΣΑΤΑΜΕ.
Το Ειδικό ΣΑΤΑΜΕ μετά την έγκρισή του κοινοποιείται σε όλα τα εμπλεκόμενα Περιφερειακά Συμβούλια για ενημέρωση του κοινού σύμφωνα με το άρθρο 13 (παρ.5).
Η Δ/νση Σχεδιασμού και Αντιμετώπισης Εκτάκτων Αναγκών της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας (ΓΓΠΠ) συντονίζει τη διαδικασία αναθεώρησης/επικαιροποίησης του υφιστάμενου Γενικού Σχεδίου Έκτακτης Ανάγκης για την Αντιμετώπιση Τεχνολογικών Ατυχημάτων Μεγάλης Έκτασης στο χώρο έξω από τις εγκαταστάσεις ανώτερης βαθμίδας (Γενικό ΣΑΤΑΜΕ), σύμφωνα με τους στόχους, τις κατευθύνσεις και τις απαιτήσεις σχεδίασης που προβλέπονται στην υπ’ αριθ. 1299/2003 υπουργική απόφαση, με την οποία εγκρίθηκε το Γενικό Σχέδιο Πολιτικής Προστασίας «ΞΕΝΟΚΡΑΤΗΣ».
Η ανωτέρω διαδικασία διενεργείται σε συνεργασία με τα Υπουργεία Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού, Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Οικονομικών, Υγείας, Εθνικής Άμυνας, καθώς και το Αρχηγείο του Πυροσβεστικού Σώματος και άλλους κατά περίπτωση συναρμόδιους φορείς.
Μετά την αποδοχή του Γενικού ΣΑΤΑΜΕ από όλους τους ανωτέρω αρμόδιους φορείς κατά το μέρος που τους αφορά και εμπλέκονται, το ΣΑΤΑΜΕ εγκρίνεται από το Γενικό Γραμματέα Πολιτικής Προστασίας, μετά από εισήγηση της Δ/νσης Σχεδιασμού και Αντιμετώπισης Εκτάκτων Αναγκών της ΓΓΠΠ.
1. Για κάθε εγκατάσταση/ μονάδα ανώτερης βαθμίδας η Αυτοτελής Δ/νση Πολιτικής Προστασίας της οικείας Περιφέρειας, μέσα σε δύο (2) έτη από την παραλαβή της καταχωρισμένης Μελέτης Ασφαλείας σύμφωνα με την παράγραφο Α1β, έχει την ευθύνη, για την κατάρτιση εξωτερικού σχεδίου έκτακτης ανάγκης, αναφορικά με τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται έξω από το χώρο της συγκεκριμένης εγκατάστασης, εφεξής Ειδικό ΣΑΤΑΜΕ.
2. Η Αυτοτελής Δ/νση Πολιτικής Προστασίας της ο κείας Περιφέρειας, καταρτίζει το Ειδικό ΣΑΤΑΜΕ σύμφωνα με τις σχετικές προβλέψεις και κατευθύνσεις του εκάστοτε υφιστάμενου Γενικού ΣΑΤΑΜΕ, ώστε το περιεχόμενο και η δομή του Ειδικού ΣΑΤΑΜΕ να εναρμονίζεται πλήρως με το Γενικό ΣΑΤΑΜΕ. Το Ειδικό ΣΑΤΑΜΕ περιλαμβάνει τις πληροφορίες που παρατίθενται στην παράγραφο 2 του παραρτήματος IV. Για την κατάρτιση του Ειδικού ΣΑΤΑΜΕ η ανωτέρω αρχή:
α) λαμβάνει υπόψη αα) την καταχωρισμένη Μελέτη Ασφαλείας συνεκτιμώντας και το ενδεχόμενο των πολλαπλασιαστικών φαινομένων (φαινόμενο domino) σύμφωνα με το άρθρο 8, καθώς και αβ) το οριστικό εσωτερικό σχέδιο έκτακτης ανάγκης,
β) συνεργάζεται με τις εμπλεκόμενες Υπηρεσίες της οικείας Περιφέρειας και αν κρίνεται σκόπιμο και της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, με άλλα κατά περίπτωση συναρμόδια Υπουργεία, οργανισμούς και φορείς συμπεριλαμβανομένων των οικείων Δήμων καθώς και με εκπρόσωπο της οικείας Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και της εγκατάστασης,
γ) δημοσιοποιεί το Ειδικό ΣΑΤΑΜΕ μέσω του Περιφερειακού Συμβουλίου, έγκαιρα και με κάθε πρόσφορο μέσο, έντυπο και ηλεκτρονικό, σύμφωνα με τις ειδικότερες προβλέψεις της υποπαραγράφου 2.2., ώστε το ενδιαφερόμενο κοινό να έχει τη δυνατότητα να διατυπώνει τη γνώμη του, πριν την έγκριση του Ειδικού ΣΑΤΑΜΕ.
2.1. Εάν οι επιπτώσεις από ένα ενδεχόμενο ατύχημα είναι διαπεριφερειακού επιπέδου, η ανωτέρω δημοσιοποίηση του Ειδικού ΣΑΤΑΜΕ γίνεται μέσω των οικείων Περιφερειακών Συμβουλίων των εν λόγω Περιφερειών.
2.2. Για τη δημοσιοποίηση του Ειδικού ΣΑΤΑΜΕ, πριν την έγκρισή του και τη συμμετοχή του ενδιαφερόμενου κοινού σε δημόσια διαβούλευση, τηρείται από το οικείο/α Περιφερειακό/α Συμβούλιο/α η ακόλουθη διαδικασία:
2.2.1. Το/α οικείο/α Περιφερειακό/α Συμβούλιο/α μέσα σε πέντε (5) ημέρες από την παραλαβή του Ειδικού ΣΑΤΑΜΕ από την Αυτοτελή Δ/νση Πολιτικής Προστασίας της οικείας Περιφέρειας, προβαίνει (ουν):
α) σε δημοσίευση με έξοδα του φορέα εκμετάλλευσης, σε μία τουλάχιστον τοπική εφημερίδα ή σε μία καθημερινή εφημερίδα εθνικής εμβέλειας:
αα) ανακοίνωσης η οποία περιλαμβάνει:
- το όνομα ή/και την εμπορική επωνυμία του φορέα εκμετάλλευσης,
- περιγραφή της δραστηριότητας που ασκείται ή πρόκειται να ασκηθεί στην εγκατάσταση και την πλήρη διεύθυνση της εγκατάστασης αυτής,
- απλή αναφορά στο περιεχόμενο του Ειδικού ΣΑΤΑΜΕ,
- γνωστοποίηση προς το ενδιαφερόμενο κοινό ότι διαθέτει τις πληροφορίες της υποπαραγράφου 2 και ότι πρόσβαση σε αυτές είναι ανοικτή για την ενημέρωση του ενδιαφερόμενου κοινού και,
αβ) πρόσκλησης προς το ενδιαφερόμενο κοινό για να λάβει γνώση του Ειδικού ΣΑΤΑΜΕ και να διατυπώσει εγγράφως απόψεις του, εφόσον το επιθυμεί, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται στην υποπαράγραφο 2.2.2,
β) στην ανάρτηση της ανωτέρω ανακοίνωσης και γνωστοποίηση της δημοσίευσής της στον πίνακα ανακοινώσεων της Περιφέρειας ή/και στην τηρούμενη από την Περιφέρεια ιστοσελίδα,
γ) στην γνωστοποίηση στην αδειοδοτούσα αρχή της Εφημερίδας ή των Εφημερίδων στις οποίες δημοσιεύθηκε η ως άνω ανακοίνωση,
2.2.2. Μέσα σε προθεσμία 20 ημερών από τη δημοσίευση της ανωτέρω ανακοίνωσης το ενδιαφερόμενο κοινό έχει το δικαίωμα:
α) να λάβει γνώση ολοκλήρου του περιεχομένου του Ειδικού ΣΑΤΑΜΕ απευθυνόμενο είτε στο Περιφερειακό Συμβούλιο είτε στην Αυτοτελή Δ/νση Πολιτικής Προστασίας της Περιφέρειας και
β) να διατυπώνει εγγράφως τεκμηριωμένες απόψεις και σχόλια επί του περιεχομένου του ΣΑΤΑΜΕ. Οι απόψεις αυτές και τα σχόλια κατατίθενται ή αποστέλλονται ταχυδρομικά ή ηλεκτρονικά στο Περιφερειακό Συμβούλιο και στην Αυτοτελή Δ/νση Πολιτικής Προστασίας της Περιφέρειας.
Μέσα στην ίδια ως άνω προθεσμία το Περιφερειακό Συμβούλιο διατυπώνει και το ίδιο τυχόν σχόλια και τα διαβιβάζει στην Αυτοτελή Δ/νση Πολιτικής Προστασίας της Περιφέρειας.
2.2.3. Μετά την παρέλευση της ανωτέρω ημερομηνίας η Αυτοτελής Δ/νση Πολιτικής Προστασίας της Περιφέρειας μέσα σε δέκα (10) ημέρες προβαίνει στην αξιολόγηση των τυχόν σχολίων από τη δημόσια διαβούλευση και στην συνέχεια εισηγείται στο Γενικό Γραμματέα Πολιτικής Προστασίας την έγκριση του Ειδικού ΣΑΤΑΜΕ.
3. Το Ειδικό ΣΑΤΑΜΕ εγκρίνεται από το Γενικό Γραμματέα Πολιτικής Προστασίας μετά από θετική εισήγηση του οικείου Περιφερειάρχη σχετικά με τη διάθεση πόρων για την υλοποίηση του ΣΑΤΑΜΕ και εφαρμόζεται με ευθύνη της Αυτοτελούς Δ/νσης Πολιτικής Προστασίας της Περιφέρειας. Ο τρόπος αντιμετώπισης του ατυχήματος, η σχετική ροή πληροφοριών, οι ρόλοι και οι αρμοδιότητες και εν γένει η συμβολή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης και των οικείων ΟΤΑ και η κλιμάκωση αντιμετώπισης γίνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο Ειδικό και στο Γενικό ΣΑΤΑΜΕ. Το Ειδικό ΣΑΤΑΜΕ μετά την έγκρισή του κοινοποιείται στο ή στα οικείο/α Περιφερειακό/ά Συμβούλιο/α για ενημέρωση του κοινού σύμφωνα με το άρθρο 13 (παρ.5).
4. Η Αυτοτελής Δ/νση Πολιτικής Προστασίας της Περιφέρειας:
α) μεριμνά για τη διενέργεια ασκήσεων ετοιμότητας σε συνεργασία με τον φορέα εκμετάλλευσης και τους συναρμόδιους φορείς, για την εφαρμογή και την εκπαίδευση στο Ειδικό ΣΑΤΑΜΕ,
β) εξασφαλίζει την παροχή των πληροφοριών που προβλέπονται στο Ειδικό ΣΑΤΑΜΕ, σύμφωνα με την παράγραφο 3α του άρθρου 13,
γ) δημοσιοποιεί με κάθε πρόσφορο μέσο, έντυπο ή ηλεκτρονικό, προς όλες τις επιχειρήσεις που βρίσκονται στη ζώνη ΙΙΙ− Προστασίας πληθυσμού, σύμφωνα με το παράρτημα ΙΧ (Μέρος 3), αντίγραφα των σεναρίων ατυχημάτων που περιλαμβάνονται στη καταχωρισμένη Μελέτη Ασφαλείας για ενημέρωσή τους,
δ) ενημερώνει τη Δ/νση Σχεδιασμού και Αντιμετώπισης Εκτάκτων Αναγκών της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας (ΓΓΠΠ) κάθε φορά που διενεργούνται ασκήσεις ετοιμότητας για την εφαρμογή και την εκπαίδευση στο Ειδικό ΣΑΤΑΜΕ, αποστέλλοντας της ταυτόχρονα και σχετική έκθεση αποτίμησης των σχετικών ενεργειών.
4.1. To Περιφερειακό Συμβούλιο συνδράμει την Αυτοτελή Δ/νση Πολιτικής Προστασίας της Περιφέρειας σε όλα τα στάδια σχεδιασμού, διενέργειας και αξιολόγησης των ασκήσεων ετοιμότητας του πληθυσμού που ενδέχεται να προσβληθεί από ατύχημα μεγάλης έκτασης.
5. Η Αυτοτελής Δ/νση Πολιτικής Προστασίας της Περιφέρειας μπορεί, παραθέτοντας τους σχετικούς λόγους και με βάση τις πληροφορίες της Μελέτης Ασφαλείας, να αποφασίζει μετά από σύμφωνη γνώμη του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας και της Δ/νσης Σχεδιασμού και Αντιμετώπισης Εκτάκτων Αναγκών της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας (ΓΓΠΠ) ότι δεν εφαρμόζεται η υποπαράγραφος 1 σχετικά με την υποχρέωση κατάρτισης Ειδικού ΣΑΤΑΜΕ.
6. Η Αυτοτελής Δ/νση Πολιτικής Προστασίας της οικείας Περιφέρειας έχει υποχρέωση:
α) να προβαίνει σε επανεξέταση, δοκιμή και, όταν χρειάζεται, σε επικαιροποίηση των Ειδικών ΣΑΤΑΜΕ, κάθε τρία (3) χρόνια και σε κάθε περίπτωση οποτεδήποτε συμβεί σημαντική αλλαγή στη λειτουργία της εγκατάστασης ή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο Γενικό ΣΑΤΑ− ΜΕ. Η επανεξέταση λαμβάνει υπόψη τις μετατροπές στη σχετική εγκατάσταση, στους μηχανισμούς έκτακτης ανάγκης της εγκατάστασης, τις νέες τεχνικές γνώσεις και τις γνώσεις που αφορούν στην αντιμετώπιση ατυχημάτων μεγάλης έκτασης,
β) σε περίπτωση σημαντικής τροποποίησης του Ειδικού ΣΑΤΑΜΕ, να δημοσιοποιεί μέσω του Περιφερειακού Συμβουλίου το τροποποιημένο ΣΑΤΑΜΕ έγκαιρα με κάθε πρόσφορο μέσο, έντυπο και ηλεκτρονικό, ώστε το ενδιαφερόμενο κοινό να έχει τη δυνατότητα να διατυπώνει τη γνώμη του, σύμφωνα με τη διαδικασία της υποπαραγράφου 2.2.
γ) να υποβάλλει προς έγκριση τα επικαιροποιημένα, τροποποιημένα ή αναθεωρημένα Ειδικά ΣΑΤΑΜΕ, στην Δ/νση Σχεδιασμού 13 Αντιμετώπισης Εκτάκτων Αναγκών της ΓΓΠΠ.
7. Εάν οι επιπτώσεις από ένα ενδεχόμενο ατύχημα είναι διαπεριφερειακού επιπέδου, η διενέργεια της δημόσιας διαβούλευσης πραγματοποιείται από τα οικεία Περιφερειακά Συμβούλια σύμφωνα με τη διαδικασία της υποπαραγράφου 2.2. Αρμόδια για το συντονισμό των δράσεων των εμπλεκόμενων Περιφερειακών Συμβουλίων ορίζεται η Αυτοτελής Δ/νση Πολιτικής Προστασίας της Περιφέρειας όπου βρίσκεται η εγκατάσταση, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στο Ειδικό ΣΑΤΑΜΕ. Ο τρόπος και οι όροι διενέργειας του συντονισμού αυτού καθορίζονται από τη ΓΓΠΠ στο Γενικό ΣΑΤΑΜΕ.
Το Ειδικό ΣΑΤΑΜΕ μετά την έγκρισή του κοινοποιείται σε όλα τα εμπλεκόμενα Περιφερειακά Συμβούλια για ενημέρωση του κοινού σύμφωνα με το άρθρο 13 (παρ.5).
1. Τα σχέδια έκτακτης ανάγκης εκπονούνται με βάση τους ακόλουθους στόχους:
α) τον περιορισμό και τη θέση υπό έλεγχο περιστατικών, ούτως ώστε να ελαχιστοποιούνται οι επιπτώσεις τους και να περιορίζονται οι ζημιές που προκαλούνται στη δημόσια υγεία, στο περιβάλλον και στην περιουσία·
β) την εφαρμογή των αναγκαίων μέτρων προστασίας του ανθρώπου και του περιβάλλοντος από τις επιπτώσεις ατυχημάτων μεγάλης έκτασης,
γ) την ανακοίνωση των αναγκαίων πληροφοριών στο κοινό και στις οικείες υπηρεσίες ή αρχές της περιοχής· δ) την αποκατάσταση του περιβάλλοντος μετά από ατύχημα μεγάλης έκτασης.
2. Τα σχέδια έκτακτης ανάγκης πρέπει να εφαρμόζονται χωρίς καθυστέρηση από τον φορέα εκμετάλλευσης και από την Αυτοτελή Δ/νση Πολιτικής Προστασίας της οικείας Περιφέρειας, κατά περίπτωση, καθώς και από τις προβλεπόμενες συναρμόδιες αρχές που ενδεχομένως εμπλέκονται στην εφαρμογή τους, σε περίπτωση ατυχήματος μεγάλης έκτασης ή σε περίπτωση ανεξέλεγκτου συμβάντος τέτοιου ώστε ευλόγως να αναμένεται ότι θα καταλήξει σε ατύχημα μεγάλης έκτασης.
1. Οι αρχές που είναι αρμόδιες σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, για τον χωροταξικό, περιβαλλοντικό και πολεοδομικό σχεδιασμό, μεριμνούν ώστε οι στόχοι της πρόληψης μεγάλων ατυχημάτων και του περιορισμού των συνεπειών τους να λαμβάνονται υπόψη στις πολιτικές χρήσης γης ή σε άλλες σχετικές πολιτικές.
Για την υλοποίηση των ανωτέρω στόχων ελέγχεται:
α) η ίδρυση νέων εγκαταστάσεων
β) οι μετατροπές στις υφιστάμενες εγκαταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 10
γ) οι χωροθετήσεις νέων έργων κοντά σε εγκαταστάσεις, όπως δίκτυα μεταφορών, χώροι δημόσιας χρήσης και οικιστικές ζώνες, όταν η χωροθέτηση ή τα σχετικά έργα ενδέχεται να προκαλέσουν ή να αυξήσουν τον κίνδυνο ενός μεγάλου ατυχήματος είτε να επιδεινώσουν τις επιπτώσεις του.
2. Οι ως άνω αρμόδιες αρχές κατά τη διαμόρφωση των πολιτικών χρήσης γης ή και των άλλων σχετικών πολιτικών καθώς και κατά τις διαδικασίες εφαρμογής των πολιτικών αυτών, πρέπει να συνεκτιμούν μακροπρόθεσμα την ανάγκη:
α) να τηρούνται κατάλληλες αποστάσεις ασφαλείας μεταξύ των εγκαταστάσεων που καλύπτονται από την παρούσα απόφαση και των οικιστικών ζωνών, των κτιρίων και των χώρων δημόσιας χρήσης, των χώρων αναψυχής και, στο μέτρο του δυνατού, του κύριου δικτύου μεταφορών,
β) να προστατεύονται οι περιοχές που παρουσιάζουν ιδιαίτερο φυσικό ενδιαφέρον ή είναι ιδιαίτερα ευαίσθητες και βρίσκονται κοντά σε εγκαταστάσεις που καλύπτονται από την παρούσα απόφαση, όπου είναι σκόπιμο, με κατάλληλες αποστάσεις ασφαλείας ή με άλλα σχετικά μέτρα,
γ) να συνεχίζεται η λειτουργία και ο εκσυγχρονισμός των νόμιμα υφιστάμενων εγκαταστάσεων, με τη λήψη πρόσθετων τεχνικών μέτρων, εφόσον αυτό είναι τεχνικά εφικτό, στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 5, ώστε να μην αυξάνεται η επικινδυνότητα για την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον.
3. Κατά το σχεδιασμό και την εφαρμογή των πολιτικών που αναφέρονται στην παράγραφο 1, οι φορείς εκμετάλλευσης κατά τη διαδικασία των προβλεπόμενων από την κείμενη νομοθεσία σχετικών διαδικασιών διαβούλευσης με το κοινό, υποχρεούνται να παρέχουν στις κατά περίπτωση αρμόδιες αρχές επαρκείς πληροφορίες για την επικινδυνότητα της εγκατάστασης και τεχνικές συμβουλές σχετικά με την εν λόγω επικινδυνότητα, που βασίζονται σε συγκεκριμένη για την κάθε περίπτωση μελέτη ή γενικά κριτήρια. Κάθε φορέας εκμετάλλευσης εγκατάστασης κατώτερης βαθμίδας υποχρεούται για τον σχεδιασμό πολιτικών χρήσεων γης να παρέχει, κατόπιν αιτήματος της αρμόδιας αρχής, επαρκείς πληροφορίες σχετικά με την επικινδυνότητα της εγκατάστασης.
4. Οι απαιτήσεις των παραγράφων 1, 2 και 3 εφαρμόζονται στο πλαίσιο εφαρμογής του Ν. 4014/2011 (Α΄209) και των κανονιστικών πράξεων που έχουν εκδοθεί κατ΄ εξουσιοδότησή του, της υπ’ αριθ. 107017/2006 κοινής υπουργικής απόφασης (Β΄ 1225) καθώς και άλλης σχετικής εθνικής και ενωσιακής νομοθεσίας.
1. Η αδειοδοτούσα αρχή διαβιβάζει στο οικείο Περιφερειακό Συμβούλιο για ενημέρωση του κοινού, ανάλογα με το χρόνο που αυτά καθίστανται διαθέσιμα, τα στοιχεία και τις πληροφορίες που αφορούν σε όλες τις εγκαταστάσεις ανώτερης και κατώτερης βαθμίδας και περιγράφονται στις παραγράφους 1−5 του Μέρους 1 του Παραρτήματος V.
2. Η Αυτοτελής Διεύθυνση Πολιτικής Προστασίας της οικείας Περιφέρειας, όταν πρόκειται για εγκαταστάσεις ανώτερης βαθμίδας, ή η αρμόδια Πυροσβεστική Υπηρεσία ή/και η Δ/νση Σχεδιασμού και Αντιμετώπισης Εκτάκτων Αναγκών της ΓΓΠΠ, όταν πρόκειται για εγκαταστάσεις κατώτερης βαθμίδας, παρέχουν στο οικείο Περιφερειακό Συμβούλιο, τις γενικές πληροφορίες που προβλέπονται στην παράγραφο 6 του Μέρους 1 του Παραρτήματος V.
3. Σε περίπτωση εγκαταστάσεων ανώτερης βαθμίδας, πέραν των προβλεπόμενων στις παραγράφους 1 και 2:
α) η Αυτοτελής Διεύθυνση Πολιτικής Προστασίας της οικείας Περιφέρειας σε συνεργασία με την Δ/νση Σχεδιασμού και Αντιμετώπισης Εκτάκτων Αναγκών της ΓΓΠΠ οφείλει να διασφαλίζει ότι όλα τα πρόσωπα που ενδέχεται να θιγούν από μεγάλο ατύχημα, λαμβάνουν τακτικά και με την πλέον ενδεδειγμένη μορφή, χωρίς να απαιτείται σχετικό αίτημα, σαφείς και εύληπτες πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα ασφαλείας και την απαιτούμενη συμπεριφορά σε περίπτωση μεγάλου ατυχήματος.
Οι προαναφερόμενες πληροφορίες περιλαμβάνουν τουλάχιστον τις πληροφορίες που περιγράφονται στο Παράρτημα V (Μέρος 2, παρ. 1, 2 και 3) και παρέχονται από την Αυτοτελή Διεύθυνση Πολιτικής Προστασίας της οικείας Περιφέρειας κυρίως με τη διανομή ενημερωτικών φυλλαδίων, αλλά και με κάθε άλλο πρόσφορο μέσο, σε όλα τα δημόσια κτίρια και τους χώρους δημόσιας χρήσης, συμπεριλαμβανομένων των σχολείων και των νοσοκομείων, καθώς και σε όλες τις γειτονικές εγκαταστάσεις που προβλέπονται στο άρθρο 8. Το μέγιστο χρονικό διάστημα μεταξύ δυο ανανεώσεων της πληροφόρησης του κοινού δεν πρέπει να υπερβαίνει τα πέντε χρόνια.
β) Η αδειοδοτούσα αρχή, διαβιβάζει στο οικείο Περιφερειακό Συμβούλιο τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του Μέρους 2 του Παραρτήματος V.
4. Οι πληροφορίες που αναφέρονται στις ανωτέρω παραγράφους 1, 2 και 3 πρέπει να επικαιροποιούνται διαρκώς και επιπλέον, στις περιπτώσεις των παραγράφων 1 και 2, να είναι μονίμως διαθέσιμες στο κοινό, σε έντυπη και σε ψηφιακή μορφή με μέριμνα του οικείου Περιφερειακού Συμβουλίου.
5. Το Περιφερειακό Συμβούλιο στο πλαίσιο ενημέρωσης του κοινού προβαίνει στις ακόλουθες ενέργειες:
α) Μέσα σε πέντε (5) ημέρες από την παραλαβή των πληροφοριών των παραγράφων 1, 2 και 3 (περιπ. β) και του Ειδικού ΣΑΤΑΜΕ (άρθρο 11, παρ.Β.2, υποπαρ. 3 και 6β), μεριμνά για:
αα) τη δημοσίευση, με έξοδα του φορέα της εγκατάστασης, σε μία τουλάχιστον τοπική εφημερίδα ή σε μία καθημερινή εφημερίδα εθνικής εμβέλειας, ανακοίνωσης η οποία περιλαμβάνει:
- το όνομα ή/και την εμπορική επωνυμία του φορέα εκμετάλλευσης,
- περιγραφή της δραστηριότητας που ασκείται ή πρόκειται να ασκηθεί στην εγκατάσταση και την πλήρη διεύθυνση της εγκατάστασης αυτής
- απλή αναφορά στο περιεχόμενο των πληροφοριών των παραγράφων 1, 2 και 3 (περιπ. β) και του Ειδικού ΣΑΤΑΜΕ,
- γνωστοποίηση προς το κοινό ότι διαθέτει όλες τις ανωτέρω πληροφορίες και ότι πρόσβαση σε αυτές είναι ανοικτή για την ενημέρωση του κοινού μετά από σχετικό αίτημα, με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 (περ.α),
- γνωστοποίηση της αρμόδιας αδειοδοτούσας αρχής προς την οποία ο καθένας μπορεί να ζητά, για να λάβει γνώση, τη θεωρημένη Κοινοποίηση, την καταχωρισμένη Μελέτη ασφαλείας, με την επιφύλαξη των παραγράφων 7 και 7.1, καθώς και άλλες τυχόν διαθέσιμες σχετικές πληροφορίες
αβ) την ανάρτηση της ανωτέρω ανακοίνωσης και τη γνωστοποίηση της δημοσίευσής της στον πίνακα ανακοινώσεων της Περιφέρειας ή/και στην τηρούμενη από την Περιφέρεια ιστοσελίδα,
αγ) την γνωστοποίηση στην αδειοδοτούσα αρχή της Εφημερίδας ή των Εφημερίδων στις οποίες δημοσιεύθηκε η ως άνω ανακοίνωση,
β) εκπονεί συγκεντρωτική έκθεση για τις ενέργειες στις οποίες έχει προβεί σχετικά με την ενημέρωση του κοινού και την διαβιβάζει στην αδειοδοτούσα αρχή, στη Δ/νση Σχεδιασμού και Αντιμετώπισης Εκτάκτων Αναγκών της ΓΓΠΠ, στην Γενική Διεύθυνση Περιβαλλοντικής Πολιτικής του ΥΠΕΝ, στην Αυτοτελή Διεύθυνση Πολιτικής Προστασίας της Περιφέρειας και στην αρμόδια Υπηρεσία Περιβάλλοντος της Περιφέρειας,
6. Όταν μία εγκατάσταση ανώτερης βαθμίδας ενέχει κινδύνους ατυχημάτων μεγάλης έκτασης με διασυνοριακές επιπτώσεις σε άλλο Κράτος Μέλος της Ε.Ε. η αρμόδια υπηρεσία της Γενικής Διεύθυνσης Περιβαλλοντικής Πολιτικής του ΥΠΕΝ μετά από συνεννόηση με την Δ/νση Σχεδιασμού και Αντιμετώπισης Εκτάκτων Αναγκών της ΓΓΠΠ και την αδειοδοτούσα αρχή κοινοποιεί μέσω του Υπουργείου Εξωτερικών προς το Κράτος Μέλος τις απαραίτητες πληροφορίες που διαθέτει κατ΄ εφαρμογή των άρθρων 11 και 12 και προβαίνει με το εν λόγω Κράτος Μέλος σε σχετικές διαβουλεύσεις, στο πλαίσιο των διμερών σχέσεών τους, ως προς τα μέτρα που θα πρέπει να λαμβάνονται και από τις δύο πλευρές για την πρόληψη των ατυχημάτων αυτών, καθώς για τον περιορισμό των συνεπειών τους στον άνθρωπο και στο περιβάλλον.
Αντίστοιχα σε περίπτωση που η εγκατάσταση βρίσκεται στο έδαφος άλλου Κράτους Μέλους η αρμόδια υπηρεσία της Γενικής Διεύθυνσης Περιβαλλοντικής Πολιτικής του ΥΠΑΠΕΝ παραλαμβάνει μέσω του Υπουργείου Εξωτερικών τις απαραίτητες πληροφορίες από το άλλο Κράτος Μέλος κατ΄ εφαρμογή των άρθρων 11 και 12 και τις κοινοποιεί στην Δ/νση Σχεδιασμού και Αντιμετώπισης Εκτάκτων Αναγκών της ΓΓΠΠ και στην αδειοδοτούσα αρχή της Περιφέρειας που συνορεύει με το όμορο κράτος Μέλος.
6.1. Όταν μια εγκατάσταση που βρίσκεται κοντά στο έδαφος άλλου Κράτους Μέλους δεν δημιουργεί κίνδυνο μεγάλου ατυχήματος πέραν της περιμέτρου της σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος Β5 και, επομένως, δεν απαιτείται Ειδικό ΣΑΤΑΜΕ, η αρμόδια υπηρεσία της Γενικής Διεύθυνσης Περιβαλλοντικής Πολιτικής του ΥΠΕΝ μετά από συνεννόηση με την Δ/νση Σχεδιασμού και Αντιμετώπισης Εκτάκτων Αναγκών της ΓΓΠΠ, ενημερώνει μέσω του Υπουργείου Εξωτερικών το άλλο Κράτος Μέλος για την αιτιολογημένη αυτή απόφαση.
7. Η αδειοδοτούσα αρχή, θέτει στη διάθεση του κοινού μετά από σχετικό αίτημα:
α) τον θεωρημένο φάκελο Κοινοποίησης, εκτός από το τοπογραφικό με τις συντεταγμένες που προβλέπεται στην παράγραφο 1α του άρθρου 6, ή/και
β) την καταχωρισμένη Μελέτη Ασφαλείας, συμπεριλαμβανομένου του καταλόγου των επικίνδυνων ουσιών, με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του άρθρου 21.
7.1. Σε περίπτωση εφαρμογής της παραγράφου 3 του άρθρου 21, ο φορέας εκμετάλλευσης υποβάλλει προς δημοσιοποίηση στην αδειοδοτούσα αρχή, οικειοθελώς ή μετά από αίτημά της:
α) περίληψη μη τεχνικού περιεχομένου, η οποία περιλαμβάνει τουλάχιστον τις γενικές πληροφορίες σχετικά με τους κινδύνους μεγάλων ατυχημάτων και τις πιθανές επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον σε περίπτωση μεγάλου ατυχήματος ή/και
β) τροποποιημένο κατάλογο των επικίνδυνων ουσιών που υπάρχουν στην εγκατάσταση.
Σε περίπτωση που από την επικαιροποίηση της Μελέτης Ασφαλείας προκύπτει η ανάγκη συνακόλουθων αλλαγών στην προβλεπόμενη Περίληψη μη τεχνικού περιεχομένου ή στον κατάλογο των επικίνδυνων ουσιών, ο ενδιαφερόμενος φορέας εκμετάλλευσης προβαίνει στις δέουσες αναπροσαρμογές, ώστε η εν λόγω Περίληψη ή/και ο τροποποιημένος κατάλογος να συνάδει/ ουν με το περιεχόμενο της επικαιροποιημένης Μελέτης Ασφαλείας.
1. Τα ειδικά επιμέρους έργα που εντάσσονται στους στόχους και τις απαιτήσεις του άρθρου 12 και ειδικότερα:
α) ο σχεδιασμός νέων εγκαταστάσεων,
β) σημαντικές μετατροπές εγκαταστάσεων βάσει του άρθρου 10, όταν οι προβλεπόμενες μετατροπές υπόκεινται στις ανωτέρω απαιτήσεις και αφορούν στο σχεδιασμό,
γ) τα νέα έργα κοντά σε εγκαταστάσεις, όταν η χωροθέτηση των έργων αυτών ενδέχεται να αυξήσει τον κίνδυνο μεγάλου ατυχήματος ή να επιδεινώσει τις επιπτώσεις του, υπάγονται στο καθεστώς περιβαλλοντικής αδειοδότησης (απόφαση Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων) σύμφωνα με το Ν.4014/2011 (Α΄209), όπως ισχύει και τις κανονιστικές πράξεις που έχουν εκδοθεί ή εκδίδονται κατ΄ εξουσιοδότησή του.
1.1. Η διαδικασία και ο τρόπος ενημέρωσης του κοινού και διαβούλευσης με το ενδιαφερόμενο κοινό κατά τη διαδικασία της περιβαλλοντικής αδειοδότησης καθορίζονται στην υπ’ αριθ. 1649/45/2014 κοινή υπουργική απόφαση (Β΄ 45), που έχει εκδοθεί κατ΄ εξουσιοδότηση του άρθρου 19 (παρ. 9) του Ν.4014/2011, όπως ισχύει. Η απόφαση Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων δημοσιοποιείται περαιτέρω με ανάρτηση στο διαδίκτυο για να λάβει γνώση το κοινό, σύμφωνα με το άρθρο 19 α του Ν.4014/2011.
2. Για τα έργα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 παρέχεται η δυνατότητα πρόσβασης του κοινού σε περιβαλλοντικές πληροφορίες που αφορούν στην περιβαλλοντική άδεια, σύμφωνα με όρους και τους περιορισμούς που προβλέπονται στην υπ’ αριθ. 11764/653/2006 κοινή υπουργική απόφαση (Β΄327). Οι πληροφορίες αυτές καθίστανται διαθέσιμες από την αρμόδια αρχή, μόνο αφού προηγηθεί η ενημέρωση του ενδιαφερόμενου κοινού.
3. Όταν πρόκειται για σχέδια ή προγράμματα στα οποία περιλαμβάνονται έργα που αναφέρονται στα στοιχεία α) ή γ) της παραγράφου 1, εφαρμόζεται η διαδικασία δημόσιας διαβούλευσης που προβλέπεται στην υπ’ αριθ. 107017/2006 κοινή υπουργική απόφαση (Β΄ 1225) και ειδικότερα στα άρθρα 7 και 8 αυτής.
Ο φορέας εκμετάλλευσης ύστερα από ένα μεγάλο ατύχημα υποχρεούται με τον πιο πρόσφορο και κατάλληλο τρόπο:
α) να ενημερώνει άμεσα την αδειοδοτούσα αρχή, την Αυτοτελή Διεύθυνση Πολιτικής Προστασίας της οικείας Περιφέρειας, τη Δ/νση Σχεδιασμού και Αντιμετώπισης Εκτάκτων Αναγκών της ΓΓΠΠ, την αρμόδια Υπηρεσία της Γενικής Δ/νσης Περιβαλλοντικής Πολιτικής του ΥΠΕΝ και το Αρχηγείο Πυροσβεστικού Σώματος/Διεύθυνση Πυροσβεστικών Επιχειρήσεων και,
β) το συντομότερο δυνατόν και πάντως όχι πέραν των τριών (3) μηνών:
β.1) να παρέχει στις ανωτέρω αρχές πληροφορίες σχετικά με:
αα) τις συνθήκες του ατυχήματος,
αβ) τις επικίνδυνες ουσίες που ενέχονται για το ατύχημα,
αγ) τα διαθέσιμα στοιχεία για την εκτίμηση των επιπτώσεων του ατυχήματος στην ανθρώπινη υγεία, στο περιβάλλον και στα υλικά αγαθά,
αδ) τα ληφθέντα μέτρα έκτακτης ανάγκης,
β.2) να πληροφορεί τις προαναφερόμενες αρχές για τα προβλεπόμενα μέτρα σχετικά με:
αα) τον μετριασμό των μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων επιδράσεων του ατυχήματος·
αβ) την αποφυγή επανάληψης ίδιου ατυχήματος·
γ) να επικαιροποιεί τις παρεχόμενες πληροφορίες, σε περίπτωση που διεξοδικότερη διερεύνηση αποκαλύψει πρόσθετα στοιχεία τα οποία μεταβάλλουν τις εν λόγω πληροφορίες ή τα συμπεράσματα που έχουν προκύψει.
1. Μετά από μεγάλο ατύχημα η αδειοδοτούσα αρχή και η Αυτοτελής Διεύθυνση Πολιτικής Προστασίας της οικείας Περιφέρειας σε συνεργασία με τις αρμόδιες Υπηρεσίες Περιβάλλοντος της Περιφέρειας και τις Υπηρεσίες που είναι αρμόδιες για την περιβαλλοντική αδειοδότηση, καθώς και τις αρμόδιες Υπηρεσίες Υγείας και Εργασίας και την οικεία Πυροσβεστική Υπηρεσία της Περιφέρειας και:
α) εξασφαλίζουν, ότι λαμβάνονται:
αα) τα επείγοντα μέτρα που προβλέπονται στα σχέδια έκτακτης ανάγκης συνεκτιμώντας και το ενδεχόμενο των πολλαπλασιαστικών φαινομένων (φαινόμενο domino) καθώς και
αβ) τα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέτρα που κρίνονται αναγκαία για τον περιορισμό των επιπτώσεων του ατυχήματος και την αποφυγή επανάληψής του,
β) ενημερώνουν τον/ τους ΟΤΑ της περιοχής όπου συνέβη το ατύχημα καθώς και τα πρόσωπα που ενδέχεται να πληγούν και, όπου είναι σκόπιμο, για τα μέτρα που λαμβάνονται προκειμένου να μετριασθούν οι συνέπειες του ατυχήματος.
2. Η Αυτοτελής Διεύθυνση Πολιτικής Προστασίας της Περιφέρειας και ενδεχομένως και άλλες συναρμόδιες αρχές, παρακολουθεί τις ενέργειες καταστολής του ατυχήματος μέσα στο χώρο της εγκατάστασης και ενημερώνει συνεχώς τη Δ/νση Σχεδιασμού και Αντιμετώπισης Εκτάκτων Αναγκών της ΓΓΠΠ.
3. Η αδειοδοτούσα αρχή:
α) Συντονίζει τις προβλεπόμενες στην κείμενη νομοθεσία καθ΄ ύλην αρμόδιες κατά περίπτωση αρχές καθώς και άλλες ενδεχομένως δημόσιες αρχές και φορείς προκειμένου αυτές, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους:
αα) να συγκεντρώνουν, μέσω επιθεωρήσεων, ερευνών ή με άλλο τρόπο, τις απαραίτητες πληροφορίες για την πλήρη ανάλυση των τεχνικών, οργανωτικών και διαχειριστικών πτυχών του ατυχήματος,
αβ) να προβαίνουν στις ενδεδειγμένες ενέργειες, ώστε να διασφαλίζεται ότι ο φορέας εκμετάλλευσης λαμβάνει τα απαιτούμενα μέτρα αποκατάστασης·
αγ) να διατυπώνουν συστάσεις για μελλοντικά προληπτικά μέτρα,
β) Διαβιβάζει τα προαναφερόμενα στοιχεία, συντάσσοντας συνοπτική έκθεση, στην Αυτοτελή Διεύθυνση Πολιτικής Προστασίας της Περιφέρειας, στην Δ/νση Σχεδιασμού και Αντιμετώπισης Εκτάκτων Αναγκών της ΓΓΠΠ, στη Γενική Διεύθυνση Περιβαλλοντικής Πολιτικής του ΥΠΕΝ και στη Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας του ΥΠΟΙΑΤ.
4. Η οικεία Πυροσβεστική Υπηρεσία συντάσσει Αναφορά Δελτίου με επικίνδυνα υλικά το οποίο αποστέλλει στην αδειοδοτούσα αρχή και στη Γενική Διεύθυνση Περιβαλλοντικής Πολιτικής του ΥΠΕΝ.
1. Η Γενική Διεύθυνση Περιβαλλοντικής Πολιτικής του ΥΠΕΝ ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετικά με την πρόληψη και τον μετριασμό των επιπτώσεων μεγάλων ατυχημάτων που συνέβησαν στην Ελλάδα τα οποία πληρούν τα κριτήρια του παραρτήματος IV. Ειδικότερα παρέχει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τα ακόλουθα στοιχεία:
α) την ονομασία και τη διεύθυνση της αρχής που είναι υπεύθυνη για την εκπόνηση της έκθεσης που προβλέπεται στην παράγραφο 3 (περ. β) του άρθρου 16,
β) την ημερομηνία, την ώρα και τον τόπο του ατυχήματος, καθώς και την πλήρη ονομασία του φορέα εκμετάλλευσης και τη διεύθυνση της συγκεκριμένης εγκατάστασης,
γ) σύντομη περιγραφή των συνθηκών του ατυχήματος, με μνεία των ενεχόμενων επικινδύνων ουσιών που ενέχονται σε αυτό και τις άμεσες επιπτώσεις στην δημόσια υγεία και στο περιβάλλον,
δ) σύντομη περιγραφή των ληφθέντων μέτρων έκτακτης ανάγκης και των απαραίτητων άμεσων προφυλάξεων για την αποφυγή επανάληψης του ατυχήματος,
ε) τα αποτελέσματα της διεξαχθείσας ανάλυσης και αξιολόγησης του ατυχήματος και τις σχετικές συστάσεις.
2. Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 παρέχονται το συντομότερο δυνατό και το αργότερο εντός ενός έτους από την ημερομηνία του ατυχήματος, χρησιμοποιώντας τη βάση δεδομένων που αναφέρεται στο άρθρο 21 παράγραφος 4 της οδηγίας 2012/18/ΕΕ. Όταν μέσα στη συγκεκριμένη προθεσμία είναι δυνατή μόνο η παροχή προκαταρκτικών πληροφοριών σύμφωνα με την περίπτωση (ε) της παραγράφου 1 για περίληψη στη βάση δεδομένων, οι πληροφορίες πρέπει να επικαιροποιηθούν όταν θα είναι διαθέσιμα τα αποτελέσματα της περαιτέρω ανάλυσης και θα έχουν γίνει οι σχετικές συστάσεις.
Η κοινοποίηση των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 περίπτωση (ε) μπορεί να καθυστερήσει προκειμένου να καταστεί δυνατή η ολοκλήρωση των νομικών διαδικασιών, όταν η εν λόγω κοινοποίηση ενδέχεται να επηρεάσει τις διαδικασίες αυτές.
3. Το έντυπο παροχής των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1, καταρτίζεται με τη διαδικασία του άρθρου 27 παράγραφος 2 της οδηγίας 2012/18/ΕΕ.
4. Η αρμόδια Υπηρεσία της Γενικής Διεύθυνσης Περιβαλλοντικής Πολιτικής του ΥΠΕΝ γνωστοποιεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή την ονομασία και τη διεύθυνση κάθε οργανισμού ή κατάλογο εμπειρογνωμόνων που ενδεχομένως διαθέτει/ουν πληροφορίες για μεγάλα ατυχήματα και είναι σε θέση να συμβουλεύει/ουν τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών που πρέπει να επέμβουν σε περίπτωση τέτοιου ατυχήματος.
1. Εάν από τη διενέργεια των επιθεωρήσεων και ελέγχων που προβλέπονται στο άρθρο 19, διαπιστώνεται ότι τα μέτρα που έλαβε ο φορέας εκμετάλλευσης για την πρόληψη ή τον μετριασμό των κινδύνων μεγάλου ατυχήματος, είναι σαφώς ανεπαρκή, η αδειοδοτούσα αρχή αυτεπάγγελτα ή μετά από πρόταση των αρμόδιων υπηρεσιών Περιβάλλοντος συμπεριλαμβανομένων των Υπηρεσιών που είναι αρμόδιες για περιβαλλοντική αδειοδότηση, των αρμόδιων Υπηρεσιών Υγείας, Εργασίας και της Αυτοτελούς Διεύθυνσης Πολιτικής Προστασίας της Περιφέρειας, απαγορεύει την έναρξη λειτουργίας ή την επαναλειτουργία των εγκαταστάσεων, μονάδας ή αποθήκης, ή τμήματός τους. Στην περίπτωση αυτή, λαμβάνονται μεταξύ άλλων υπόψη και σοβαρές παραλείψεις οι οποίες προσδιορίζονται στην έκθεση της επιθεώρησης και αναφέρονται σε θέματα ανάληψης των απαραίτητων ενεργειών για την πρόληψη ή τον μετριασμό των ανωτέρω κινδύνων.
2. Η αδειοδοτούσα αρχή δύναται να απαγορεύει τη λειτουργία ή την επαναλειτουργία υφιστάμενης εγκατάστασης, μονάδας, ή αποθήκης, ή τμήματός τους, εάν ο φορέας εκμετάλλευσης δεν έχει υποβάλει εμπροθέσμως το φάκελο Κοινοποίησης, τη Μελέτη Ασφαλείας ή τις λοιπές πληροφορίες και στοιχεία που απαιτούνται σύμφωνα με την παρούσα απόφαση.
3. Οι φορείς εκμετάλλευσης έχουν τη δυνατότητα άσκησης των προβλεπόμενων από τη κείμενη νομοθεσία ενδίκων μέσων κατά της απόφασης απαγόρευσης που προβλέπεται στην παράγραφο 1.
1. Η αδειοδοτούσα αρχή οργανώνει, κατά την κρίση της, σε συνεργασία με τις προβλεπόμενες από την κείμενη νομοθεσία καθ’ ύλην αρμόδιες αρχές Περιβάλλοντος (συμπεριλαμβανομένων των αρχών που είναι αρμόδιες για την περιβαλλοντκή αδειοδότηση), Υγείας, Εργασίας, Πολιτικής Προστασίας, Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και την οικεία Περιφερειακή Χημική Υπηρεσία του Γενικού Χημείου του Κράτους, σχέδιο επιθεωρήσεων. Οι επιθεωρήσεις αυτές είναι ανεξάρτητες από την αξιολόγηση του φακέλου Κοινοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 6 ή της Μελέτης Ασφαλείας σύμφωνα με το άρθρο 9 ή άλλων μελετών και πρέπει να οργανώνονται κατά τρόπο ώστε να επαρκούν για την προγραμματισμένη και συστηματική εξέταση των τεχνικών, οργανωτικών και διαχειριστικών συστημάτων που εφαρμόζονται στην εγκατάσταση, ώστε να εξασφαλίζεται ιδίως ότι:
α) ο φορέας εκμετάλλευσης να μπορεί να αποδείξει ότι, για τις δραστηριότητες που ασκούνται στην εγκατάσταση, έχει λάβει τα ενδεδειγμένα μέτρα για την πρόληψη κάθε μεγάλου ατυχήματος,
β) ο φορέας εκμετάλλευσης να μπορεί να αποδείξει ότι έχει προβλέψει ενδεδειγμένα μέσα για τον περιορισμό των συνεπειών μεγάλων ατυχημάτων, εντός και εκτός του χώρου της εγκατάστασής του,
γ) τα δεδομένα και οι πληροφορίες που περιέχει ο φάκελος Κοινοποίησης, η Μελέτη Ασφαλείας, ή άλλη απαιτούμενη μελέτη, αποτυπώνουν επακριβώς τις συνθήκες στην εγκατάσταση,
δ) παρέχονται στο κοινό οι πληροφορίες για τα μέτρα ασφαλείας σύμφωνα με τις σχετικές προβλέψεις του άρθρου 13,
ε) ο φορέας εκμετάλλευσης λαμβάνει τα ενδεδειγμένα μέτρα και μέσα πυροπροστασίας για την πρόληψη ή τον περιορισμό των συνεπειών μεγάλων ατυχημάτων.
2. Όλες οι εγκαταστάσεις υπόκεινται σε σχέδιο επιθεωρήσεων σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο και πρέπει να διασφαλίζεται ότι το σχέδιο αυτό επανεξετάζεται τακτικά και, κατά περίπτωση, επικαιροποιείται. Κάθε σχέδιο επιθεωρήσεων περιλαμβάνει τα ακόλουθα:
α) γενική εκτίμηση των σημαντικών θεμάτων ασφαλείας,
β) τη γεωγραφική περιοχή που καλύπτει το σχέδιο επιθεωρήσεων,
γ) κατάλογο των εγκαταστάσεων που καλύπτει το σχέδιο,
δ) κατάλογο των εγκαταστάσεων με πιθανά πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα σύμφωνα με το άρθρο 8,
ε) κατάλογο των εγκαταστάσεων όπου ιδιαίτερη εξωτερική επικινδυνότητα ή πηγές κινδύνου θα ήταν δυνατόν να αυξήσουν την επικινδυνότητα ή τις επιπτώσεις μεγάλου ατυχήματος,
στ) διαδικασίες τακτικών επιθεωρήσεων, συμπεριλαμβανομένων των προγραμμάτων τέτοιων επιθεωρήσεων σύμφωνα με την παράγραφο 3,
ζ) διαδικασίες για τις έκτακτες επιθεωρήσεις σύμφωνα με την παράγραφο 5,
η) θέματα σχετικά με τη συνεργασία με άλλες αρχές που ασκούν επιθεωρήσεις στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς τους,
θ) δυνατότητα διενέργειας επιθεωρήσεων και ελέγχων αυτοτελώς από τις συναρμόδιες αρχές στο πλαίσιο άσκησης των αρμοδιοτήτων τους.
3. Με βάση τα σχέδια επιθεωρήσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 2, η αδειοδοτούσα αρχή καταρτίζει, σε τακτά χρονικά διαστήματα, προγράμματα τακτικών επιθεωρήσεων για όλες τις εγκαταστάσεις, συμπεριλαμβανομένης της συχνότητας των επισκέψεων σε χώρους για τους διαφορετικούς τύπους εγκαταστάσεων.
Το χρονικό διάστημα μεταξύ δύο διαδοχικών επισκέψεων σε χώρους δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος για εγκαταστάσεις ανώτερης βαθμίδας και τα τρία (3) έτη για εγκαταστάσεις κατώτερης βαθμίδας, εκτός αν η αδειοδοτούσα αρχή έχει καταρτίσει πρόγραμμα επιθεωρήσεων με βάση συστηματική εκτίμηση των κινδύνων μεγάλου ατυχήματος στις αντίστοιχες εγκαταστάσεις.
4. Η συστηματική εκτίμηση των κινδύνων από τις αντίστοιχες εγκαταστάσεις βασίζεται τουλάχιστον στα ακόλουθα κριτήρια:
α) στις πιθανές επιπτώσεις των συγκεκριμένων εγκαταστάσεων στην ανθρώπινη υγεία και στο περιβάλλον,
β) στο ιστορικό της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις της παρούσας απόφασης.
Ανάλογα με την περίπτωση, λαμβάνονται επίσης υπόψη τα σχετικά ευρήματα των επιθεωρήσεων στο πλαίσιο εφαρμογής άλλης εθνικής και ενωσιακής νομοθεσίας.
5. Οι έκτακτες επιθεωρήσεις διενεργούνται, το ταχύτερο δυνατόν, για τη διερεύνηση σοβαρών καταγγελιών, συμπεριλαμβανομένων τεκμηριωμένων σχετικών αιτημάτων δημόσιων φορέων και αρχών, για μεγάλα ατυχήματα και «παρ’ ολίγον» ατυχήματα, περιστατικά και περιπτώσεις μη συμμόρφωσης.
6. Μέσα σε τέσσερις μήνες μετά από κάθε επιθεώρηση, η αδειοδοτούσα αρχή γνωστοποιεί στον φορέα της εκμετάλλευσης τα συμπεράσματα της επιθεώρησης και όλα τα μέτρα που έχουν προσδιορισθεί ως αναγκαία να ληφθούν, τάσσοντας σε αυτόν εύλογη προθεσμία συμμόρφωσης.
7. Εάν στο πλαίσιο επιθεώρησης διαπιστωθεί σημαντική περίπτωση μη συμμόρφωσης με την παρούσα απόφαση, διενεργείται πρόσθετη επιθεώρηση εντός έξι (6) μηνών.
8. Οι επιθεωρήσεις συντονίζονται, στο μέτρο του δυνατού, και συνδυάζονται, κατά περίπτωση, με τις επιθεωρήσεις που διενεργούνται στο πλαίσιο εφαρμογής άλλης εθνικής και ενωσιακής νομοθεσίας.
9. Η αδειοδοτούσα αρχή καθώς και οι αρχές που είναι συναρμόδιες για την εφαρμογή της παρούσας, έχουν τη δυνατότητα να παρέχουν τους μηχανισμούς και τα εργαλεία για την ανταλλαγή πείρας και την εμπέδωση των γνώσεων, καθώς και να συμμετέχουν σε τέτοιους μηχανισμούς σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου ενδείκνυται.
10. Οι φορείς εκμετάλλευσης παρέχουν στην αδειοδοτούσα αρχή και στις συναρμόδιες αρχές κάθε αναγκαία βοήθεια για να διευκολύνουν τις τελευταίες να διενεργούν επιθεωρήσεις και να συγκεντρώνουν όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες προκειμένου να εκτελούν τα καθήκοντά τους για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης και ειδικότερα για να μπορούν στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς τους σύμφωνα με την παρούσα απόφαση, να εκτιμούν πλήρως την πιθανότητα μεγάλου ατυχήματος και να προσδιορίζουν την έκταση ενδεχόμενης αυξημένης πιθανότητας ή σημαντικότερων μεγάλων ατυχημάτων, να καταρτίζουν εξωτερικό σχέδιο έκτακτης ανάγκης και να λαμβάνουν υπόψη ουσίες που ενδέχεται να χρειάζονται ειδική προσοχή λόγω της φυσικής κατάστασης, των ιδιαίτερων συνθηκών ή της θέσης τους.
11. Για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η αδειοδοτούσα αρχή, στο πλαίσιο των ελέγχων που προβλέπονται στην παρ. 1 του άρθρου 26 του Ν. 3982/2011, διαπιστώνει αν οι εγκαταστάσεις έχουν υλοποιηθεί σύμφωνα με τα σχεδιαγράμματα της άδειας εγκατάστασης, τα οποία είναι σε αντιστοιχία με τα σχεδιαγράμματα της καταχωρισμένης Μελέτης Ασφαλείας ή/ και του θεωρημένου Φακέλου Κοινοποίησης. Σε περίπτωση που οι εγκαταστάσεις υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής της παρ. 1 του άρθρου 19 του Ν. 3982/2011, αυτές ελέγχονται υποχρεωτικά και σε περίπτωση που εμπίπτουν στην υπ’ αριθ. 12684/92/2014 υπουργική απόφαση (Β΄ 3181) οι εκ των υστέρων έλεγχοι της παρ. 2 του άρθρου 2 της ίδιας απόφασης διενεργούνται εντός 15 ημερών από την ενημέρωση της αδειοδοτούσας αρχής για την έναρξη λειτουργίας τους.
Τα αποτελέσματα του ελέγχου αυτού κοινοποιούνται εγγράφως στον ενδιαφερόμενο φορέα εκμετάλλευσης. Σε περίπτωση θετικού πορίσματος ο φορέας εκμετάλλευσης δεν απαλλάσσεται από τυχόν ευθύνες του για κατασκευαστικά και λειτουργικά θέματα, για την εφαρμογή του Συστήματος Διαχείρισης της Ασφάλειας, των Σχεδίων Έκτακτης Ανάγκης και εν γένει για θέματα διαχείρισης της ασφάλειας στην εγκατάστασή του. Σε περίπτωση αρνητικού πορίσματος η αδειοδοτούσα αρχή εφαρμόζει τα προβλεπόμενα στα άρθρα 21− 22 και 29 του Ν. 3982/2011.
1. Η Γενική Διεύθυνση Περιβαλλοντικής Πολιτικής του ΥΠΕΝ ανταλλάσσει πληροφορίες με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετικά με την εμπειρία που έχει αποκτηθεί όσον αφορά την πρόληψη μεγάλων ατυχημάτων και τον περιορισμό των συνεπειών τους. Οι πληροφορίες αφορούν κυρίως τη λειτουργικότητα των μέτρων που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση.
2. Έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2019 και στη συνέχεια ανά τετραετία, η ανωτέρω Υπηρεσία υποβάλλει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας απόφασης.
3. Για τις μονάδες που καλύπτονται από την παρούσα απόφαση, η εν λόγω Υπηρεσία παρέχει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες:
α) το όνομα ή την εμπορική επωνυμία του φορέα εκμετάλλευσης και την πλήρη διεύθυνση της σχετικής εγκατάστασης,
β) τη δραστηριότητα ή τις δραστηριότητες της εγκατάστασης.
4. Τα έντυπα διαβίβασης των πληροφοριών που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3, καθορίζονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 27 παράγραφος 2 της οδηγίας 2012/18/ΕΕ.
5. Η Γενική Διεύθυνση Περιβαλλοντικής Πολιτικής του ΥΠΕΝ καθώς και οι λοιπές συναρμόδιες δημόσιες αρχές που εμπλέκονται στην εφαρμογή της παρούσας απόφασης, έχουν πρόσβαση στη βάση δεδομένων σχετικά με τα ατυχήματα μεγάλης έκτασης που έχει συγκροτήσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 27 παράγραφος 2 της οδηγίας 2012/18/ΕΕ.
1. Η αδειοδοτούσα αρχή υποχρεούται σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 11764/653/2006 κοινή υπουργική απόφαση (Β΄327), για λόγους διαφάνειας, να θέτουν στη διάθεση κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου, όταν το ζητά, το θεωρημένο φάκελο Κοινοποίησης, την καταχωρισμένη Μελέτη Ασφαλείας, με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, καθώς και κάθε άλλη πληροφορία που συγκεντρώνει στο πλαίσιο εφαρμογής της παρούσας απόφασης.
2. Η ανωτέρω αρχή μπορεί να αρνηθεί ή να περιορίζει τη διάθεση οποιασδήποτε πληροφορίας ζητείται δυνάμει της παρούσας απόφασης, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που συγκεντρώνονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 13, αν πληρούνται οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 4 της υπ’ αριθ. 11764/653/2006 κοινής υπουργικής απόφασης.
3. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 και για τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 4 της υπ’ αριθ. 11764/653/2006 κοινής υπουργικής απόφασης, η αδειοδοτούσα αρχή, έχει τη δυνατότητα:
α) Να αρνείται τη διάθεση όλων των πληροφοριών που περιλαμβάνονται στην καταχωρισμένη Μελέτη Ασφαλείας, σε περίπτωση που ο φορέας εκμετάλλευσης έχει ζητήσει, να δημοσιοποιούνται μόνο τα στοιχεία που προβλέπονται στην παράγραφο 7.1 του άρθρου 13, ή
β) Να αποφασίζει να μη δημοσιοποιούνται στο κοινό ορισμένα τμήματα της Μελέτης Ασφαλείας ή του καταλόγου επικίνδυνων ουσιών. Στην περίπτωση αυτή ο φορέας εκμετάλλευσης προσκομίζει στην αδειοδοτούσα αρχή, οικειοθελώς ή μετά από αίτημά της, τροποποιημένη τη Μελέτη Ασφαλείας, κατά το μέρος που δεν περιλαμβάνει τα τμήματα αυτά.
1. Τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ζητούν πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 13 (παρ. 7) ή το άρθρο 21 παράγραφος 1, έχουν δικαίωμα προσφυγής σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 11764/653/2006 κοινή υπουργική απόφαση, κατά πράξεων ή παραλείψεων της αδειοδοτούσας αρχής ως προς την ικανοποίηση του αιτήματός τους.
2. Το ενδιαφερόμενο κοινό έχει πρόσβαση στα μέσα ένδικης προστασίας που ορίζονται στην υπ’ αριθ. 9269/470/2007 κοινή υπουργική απόφαση (Β΄286), για τις περιπτώσεις που εμπίπτουν στο άρθρο 14 παράγραφος 1 της παρούσας απόφασης.
1. Η αδειοδοτούσα αρχή μέχρι τις 31 Μαρτίου κάθε έτους, διαβιβάζει στην αρμόδια κεντρική Υπηρεσία της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας, της Γενικής Διεύθυνσης Περιβάλλοντος, στην οικεία Αυτοτελή Διεύθυνση Πολιτικής Προστασίας της Περιφέρειας και στην Δ/ νση Σχεδιασμού και Αντιμετώπισης Εκτάκτων Αναγκών της ΓΓΠΠ του Υπουργείου Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, τα ακόλουθα στοιχεία που αφορούν δεδομένα του προηγουμένου έτους:
α) κατάλογο των εγκαταστάσεων που υπάγονται στη κατώτερη βαθμίδα,
β) κατάλογο των εγκαταστάσεων κατώτερης βαθμίδας που έχουν υποβάλλει τον προβλεπόμενο φάκελο Κοινοποίησης εντός του προηγουμένου έτους,
γ) κατάλογο των εγκαταστάσεων κατώτερης βαθμίδας που υπόκεινται στην υποχρέωση υποβολής φακέλου Κοινοποίησης αλλά δεν έχουν υποβάλλει τον εν λόγω φάκελο,
δ) κατάλογο των εγκαταστάσεων που υπάγονται στην ανώτερη βαθμίδα,
ε) κατάλογο των εγκαταστάσεων ανώτερης βαθμίδας που έχουν υποβάλλει την προβλεπόμενη Μελέτη Ασφαλείας-φάκελο Κοινοποίησης εντός του προηγουμένου έτους,
στ) κατάλογο των εγκαταστάσεων ανώτερης βαθμίδας που υπόκεινται στην υποχρέωση υποβολής Μελέτης Ασφαλείας αλλά δεν έχουν υποβάλλει την εν λόγω Μελέτη.
ζ) επιθεωρήσεις που πραγματοποιήθηκαν σε εγκαταστάσεις ανώτερης και κατώτερης βαθμίδας
η) κατάλογο με τα «παρ’ ολίγον» ατυχήματα ή περιστατικά και τα αίτια πρόκλησής τους όπως αυτά προκύπτουν από τις εκθέσεις ελέγχου των αρμόδιων αρχών,
θ) κατάλογο των εγκαταστάσεων ανώτερης και κατώτερης βαθμίδας που έχουν παύσει οριστικά τη λειτουργία τους.
1.1. Το Πυροσβεστικό Σώμα διαβιβάζει στη Δ/νση Σχεδιασμού και Αντιμετώπισης Εκτάκτων Αναγκών της ΓΓΠΠ και στη Γενική Διεύθυνση Περιβαλλοντικής Πολιτικής του ΥΠΕΝ, καταλόγους των εγκαταστάσεων για τις οποίες έχουν οριστικοποιηθεί τα εσωτερικά σχέδια έκτακτης ανάγκης και διαβιβάζει μέχρι τις 31 Μαρτίου κάθε έτους τις ασκήσεις ετοιμότητας που έχουν διενεργηθεί δυνάμει του άρθρου 11 (παρ. Α3 και 5).
2. Η Δ/νση Σχεδιασμού και Αντιμετώπισης Εκτάκτων Αναγκών της ΓΓΠΠ αποστέλλει στην αρμόδια Υπηρεσία της Γενικής Διεύθυνσης Περιβαλλοντικής Πολιτικής του ΥΠΕΝ μέχρι το τέλος Μαΐου κάθε έτους τα εξής:
α) Πληροφορίες για Σχέδια Αντιμετώπισης Τεχνολογικών Ατυχημάτων Μεγάλης Έκτασης για τις αντίστοιχες εγκαταστάσεις:
αα) που εκπονήθηκαν εντός του προηγουμένου έτους και
αβ) που ελέγχθηκαν με ασκήσεις σε συνεργασία με το φορέα εκμετάλλευσης και οικεία Πυροσβεστική Υπηρεσία.
β) Πληροφορίες για ενέργειες ενημέρωσης του κοινού που υλοποιήθηκαν για τη προστασία του, λόγω γειτονίασης με εγκαταστάσεις που υπάγονται στις διατάξεις της παρούσας απόφασης.
1. Εάν ο φορέας εκμετάλλευσης δεν υποβάλει εμπροθέσμως τον φάκελο Κοινοποίησης, τη Μελέτη Ασφαλείας, τα Εσωτερικά Σχέδια Έκτακτης Ανάγκης ή άλλα στοιχεία και πληροφορίες που απαιτούνται βάσει της παρούσας απόφασης, η αδειοδοτούσα αρχή μπορεί να του επιβάλλει τις κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 29 του Ν. 3982/2011 όπως ισχύει, για παραβίαση των όρων ή περιορισμών που έχουν τεθεί στις άδειες εγκατάστασης ή /και λειτουργίας μιας δραστηριότητας, μονάδας, αποθήκης ή τμήματός τους.
2. Κατά τα λοιπά σε όποιον γίνεται αίτιος παραβίασης των διατάξεων της παρούσας απόφασης με πράξη ή παράλειψη, επιβάλλονται οι αστικές, ποινικές και διοικητικές κυρώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 28,29 και 30 του Ν.1650/1986, όπως ισχύουν.
3. Οι κυρώσεις που προβλέπονται στις προηγούμενες παραγράφους επιβάλλονται ανεξάρτητα από τις κυρώσεις που προβλέπονται στον ισχύοντα Μεταλλευτικό Κώδικα, καθώς και σε άλλες διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας.
4. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο του οποίου η δραστηριότητα προκαλεί ζημία ή άμεση απειλή ζημίας στο περιβάλλον κατά παράβαση των διατάξεων της παρούσας απόφασης, φέρει περιβαλλοντική ευθύνη, η οποία διέπεται από τις διατάξεις του Π.δ. 148/2009 (Α΄190).
1. Αρμόδια αρχή για την εφαρμογή της παρούσας απόφασης ορίζεται το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας (Γενική Διεύθυνση Περιβαλλοντικής Πολιτικής/ Διεύθυνση Περιβαλλοντικής Αδειοδότησης σε συνεργασία, για την εφαρμογή του άρθρου 12, με τη Γενική Διεύθυνση Χωρικού Σχεδιασμού). Το ΥΠΕΝ στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, διασφαλίζει τη συντονισμένη εφαρμογή της παρούσας κοινής υπουργικής απόφασης από τις εμπλεκόμενες αρχές, όπως ορίζονται στις παραγράφους 20 και 21 του άρθρου 3, ώστε να ευθυγραμμίζονται οι σχετικές δράσεις τους με τις διατάξεις της παρούσας απόφασης.
2. Από την έναρξη ισχύος της παρούσας απόφασης, εγκύκλιοι και κάθε τύπου οδηγίες που εκδίδονται από την αδειοδοτούσα αρχή ή/και τις συναρμόδιες αρχές για την εφαρμογή της παρούσας κοινής υπουργικής απόφασης, κοινοποιούνται υποχρεωτικά στην ανωτέρω αρμόδια αρχή προκειμένου να εξετάζεται η συ βατότητά τους με τις ρυθμίσεις και τους στόχους της παρούσας απόφασης.
Από την έναρξη ισχύος της παρούσας καταργείται α) η υπ’ αριθ. 12044/613/2007 (Β΄376) κοινή υπουργική απόφαση, όπως διορθώθηκε με το ΦΕΚ Β΄2259/2007, συμπεριλαμβανομένων όλων των εγκυκλίων και οδηγιών που έχουν εκδοθεί μέχρι την έναρξη ισχύος της παρούσας απόφασης σε εφαρμογή της ανωτέρω κοινής υπουργικής απόφασης, καθώς και β) κάθε άλλη διάταξη που έρχεται σε αντίθεση με την παρούσα απόφαση ή ανάγεται σε θέματα που ρυθμίζονται από αυτήν.
Οι επικίνδυνες ουσίες που εμπίπτουν στις κατηγορίες κινδύνου που απαριθμούνται στη στήλη 1 του μέρους 1 του παρόντος παραρτήματος υπόκεινται στις οριακές ποσότητες που καθορίζονται στις στήλες 2 και 3 του μέρος 1.
Όταν μια επικίνδυνη ουσία εμπίπτει στο μέρος 1 του παρόντος παραρτήματος και απαριθμείται επίσης στο μέρος 2, εφαρμόζονται οι οριακές ποσότητες που καθορίζονται στις στήλες 2 και 3 του μέρος 2.
Το παρόν μέρος καλύπτει όλες τις επικίνδυνες ουσίες που εμπίπτουν στις κατηγορίες κινδύνου που απαριθμούνται στη στήλη 1:
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΣΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι
1. Οι ουσίες και τα μείγματα ταξινομούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1272/2008.
2. Τα μείγματα αντιμετωπίζονται όπως οι καθαρές ουσίες, υπό τον όρο ότι παραμένουν εντός των ορίων συγκέντρωσης τα οποία καθορίζονται, ανάλογα με τις ιδιότητές τους, στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1272/2008 ή στην τελευταία προσαρμογή του στην τεχνική πρόοδο, εκτός εάν δίδεται ειδικά ποσοστιαία σύνθεση ή άλλη περιγραφή.
3. Οι οριακές ποσότητες που ορίζονται ανωτέρω αναφέρονται σε κάθε εγκατάσταση.
Οι ποσότητες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την εφαρμογή των σχετικών άρθρων είναι σε μέγιστες ποσότητες οι οποίες ευρίσκονται ή μπορεί να ευρεθούν οποιαδήποτε στιγμή. Οι επικίνδυνες ουσίες που υπάρχουν σε εγκατάσταση μόνο σε ποσότητες το πολύ ίσες προς το 2 % της σχετικής οριακής ποσότητας δεν λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της συνολικής υπάρχουσας ποσότητας εφόσον βρίσκονται σε τέτοιο σημείο της εγκατάστασης, ώστε να μην μπορούν να αποτελέσουν το έναυσμα μεγάλου ατυχήματος σε άλλο σημείο στην εν λόγω εγκατάσταση.
4. Κατά περίπτωση, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες που διέπουν το άθροισμα επικίνδυνων ουσιών ή κατηγοριών επικίνδυνων ουσιών:
Εάν σε εγκατάσταση δεν υπάρχει μεμονωμένη επικίνδυνη ουσία σε ποσότητα ίση ή μεγαλύτερη των αντίστοιχων οριακών ποσοτήτων, εφαρμόζεται ο ακόλουθος κανόνας προκειμένου να προσδιορισθεί κατά πόσον η εγκατάσταση καλύπτεται από τις αντίστοιχες απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.
Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στις μονάδες ανώτερης βαθμίδας όταν το άθροισμα:
q1/QU1 + q2/QU2 + q3/QU3 + q4/QU4 + q5/QU5 + … είναι μεγαλύτερο από ή ίσο με 1,
όπου qx = η ποσότητα της επικίνδυνης ουσίας x (ή της κατηγορίας επικίνδυνων ουσιών) που εμπίπτει στο μέρος 1 ή στο μέρος 2 του παρόντος παραρτήματος,
και QUX = η αντίστοιχη οριακή ποσότητα για την επικίνδυνη ουσία ή την κατηγορία x από τη στήλη 3 του μέρους 1 ή από τη στήλη 3 του μέρους 2 του παρόντος παραρτήματος.
Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται για τις εγκαταστάσεις κατώτερης βαθμίδας όταν το άθροισμα:
q1/QL1 + q2/QL2 + q3/QL3 + q4/QL4 + q5/QL5 + … είναι μεγαλύτερο από ή ίσο με 1,
όπου qx = η ποσότητα της επικίνδυνης ουσίας x (ή της κατηγορίας επικίνδυνων ουσιών) που εμπίπτει στο μέρος 1 ή στο μέρος 2 του παρόντος παραρτήματος,
και QLX = η αντίστοιχη οριακή ποσότητα για την επικίνδυνη ουσία ή την κατηγορία x από τη στήλη 2 του μέρους 1 ή από τη στήλη 2 του μέρους 2 του παρόντος παραρτήματος.
Ο κανόνας αυτός χρησιμοποιείται για την εκτίμηση των κινδύνων για την υγεία, των κινδύνων λόγω φυσικοχημικών ιδιοτήτων των ουσιών και των κινδύνων για το περιβάλλον. Κατά συνέπεια, πρέπει να εφαρμόζεται τρεις φορές:
α) για το άθροισμα των επικίνδυνων ουσιών που απαριθμούνται στο μέρος 2 και εμπίπτουν στην κατηγορία 1, 2 ή 3 οξείας τοξικότητας (έκθεση διά της εισπνοής) ή STOT ΕΕ κατηγορία 1, καθώς και των επικίνδυνων ουσιών που εμπίπτουν στο τμήμα H, καταχωρίσεις H1 έως H3 του μέρους 1͘͘͘͘·
β) για το άθροισμα των επικίνδυνων ουσιών που απαριθμούνται στο μέρος 2 και αποτελούν εκρηκτικά, εύφλεκτα αέρια, εύφλεκτα αερολύματα, οξειδωτικά αέρια, εύφλεκτα υγρά, αυτοαντιδρώσες ουσίες και μείγματα, οργανικά υπεροξείδια, πυροφορικά υγρά και στερεά, οξειδωτικά υγρά και στερεά και των επικίνδυνων ουσιών που εμπίπτουν στο τμήμα P, καταχωρίσεις P1 έως P8 του μέρους 1·
γ) για το άθροισμα των επικίνδυνων ουσιών που απαριθμούνται στο μέρος 2 και εμπίπτουν στις επικίνδυνες για το υδάτινο περιβάλλον οξεία κατηγορία 1, χρόνια κατηγορία 1 ή χρόνια κατηγορία 2, καθώς και των επικίνδυνων ουσιών που εμπίπτουν στο τμήμα Ε, καταχωρίσεις E1 και E2 του μέρους 1.
Οι σχετικές διατάξεις της παρούσας οδηγίας εφαρμόζονται όταν οποιοδήποτε από τα ως άνω αθροίσματα α), β) ή γ) είναι μεγαλύτερο ή ίσο του 1.
5. Στην περίπτωση επικίνδυνων ουσιών που δεν εμπίπτουν στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1272/2008, συμπεριλαμβανομένων των αποβλήτων, τα οποία εντούτοις υπάρχουν, ή ενδέχεται να υπάρχουν, σε εγκατάσταση και που εμφανίζουν, ή ενδέχεται να εμφανίσουν, υπό τις συνθήκες που επικρατούν στη εγκατάσταση, ισοδύναμες ιδιότητες όσον αφορά τη δυνατότητα πρόκλησης μεγάλων ατυχημάτων, τα εν λόγω ουσίες και μείγματα κατατάσσονται προσωρινά στην παρεμφερέστερη κατηγορία ή κατονομαζόμενη επικίνδυνη ουσία η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.
6. Στην περίπτωση επικίνδυνων ουσιών με ιδιότητες που επιτρέπουν ταξινόμηση σε περισσότερες της μιας κατηγορίες, για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας ισχύουν οι χαμηλότερες οριακές ποσότητες. Ωστόσο, για την εφαρμογή του κανόνα κατά τη σημείωση 4 θα χρησιμοποιείται η οριακή ποσότητα για κάθε ομάδα κατηγοριών των στοιχείων α), β) και γ) της σημείωσης 4, που αντιστοιχεί στη σχετική ταξινόμηση.
7. Οι επικίνδυνες ουσίες που εμπίπτουν στην οξείας τοξικότητας κατηγορία 3 με έκθεση διά του στόματος (H 301) εμπίπτουν στην καταχώριση H2 Οξείας τοξικότητας στις περιπτώσεις όπου δεν προκύπτει οξεία τοξικότητα ούτε διά της εισπνοής ούτε διά του δέρματος, για παράδειγμα λόγω έλλειψης επαρκών στοιχείων για την τοξικότητα σε έκθεση διά της εισπνοής ή διά του δέρματος.
8. Στην τάξη κινδύνου «εκρηκτικά» περιλαμβάνονται τα εκρηκτικά αντικείμενα [βλέπε παράρτημα 1 ενότητα 2.1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1272/2008]. Εάν είναι γνωστή η ποσότητα της εκρηκτικής ουσίας ή του εκρηκτικού μείγματος που περιέχει το αντικείμενο, αυτή η ποσότητα που λαμβάνεται υπόψη για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας. Εάν δεν είναι γνωστή η ποσότητα της εκρηκτικής ουσίας ή του εκρηκτικού μείγματος που περιέχει το αντικείμενο, ολόκληρο το αντικείμενο θεωρείται εκρηκτική ουσία για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας.
9. Δοκιμές για τις εκρηκτικές ιδιότητες των ουσιών και των μειγμάτων είναι απαραίτητες μόνον εάν η διαδικασία ελέγχου σύμφωνα με το προσάρτημα 6 μέρος 3 στις συστάσεις των Ηνωμένων Εθνών για τη μεταφορά επικίνδυνων εμπορευμάτων (Εγχειρίδιο Δοκιμών και Κριτηρίων του ΟΗΕ) (3) προσδιορίζει την ουσία ή το μείγμα ως δυνητικά ενέχουσα εκρηκτικές ιδιότητες.
10. Αν τα εκρηκτικά της διαίρεσης 1.4 έχουν αποσυσκευαστεί ή επανασυσκευαστεί, υπάγονται στην κατηγορία P1α, εκτός εάν προκύπτει ότι ο κίνδυνος εξακολουθεί να αντιστοιχεί στην διαίρεση 1.4 σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1272/2008.
11.1. Τα εύφλεκτα αερολύματα ταξινομούνται σύμφωνα με την οδηγία 75/324/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 1975, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των Κρατών μελών των αναφερομένων στις συσκευές αερολυμάτων (4) (οδηγία συσκευών αερολυμάτων). Τα «Εξαιρετικά εύφλεκτα» και «Εύφλεκτα» αερολύματα κατά την οδηγία 75/324/ΕΟΚ αντιστοιχούν στα «Εύφλεκτα αερολύματα» κατηγορίας 1 ή 2 κατά τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1272/2008.
11.2. Προκειμένου να χρησιμοποιηθεί αυτή η καταχώριση, πρέπει να τεκμηριώνεται ότι το δοχείο δεν περιέχει εύφλεκτο αέριο κατηγορίας 1 ή 2 ή δεν περιέχει εύφλεκτο υγρό κατηγορίας 1.
12. Σύμφωνα με την παράγραφο 2.6.4.5 του παραρτήματος Ι του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1272/2008, υγρά με σημείο ανάφλεξης άνω των 35 °C, δεν χρειάζεται να ταξινομούνται στην κατηγορία 3 εάν έχουν σημειωθεί αρνητικά αποτελέσματα κατά την εξέταση διατήρησης της καύσης L.2 μέρος III τμήμα 32 του εγχειριδίου δοκιμών και κριτηρίων του ΟΗΕ. Ωστόσο, αυτό δεν ισχύει υπό ιδιαίτερες συνθήκες, όπως υψηλή θερμοκρασία ή πίεση, και συνεπώς τα εν λόγω υγρά περιλαμβάνονται σε αυτήν την καταχώριση.
13. Νιτρικό αμμώνιο (5 000 / 10 000): λιπάσματα ικανά για αυτοσυντηρούμενη αποσύνθεση
Ισχύει για τα σύνθετα λιπάσματα με βάση το νιτρικό αμμώνιο (το σύνθετο λίπασμα περιέχει νιτρικό αμμώνιο και φωσφορικά άλατα ή/και ανθρακικό κάλιο) τα οποία είναι ικανά για αυτοσυντηρούμενη αποσύνθεση σύμφωνα με τη δοκιμή σκάφης των ΗΕ (βλέπε Εγχειρίδιο Δοκιμών και Κριτηρίων του ΟΗΕ, μέρος ΙΙΙ εδάφιο 38.2) και των οποίων η περιεκτικότητα σε άζωτο που προκύπτει από το νιτρικό αμμώνιο είναι:
- μεταξύ 15,75 % (5) και 24,5 % (6) κατά βάρος, και με συνολικά καύσιμα/οργανικά υλικά που είτε δεν υπερβαίνουν το 0,4 %, είτε πληρούν τις απαιτήσεις του παραρτήματος III-2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2003/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με τα λιπάσματα (7)
- 15,75 % κατά βάρος ή λιγότερο και με απεριόριστα καύσιμα υλικά.
14. Νιτρικό αμμώνιο (1 250 / 5 000): τύπος χαρακτηρισμού λιπάσματος
Ισχύει για τα απλά λιπάσματα με βάση το νιτρικό αμμώνιο και τα σύνθετα λιπάσματα με βάση το νιτρικό αμμώνιο που πληρούν τις απαιτήσεις του παραρτήματος III-2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2003/2003 και των οποίων η περιεκτικότητα σε άζωτο που προκύπτει από το νιτρικό αμμώνιο είναι:
- μεγαλύτερη του 24,5 % κατά βάρος, πλην των μειγμάτων απλών λιπασμάτων με βάση το νιτρικό αμμώνιο και δολομίτη, ασβεστόλιθου ή/και ανθρακικού ασβεστίου καθαρότητας τουλάχιστον 90 %,
- μεγαλύτερη του 15,75 % κατά βάρος προκειμένου για μείγματα νιτρικού και θειικού αμμωνίου,
- μεγαλύτερη του 28 % (8) κατά βάρος, προκειμένου για μείγματα απλών λιπασμάτων με βάση το νιτρικό αμμώνιο και δολομίτη, ασβεστόλιθου ή/και ανθρακικού ασβεστίου καθαρότητας τουλάχιστον 90 %.
15. Νιτρικό αμμώνιο (350 / 2 500): τεχνική ποιότητα
Ισχύει για το νιτρικό αμμώνιο και τα μείγματα νιτρικού αμμωνίου των οποίων η περιεκτικότητα σε άζωτο που προκύπτει από το νιτρικό αμμώνιο είναι:
-μεταξύ 24,5 % και 28 % κατά βάρος και τα οποία δεν περιέχουν περισσότερο από 0,4 % καύσιμες ουσίες,
- μεγαλύτερη του 28 % κατά βάρος και τα οποία δεν περιέχουν περισσότερο από 0,2 % καύσιμες ουσίες.
Ισχύει επίσης για υδατικά διαλύματα νιτρικού αμμωνίου στα οποία η συγκέντρωση νιτρικού αμμωνίου είναι άνω του 80 % κατά βάρος.
16. Νιτρικό αμμώνιο (10 / 50): υλικό «εκτός προδιαγραφών» και λιπάσματα που δεν ανταποκρίνονται επιτυχώς στη δοκιμή εκρηκτικότητας
Ισχύει
- για υλικά απορριπτόμενα κατά τη διεργασία παραγωγής και για το νιτρικό αμμώνιο και μείγματα νιτρικού αμμωνίου, τα απλά λιπάσματα με βάση το νιτρικό αμμώνιο και τα σύνθετα λιπάσματα με βάση το νιτρικό αμμώνιο που αναφέρονται στις σημειώσεις 14 και 15, τα οποία επιστρέφονται ή έχουν επιστραφεί από τον τελικό χρήστη στον παραγωγό, σε εγκατάσταση προσωρινής αποθήκευσης ή επανεπεξεργασίας προκειμένου να υποβληθούν και πάλι σε διεργασίες, ανακύκλωση ή επεξεργασία για την ασφαλή τους χρησιμοποίηση, επειδή δεν πληρούν πλέον τις προδιαγραφές των σημειώσεων 14 και 15,
- για τα λιπάσματα που αναφέρονται στη σημείωση 13 πρώτη περίπτωση και στη σημείωση 14 του παρόντος παραρτήματος τα οποία δεν πληρούν τις απαιτήσεις του παραρτήματος III-2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2003/2003.
17. Νιτρικό κάλιο (5 000/10 000)
Ισχύει για τα σύνθετα λιπάσματα με βάση το νιτρικό κάλιο υπό μορφή (βώλων/κόκκων) τα οποία έχουν το ίδιο επικίνδυνες ιδιότητες με το καθαρό νιτρικό κάλιο.
18. Νιτρικό κάλιο (1 250/5 000)
Ισχύει για τα σύνθετα λιπάσματα με βάση το νιτρικό κάλιο (υπό κρυσταλλική μορφή) τα οποία έχουν το ίδιο επικίνδυνες ιδιότητες με το καθαρό νιτρικό κάλιο.
19. Αναβαθμισμένο βιοαέριο
Για τους σκοπούς της εφαρμογής της παρούσας ΚΥΑ, το αναβαθμισμένο βιοαέριο μπορεί να ταξινομηθεί στην καταχώριση 18 του παραρτήματος Ι μέρος 2, αν έχει υποστεί επεξεργασία σύμφωνα με τα πρότυπα που εφαρμόζονται για το καθαρισμένο και αναβαθμισμένο βιοαέριο προκειμένου να εξασφαλιστεί ποιότητα εφάμιλλη με εκείνη του φυσικού αερίου, συμπεριλαμβανομένης της περιεκτικότητας σε μεθάνιο, και αν η περιεκτικότητά του σε οξυγόνο δεν υπερβαίνει το 1 %.
20. Πολυχλωροδιβενζοφουράνια και πολυχλωροδιβενζοδιοξίνες
Οι ποσότητες πολυχλωροδιβενζοφουρανίων και πολυχλωροδιβενζοδιοξινών υπολογίζονται με τη χρήση των ακόλουθων συντελεστών:
21. Στις περιπτώσεις όπου η συγκεκριμένη επικίνδυνη ουσία εμπίπτει στην κατηγορία P5α εύφλεκτων υγρών ή στην κατηγορία P5β εύφλεκτων υγρών, για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας εφαρμόζονται οι ελάχιστες οριακές ποσότητες.
____________________________________
(1) Ο αριθμός CAS σημειώνεται μόνο ενδεικτικά.
(2) Με την προϋπόθεση ότι το μείγμα, αν δεν περιείχε υποχλωριώδες νάτριο, θα περιλαμβανόταν στην κατηγορία 1 ως προς την υδάτινη τοξικότητα [H400].
(3) Πληρέστερη καθοδήγηση σχετικά με την απαλλαγή από τη δοκιμή περιλαμβάνεται στην περιγραφή της μεθόδου Α.14, βλέπε κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 440/2008 της Επιτροπής, της 30ής Μαΐου 2008, για τον καθορισμό των μεθόδων δοκιμής κατ’ εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH) (ΕΕ L 142 της 31.5.2008, σ. 1).
(4) ΕΕ L 147 της 9.6.1975, σ. 40.
(5) Περιεκτικότητα σε άζωτο 15,75 % κατά βάρος λόγω νιτρικού αμμωνίου αντιστοιχεί σε 45 % νιτρικό αμμώνιο.
(6) Περιεκτικότητα σε άζωτο 24,5 % κατά βάρος λόγω νιτρικού αμμωνίου αντιστοιχεί σε 70 % νιτρικό αμμώνιο.
(7) ΕΕ L 304 της 21.11.2003, σ. 1.
(8) Περιεκτικότητα σε άζωτο 28 % κατά βάρος λόγω νιτρικού αμμωνίου αντιστοιχεί σε 80 % νιτρικό αμμώνιο.
1.Πληροφορίες σχετικά με το σύστημα διαχείρισης και την οργάνωση της εγκατάστασης με σκοπό την πρόληψη μεγάλων ατυχημάτων.
Οι πληροφορίες αυτές πρέπει να καλύπτουν τα στοιχεία που περιέχονται στο παράρτημα III.
2.Παρουσίαση του περιβάλλοντος της εγκατάστασης
α) περιγραφή της εγκατάστασης και του περιβάλλοντός της, στην οποία συμπεριλαμβάνονται η γεωγραφική θέση, τα μετεωρολογικά, γεωλογικά και υδρογραφικά στοιχεία και ενδεχομένως το ιστορικό της·
β) προσδιορισμός των μονάδων και άλλων δραστηριοτήτων της εγκατάστασης που ενδέχεται να ενέχουν κίνδυνο μεγάλου ατυχήματος·
γ) με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες, προσδιορισμός των γειτονικών εγκαταστάσεων, καθώς και χώρων που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, περιοχών και έργων που ενδέχεται να εγκυμονούν κινδύνους ή να αυξάνουν την επικινδυνότητα ή τις συνέπειες μεγάλου ατυχήματος και πολλαπλασιαστικών αποτελεσμάτων·
δ) περιγραφή των περιοχών στις οποίες ενδέχεται να συμβεί μεγάλο ατύχημα.
3.Περιγραφή της εγκατάστασης:
α) περιγραφή των κυριότερων δραστηριοτήτων και παραγομένων προϊόντων στα μέρη της εγκατάστασης που είναι σημαντικά από την άποψη της ασφαλείας, των πηγών επικινδυνότητας μεγάλου ατυχήματος και των συνθηκών υπό τις οποίες ενδέχεται να επισυμβεί το εν λόγω μεγάλο ατύχημα, συνοδευόμενη από περιγραφή των ληφθέντων προληπτικών μέτρων·
β) περιγραφή των διεργασιών, ιδίως δε των μεθόδων λειτουργίας· όπου είναι σκόπιμο, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με βέλτιστες πρακτικές·
γ) περιγραφή των επικίνδυνων ουσιών:
i) κατάλογος των επικίνδυνων ουσιών, όπου συμπεριλαμβάνονται:
- η ταυτότητα των επικίνδυνων ουσιών: χημική ονομασία, αριθμός CAS, όνομα σύμφωνα με την ονοματολογία IUPAC,
- η μέγιστη ποσότητα των επικίνδυνων ουσιών που υπάρχουν ή είναι πιθανό να υπάρχουν·
ii) φυσικά, χημικά, τοξικολογικά χαρακτηριστικά και μνεία των κινδύνων, τόσο άμεσων όσο και απώτερων, για την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον·
iii) φυσική και χημική συμπεριφορά υπό κανονικές συνθήκες χρήσεως ή υπό προβλέψιμες συνθήκες ατυχήματος.
4. Προσδιορισμός και ανάλυση επικινδυνότητας ατυχήματος και μέθοδοι πρόληψης:
α) λεπτομερής περιγραφή των σεναρίων δυνητικών μεγάλων ατυχημάτων και των πιθανοτήτων τους ή των συνθηκών υπό τις οποίες ενδέχεται να συμβούν, μαζί με περιληπτική έκθεση των συμβάντων που είναι δυνατόν να προκαλέσουν καθένα από αυτά τα σενάρια, είτε πρόκειται για ενδογενή είτε για εξωγενή ως προς την εγκατάσταση αίτια, όπου συμπεριλαμβάνονται:
i) τα λειτουργικά αίτια·
ii) τα εξωτερικά αίτια, όπως εκείνα που σχετίζονται με πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα, οι χώροι που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, οι περιοχές και τα έργα που θα μπορούσαν να εγκυμονούν κινδύνους ή να αυξήσουν την επικινδυνότητα ή τις συνέπειες μεγάλου ατυχήματος·
iii) φυσικά αίτια, για παράδειγμα σεισμοί ή πλημμύρες·
β) εκτίμηση της έκτασης και της σοβαρότητας των συνεπειών των προσδιοριζόμενων μεγάλων ατυχημάτων, συμπεριλαμβανομένων χαρτών, εικόνων ή, κατά περίπτωση, ισοδύναμων περιγραφών, που αποτυπώνουν περιοχές οι οποίες ενδέχεται να πληγούν από τα εν λόγω ατυχήματα στη συγκεκριμένη εγκατάσταση·
γ) ανασκόπηση ατυχημάτων και περιστατικών του παρελθόντος με τις ίδιες ουσίες και διεργασίες, εξέταση των διδαγμάτων που αποκομίστηκαν από αυτά, καθώς και ρητή αναφορά των συγκεκριμένων μέτρων που λήφθηκαν για την πρόληψη των εν λόγω ατυχημάτων·
δ) περιγραφή των τεχνικών παραμέτρων και του εξοπλισμού που χρησιμοποιούνται για την ασφάλεια των μονάδων.
5. Μέτρα προστασίας και παρέμβασης για τον περιορισμό των συνεπειών μεγάλου ατυχήματος:
α) περιγραφή του εγκαταστημένου επιτόπου εξοπλισμού για τον περιορισμό των συνεπειών μεγάλων ατυχημάτων στην ανθρώπινη υγεία και στο περιβάλλον, συμπεριλαμβανομένων για παράδειγμα των συστημάτων ανίχνευσης/προστασίας, τεχνικών διατάξεων για τον περιορισμό του μεγέθους ατυχηματικών εκλύσεων, συμπεριλαμβανομένων των συσκευών ψεκασμού ύδατος, των ασπίδων ατμού, των δοχείων συγκράτησης και λεκανών συλλογής έκτακτης ανάγκης, των βαλβίδων ασφαλείας, των συστημάτων αδρανοποίησης, της συγκράτησης ύδατος πυρόσβεσης·
β) οργάνωση του συναγερμού και της επέμβασης·
γ) περιγραφή των κινητοποιήσιμων εσωτερικών και εξωτερικών μέσων·
δ) περιγραφή τεχνικών ή μη τεχνικών μέτρων για τη μείωση των συνεπειών μεγάλου ατυχήματος.
Για την εφαρμογή του συστήματος του φορέα εκμετάλλευσης για τη διαχείριση της ασφαλείας, λαμβάνονται υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία:
α) το σύστημα διαχείρισης της ασφαλείας πρέπει να είναι ανάλογο με τους κινδύνους, τις βιομηχανικές δραστηριότητες και την πολυπλοκότητα της οργάνωσης της εγκατάστασης και να βασίζεται στην εκτίμηση της επικινδυνότητας· θα πρέπει να περιλαμβάνει το τμήμα του γενικού συστήματος διοίκησης το οποίο αφορά την οργανωτική δομή, τις αρμοδιότητες, τις πρακτικές, τις διαδικασίες, τις διεργασίες και τους πόρους για τον καθορισμό και την εφαρμογή της πολιτικής πρόληψης μεγάλων ατυχημάτων (ΠΠΜΑ)·
β) το σύστημα διαχείρισης της ασφαλείας πραγματεύεται τα ακόλουθα ζητήματα:
i) οργάνωση και προσωπικό — ρόλοι και αρμοδιότητες του προσωπικού που συμμετέχει στη διαχείριση μεγάλων κινδύνων σε όλα τα επίπεδα της οργάνωσης, καθώς και τα μέτρα για την ανάπτυξη συνείδησης της ανάγκης διαρκούς βελτίωσης. Προσδιορισμός των αναγκών κατάρτισης αυτού του προσωπικού και παροχή αυτής της κατάρτισης. Συμμετοχή των εργαζομένων και του προσωπικού υπεργολαβίας που απασχολείται στη εγκατάσταση που έχουν σημαντικό ρόλο από άποψη ασφάλειας·
ii) προσδιορισμός και αξιολόγηση των σοβαρών κινδύνων — υιοθέτηση και εφαρμογή των διαδικασιών για τον συστηματικό προσδιορισμό μεγάλων κινδύνων που προκύπτουν από κανονική και μη φυσιολογική λειτουργία συμπεριλαμβανομένων, όπου έχει εφαρμογή, των δραστηριοτήτων που ανατίθενται με υπεργολαβία, και εκτίμηση της πιθανότητας και της σοβαρότητάς τους·
iii) έλεγχος λειτουργίας — υιοθέτηση και εφαρμογή των διαδικασιών και των εντολών για την ασφαλή λειτουργία, συμπεριλαμβανομένης της συντήρησης, της εγκατάστασης, των διεργασιών και του εξοπλισμού, και για τη διαχείριση του συναγερμού και των προσωρινών διακοπών λειτουργίας· αξιοποίηση των διαθέσιμων πληροφοριών σχετικά με βέλτιστες πρακτικές παρακολούθησης και ελέγχου, με στόχο τη μείωση του κινδύνου αστοχίας του συστήματος· διαχείριση και έλεγχος των κινδύνων που συνδέονται με την παλαίωση του εγκατεστημένου στη εγκατάσταση εξοπλισμού και με τη διάβρωση· κατάλογος του εξοπλισμού της εγκατάστασης, στρατηγική και μεθοδολογία για την παρακολούθηση και τον έλεγχο της κατάστασης του εξοπλισμού· κατάλληλα μέτρα συνέχειας και οποιοδήποτε αναγκαίο μέτρο αντιμετώπισης·
iv) διαχείριση των αλλαγών — υιοθέτηση και εφαρμογή διαδικασιών για τον προγραμματισμό μετατροπών των υφιστάμενων εγκαταστάσεων, διεργασιών ή αποθηκών ή για τον σχεδιασμό νέων εγκαταστάσεων, διεργασιών ή αποθηκών·
v) πρόγραμμα αντιμετώπισης έκτακτης κατάστασης — υιοθέτηση και εφαρμογή διαδικασιών για τον εντοπισμό προβλέψιμων έκτακτων καταστάσεων μέσω συστηματικής ανάλυσης, για την προετοιμασία, τη δοκιμή και την επανεξέταση των σχεδίων έκτακτης ανάγκης για την αντιμετώπιση αυτών των καταστάσεων, καθώς και για την παροχή ειδικής κατάρτισης στο εμπλεκόμενο προσωπικό. Η κατάρτιση αυτή αφορά το σύνολο του προσωπικού που απασχολείται στη εγκατάσταση, συμπεριλαμβανομένου του σχετικού προσωπικού υπεργολαβίας·
vi) παρακολούθηση επιδόσεων — υιοθέτηση και εφαρμογή διαδικασιών για τη συνεχή εκτίμηση της τήρησης των στόχων που έχει θέσει ο φορέας εκμετάλλευσης για την ΠΠΜΑ και το σύστημα διαχείρισης της ασφαλείας, καθώς και των μηχανισμών για την διερεύνηση και τη λήψη διορθωτικών μέτρων σε περίπτωση μη τήρησής τους. Οι διαδικασίες καλύπτουν το σύστημα του φορέα εκμετάλλευσης για την αναφορά μεγάλων ή «παρ’ ολίγον» ατυχημάτων, ιδίως δε εκείνων στα οποία παρατηρήθηκε αστοχία των προστατευτικών μέτρων, καθώς και τη διερεύνησή τους και τη συνέχεια που δόθηκε με βάση τα διδάγματα που αποκομίστηκαν. Οι διαδικασίες είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν δείκτες επιδόσεων, όπως δείκτες επιδόσεων ασφαλείας ή/και άλλους σχετικούς δείκτες·
vii) έλεγχος και επανεξέταση — υιοθέτηση και εφαρμογή διαδικασιών για την περιοδική συστηματική εκτίμηση της ΠΠΜΑ και της αποτελεσματικότητας και της καταλληλότητας του συστήματος διαχείρισης της ασφαλείας· τεκμηριωμένη επανεξέταση και επικαιροποίηση, από διευθυντικά στελέχη, των επιδόσεων της πολιτικής και του συστήματος διαχείρισης της ασφαλείας, συμπεριλαμβανομένης της εξέτασης και της ενσωμάτωσης των απαραίτητων αλλαγών που προκύπτουν από τον έλεγχο και την επανεξέταση·
1. Εσωτερικά σχέδια έκτακτων αναγκών:
α) ονοματεπώνυμο ή ιδιότητα των προσώπων που είναι εξουσιοδοτημένα να θέσουν σε κίνηση τις διαδικασίες έκτακτης ανάγκης και του προσώπου που είναι επιφορτισμένο με τις επιτόπιες ανασχετικές δράσεις και τον συντονισμό τους·
β) ονοματεπώνυμο ή ιδιότητα του προσώπου που είναι ο αρμόδιος σύνδεσμος με την υπεύθυνη αρχή για το εξωτερικό σχέδιο έκτακτης ανάγκης·
γ) για προβλέψιμες καταστάσεις ή περιστατικά που ενδέχεται να είναι σημαντικά για να προξενήσουν μεγάλο ατύχημα, περιγραφή των δράσεων που πρέπει να αναληφθούν για τον έλεγχο των καταστάσεων ή των περιστατικών και τον περιορισμό των συνεπειών τους, συμπεριλαμβανομένης περιγραφής του εξοπλισμού ασφαλείας και των διαθεσίμων πόρων·
δ) ρυθμίσεις για τον περιορισμό των κινδύνων στα άτομα που εργάζονται στον χώρο της εγκατάστασης, συμπεριλαμβανομένων του συστήματος ειδοποίησης και των ενεργειών στις οποίες πρέπει να προβούν μετά την ειδοποίησή τους·
ε) ρυθμίσεις για την έγκαιρη ειδοποίηση της υπεύθυνης για την εφαρμογή του εξωτερικού σχεδίου έκτακτης ανάγκης αρχής, είδος των πληροφοριών που πρέπει να περιέχει η αρχική ειδοποίηση και ρυθμίσεις για την παροχή λεπτομερέστερων πληροφοριών μόλις είναι διαθέσιμες·
στ) όπου είναι αναγκαίο, ρυθμίσεις για την επιμόρφωση των υπαλλήλων στα καθήκοντα που θα κληθούν να εκτελέσουν και, αν χρειάζεται, συντονισμός με τις εξωτερικές υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης·
ζ) ρυθμίσεις για την παροχή βοήθειας με εξωτερικές ανασχετικές δράσεις.
2. Εξωτερικά σχέδια έκτακτων αναγκών:
α) ονοματεπώνυμο ή ιδιότητα των προσώπων που είναι εξουσιοδοτημένα να θέσουν σε κίνηση τις διαδικασίες έκτακτης ανάγκης και προσώπων εξουσιοδοτημένων να αναλάβουν και να συντονίσουν εξωτερικές δράσεις·
β) ρυθμίσεις για τη λήψη των σημάτων έγκαιρης ειδοποίησης σχετικά με τυχόν συμβάντα και τις διαδικασίες συναγερμού και κλήσης ενισχύσεων·
γ) ρυθμίσεις για τον συντονισμό των απαιτουμένων μέσων προς εφαρμογή του εξωτερικού σχεδίου έκτακτης ανάγκης·
δ) ρυθμίσεις για την παροχή βοήθειας με επιτόπου ανασχετικές δράσεις·
ε) ρυθμίσεις για εξωτερικές ανασχετικές δράσεις, συμπεριλαμβανομένης της αντιμετώπισης σεναρίων μεγάλων ατυχημάτων που ορίζονται στην έκθεση και λαμβανομένων υπόψη πιθανών πολλαπλασιαστικών αποτελεσμάτων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που έχουν επιπτώσεις στο περιβάλλον·
στ) ρυθμίσεις για την παροχή στο κοινό και, σύμφωνα με το άρθρο 9, σε όλες τις γειτονικές μονάδες ή χώρους που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας ειδικών πληροφοριών σχετικά με το ατύχημα και την ενδεδειγμένη συμπεριφορά·
ζ) ρυθμίσεις για την παροχή πληροφοριών στις υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης άλλων κρατών μελών, σε περίπτωση μεγάλου ατυχήματος με ενδεχόμενες διασυνοριακές συνέπειες.
ΜΕΡΟΣ 1
Για όλες τις εγκαταστάσεις, ανώτερης και κατώτερης βαθμίδας, γνωστοποιούνται στο κοινό τα ακόλουθα πληροφοριακά στοιχεία:
1. τα στοιχεία και τις πληροφορίες που περιγράφονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 6 και στις εκάστοτε επικαιροποιήσεις τους (παράγραφοι 6 και 7 του ίδιου άρθρου),
2. τα στοιχεία και τις πληροφορίες σχετικά με τις μετατροπές των εγκαταστάσεων, κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 10,
3. επιβεβαίωση ότι η εγκατάσταση υπόκειται στις απαιτήσεις της παρούσας απόφασης και κατά συνέπεια ότι ο φάκελος Κοινοποίησης έχει θεωρηθεί και η Μελέτη Ασφαλείας έχει καταχωρισθεί σύμφωνα με την παράγραφο Γ του άρθρου 9
4. γνωστοποίηση της ημερομηνίας της τελευταίας επί τόπου επιθεώρησης της εγγατάστασης, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 19, ή παραπομπή στο σημείο όπου η εν λόγω πληροφορία είναι διαθέσιμη ηλεκτρονικά καθώς και πληροφορίες για την αναζήτηση λεπτομερέστερων πληροφοριών για τις επιθεωρήσεις και το αντίστοιχο σύστημα επιθεωρήσεων, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων του άρθρου 21,
5. πληροφορίες για γειτονικές εγκαταστάσεις που ενδέχεται να έχουν πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα, σύμφωνα με το άρθρο 8
6. γενικές πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο προειδοποίησης του ενδιαφερόμενου κοινού, αν είναι αναγκαίο, καθώς και επαρκείς πληροφορίες για την κατάλληλη συμπεριφορά σε περίπτωση μεγάλου ατυχήματος ή παραπομπή στο σημείο που οι πληροφορίες αυτές είναι ηλεκτρονικά προσβάσιμες.
ΜΕΡΟΣ 2
Για εγκαταστάσεις ανώτερης βαθμίδας, πέραν των πληροφοριακών στοιχείων που αναφέρονται στο Μέρος 1, γνωστοποιούνται στο κοινό τα ακόλουθα επιπλέον πληροφοριακά στοιχεία:
1. Γενικές πληροφορίες σχετικά με τη φύση των κινδύνων μεγάλων ατυχημάτων, συμπεριλαμβανομένων των δυνητικών επιπτώσεων στη δημόσια υγεία και στο περιβάλλον, καθώς και περιληπτικά στοιχεία των κύριων τύπων σεναρίων μεγάλων ατυχημάτων και των μέτρων ελέγχου για την αντιμετώπισή τους,
2. Επιβεβαίωση στο ενδιαφερόμενο κοινό ότι υφίσταται το κανονιστικό πλαίσιο που καθορίζει την υποχρέωση του φορέα εκμετάλλευσης, σε συνεργασία με την εν λόγω αρχή, να προβαίνει στις αναγκαίες επιτόπου δράσεις για την αντιμετώπιση μεγάλου ατυχήματος και την ελαχιστοποίηση των επιπτώσεών του,
3. Κατάλληλες πληροφορίες από το εγκεκριμένο Ειδικό ΣΑΤΑΜΕ και την εκάστοτε επικαιροποίησή του, συμπεριλαμβανομένων σχετικών συστάσεων και οδηγιών,
4. Απλή αναφορά για το αν πρόκειται για εγκατάσταση που βρίσκεται κοντά στο έδαφος άλλου κράτους μέλους και υπάρχει πιθανότητα μεγάλου ατυχήματος με διασυνοριακές επιπτώσεις, σύμφωνα με τη Σύμβαση της Οικονομικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για τις διασυνοριακές επιπτώσεις βιομηχανικών ατυχημάτων που έχει κυρωθεί με το Ν. 2546/1997 (Α΄256) και τις ειδικότερες προβλέψεις των παραγράφων 6 και 6.1 του άρθρου 13.
I. Τα μεγάλα ατυχήματα που εμπίπτουν στην παράγραφο 1 ή που έχουν τουλάχιστον μία από τις συνέπειες που περιγράφονται στις παραγράφους 2, 3, 4 και 5 πρέπει να κοινοποιούνται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
1. Εμπλεκόμενες επικίνδυνες ουσίες
Πυρκαγιά ή έκρηξη ή ατυχηματική διαρροή επικίνδυνων ουσιών που αφορούν ποσότητα τουλάχιστον ίση προς το 5 % της οριακής ποσότητας που καθορίζεται στη στήλη 3 του μέρους 1 ή στη στήλη 3 του μέρους 2 του παραρτήματος Ι.
2. Σωματικές βλάβες και ζημίες σε ακίνητη περιουσία:
α) θάνατος·
β) τραυματισμός έξι ατόμων εντός της εγκατάστασης και εισαγωγή σε νοσοκομείο επί 24 τουλάχιστον ώρες·
γ) εισαγωγή σε νοσοκομείο επί 24 τουλάχιστον ώρες ενός ατόμου εκτός της εγκατάστασης·
δ) βλάβες και ακαταλληλότητα προς χρήση μιας ή περισσοτέρων κατοικιών εκτός της εγκατάστασης, ως συνέπεια του ατυχήματος·
ε) απομάκρυνση ή περιορισμός ατόμων επί περισσότερες από δύο ώρες (άτομα × ώρες): τιμή τουλάχιστον ίση προς 500·
στ) διακοπή της παροχής πόσιμου νερού, ηλεκτρικού ρεύματος, φωταερίου, τηλεφώνου επί περισσότερες από δύο ώρες (άτομα × ώρες): τιμή τουλάχιστον ίση προς 1 000.
3. Άμεσες βλάβες στο περιβάλλον:
α) μόνιμες ή μακροπρόθεσμες βλάβες χερσαίων ενδιαιτημάτων:
i) 0,5 ή περισσότερα εκτάρια ενδιαιτήματος σημαντικού για το περιβάλλον ή τη διατήρηση της φύσης και προστατευόμενου από τη νομοθεσία·
ii) 10 ή περισσότερα εκτάρια πιο εκτεταμένου ενδιαιτήματος, συμπεριλαμβανομένων γεωργικών γαιών·
β) ουσιαστικές ή μακροπρόθεσμες βλάβες ενδιαιτημάτων γλυκών ή θαλάσσιων υδάτων:
i) 10 ή περισσότερα χιλιόμετρα ποταμού ή καναλιού·
ii) 1 ή περισσότερα εκτάρια λίμνης ή έλους·
iii) 2 ή περισσότερα εκτάρια δέλτα ποταμού·
iv) 2 ή περισσότερα εκτάρια παράκτιας ζώνης ή θάλασσας·
γ) σημαντικές βλάβες υδροφόρου ορίζοντα ή υπογείων υδάτων: 1 εκτάριο και άνω
4. Υλικές ζημίες:
α) υλικές ζημίες εντός της μονάδας: 2 000 000 ευρώ και άνω·
β) υλικές ζημίες εκτός της μονάδας: 500 000 ευρώ και άνω·
5. Διασυνοριακές ζημίες
Μεγάλο ατύχημα στο οποίο εμπλέκεται άμεσα επικίνδυνη ουσία με επιδράσεις εκτός του εδάφους του κράτους μέλους όπου συνέβη.
II. Θα πρέπει να κοινοποιούνται στην Επιτροπή τα ατυχήματα ή «παρ’ ολίγον ατυχήματα» τα οποία τα κράτη μέλη κρίνουν ότι παρουσιάζουν ιδιαίτερο τεχνικό ενδιαφέρον για την πρόληψη των μεγάλων ατυχημάτων και του περιορισμού των συνεπειών τους και τα οποία δεν πληρούν τα προαναφερόμενα ποσοτικά κριτήρια.
Πυρκαγιά ή έκρηξη ή ατυχηματική διαρροή επικίνδυνων ουσιών που αφορούν ποσότητα τουλάχιστον ίση προς το 5 % της οριακής ποσότητας που καθορίζεται στη στήλη 3 του μέρους 1 ή στη στήλη 3 του μέρους 2 του παραρτήματος Ι.
α) θάνατος·
β) τραυματισμός έξι ατόμων εντός της εγκατάστασης και εισαγωγή σε νοσοκομείο επί 24 τουλάχιστον ώρες·
γ) εισαγωγή σε νοσοκομείο επί 24 τουλάχιστον ώρες ενός ατόμου εκτός της εγκατάστασης·
δ) βλάβες και ακαταλληλότητα προς χρήση μιας ή περισσοτέρων κατοικιών εκτός της εγκατάστασης, ως συνέπεια του ατυχήματος·
ε) απομάκρυνση ή περιορισμός ατόμων επί περισσότερες από δύο ώρες (άτομα × ώρες): τιμή τουλάχιστον ίση προς 500·
στ) διακοπή της παροχής πόσιμου νερού, ηλεκτρικού ρεύματος, φωταερίου, τηλεφώνου επί περισσότερες από δύο ώρες (άτομα × ώρες): τιμή τουλάχιστον ίση προς 1 000.
α) μόνιμες ή μακροπρόθεσμες βλάβες χερσαίων ενδιαιτημάτων:
i) 0,5 ή περισσότερα εκτάρια ενδιαιτήματος σημαντικού για το περιβάλλον ή τη διατήρηση της φύσης και προστατευόμενου από τη νομοθεσία·
ii) 10 ή περισσότερα εκτάρια πιο εκτεταμένου ενδιαιτήματος, συμπεριλαμβανομένων γεωργικών γαιών·
β) ουσιαστικές ή μακροπρόθεσμες βλάβες ενδιαιτημάτων γλυκών ή θαλάσσιων υδάτων:
i) 10 ή περισσότερα χιλιόμετρα ποταμού ή καναλιού·
ii) 1 ή περισσότερα εκτάρια λίμνης ή έλους·
iii) 2 ή περισσότερα εκτάρια δέλτα ποταμού·
iv) 2 ή περισσότερα εκτάρια παράκτιας ζώνης ή θάλασσας·
γ) σημαντικές βλάβες υδροφόρου ορίζοντα ή υπογείων υδάτων: 1 εκτάριο και άνω
α) υλικές ζημίες εντός της μονάδας: 2 000 000 ευρώ και άνω·
β) υλικές ζημίες εκτός της μονάδας: 500 000 ευρώ και άνω·
Μεγάλο ατύχημα στο οποίο εμπλέκεται άμεσα επικίνδυνη ουσία με επιδράσεις εκτός του εδάφους του κράτους μέλους όπου συνέβη.
II. Θα πρέπει να κοινοποιούνται στην Επιτροπή τα ατυχήματα ή «παρ’ ολίγον ατυχήματα» τα οποία τα κράτη μέλη κρίνουν ότι παρουσιάζουν ιδιαίτερο τεχνικό ενδιαφέρον για την πρόληψη των μεγάλων ατυχημάτων και του περιορισμού των συνεπειών τους και τα οποία δεν πληρούν τα προαναφερόμενα ποσοτικά κριτήρια.
Κατάλογος των «επικίνδυνων ουσιών/μιγμάτων» σύμφωνα με το υπόδειγμα:
Διευκρινήσεις:
* Η εκατοστιαία σύσταση, όταν πρόκειται για μείγμα, καθώς και οι αριθμοί Cas των ουσιών είναι απαραίτητοι προκειμένου να ελεγχθεί η ορθή ταξινόμηση του μείγματος, σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΚ) 1272/2008 (CLP). Εκτός από τον αριθμό Cas μπορεί να δίδεται άλλος αναγνωριστικός κωδικός, σύμφωνα με το άρθρο 18, του Κανονισμού (ΕΚ) 1272/2008.
** Σημείωση: Ο έλεγχος της ταξινόμησης από το ΓΧΚ γίνεται σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΚ) 1272/2008 (CLP), όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, μόνο ως προς τις κατηγορίες επικινδυνότητας του παραρτήματος 1, μέρη 1 και 2 της παρούσας ΚΥΑ.
Η εξέταση των πιθανών σεναρίων ατυχημάτων ενδείκνυται να περιλαμβάνει τα παρακάτω:
1.ΜΕΘΟΔΟΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΚΙΝΔΥΝΩΝ:
Η ανάλυση θα περιλαμβάνει τεκμηρίωση των πιθανών εξωτερικών (π.χ. σεισμός, ακραία καιρικά φαινόμενα κλπ) και εσωτερικών (πχ. Λάθος χειρισμός, αστοχία υλικών κλπ) αποκλίσεων από τα ασφαλή όρια λειτουργίας στις οποίες οφείλονται πιθανά άμεσα αίτια των κορυφαίων γεγονότων και τις συνέπειες των κορυφαίων γεγονότων όπως και τα μέτρα πρόληψης και μέτρα βελτίωσης. Στην ανάλυση κινδύνων είναι χρήσιμη η μελέτη ατυχημάτων που έχουν συμβεί στο παρελθόν σε συναφείς εγκαταστάσεις.
Ενδεικτικοί μέθοδοι ανάλυσης κινδύνων: Hazard and Operability Study (HAZOP), What if Analysis, failure Modes and Effects Analysis (FMEA), Fault Tree Analysis, Event Tree Analysis.
2.ΣΕΝΑΡΙΑ ΑΤΥΧΗΜΑΤΩΝ
Η ανάπτυξη των πιθανών σεναρίων ατυχημάτων στοχεύει στο να παρουσιάσει την εξάρτηση ενός ανεπιθύμητου γεγονότος από μικρότερα πιο βασικά γεγονότα. Η ανάπτυξη των πιθανών σεναρίων γίνεται συνήθως με δενδρογράμματα.
Η Μελέτη Ασφαλείας κάθε εγκατάστασης θα πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα σενάρια, ανάλογα με τις επικίνδυνες ουσίες που υπάρχουν εντός της εγκατάστασης.
Πιθανά πρόσθετα σενάρια μπορεί να ζητηθούν από τις αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την αξιολόγηση της μελέτης Ασφαλείας της εγκατάστασης.
Η ανάλυση θα περιλαμβάνει τεκμηρίωση των πιθανών εξωτερικών (π.χ. σεισμός, ακραία καιρικά φαινόμενα κλπ) και εσωτερικών (πχ. Λάθος χειρισμός, αστοχία υλικών κλπ) αποκλίσεων από τα ασφαλή όρια λειτουργίας στις οποίες οφείλονται πιθανά άμεσα αίτια των κορυφαίων γεγονότων και τις συνέπειες των κορυφαίων γεγονότων όπως και τα μέτρα πρόληψης και μέτρα βελτίωσης. Στην ανάλυση κινδύνων είναι χρήσιμη η μελέτη ατυχημάτων που έχουν συμβεί στο παρελθόν σε συναφείς εγκαταστάσεις.
Ενδεικτικοί μέθοδοι ανάλυσης κινδύνων: Hazard and Operability Study (HAZOP), What if Analysis, failure Modes and Effects Analysis (FMEA), Fault Tree Analysis, Event Tree Analysis.
Η ανάπτυξη των πιθανών σεναρίων ατυχημάτων στοχεύει στο να παρουσιάσει την εξάρτηση ενός ανεπιθύμητου γεγονότος από μικρότερα πιο βασικά γεγονότα. Η ανάπτυξη των πιθανών σεναρίων γίνεται συνήθως με δενδρογράμματα.
Η Μελέτη Ασφαλείας κάθε εγκατάστασης θα πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα σενάρια, ανάλογα με τις επικίνδυνες ουσίες που υπάρχουν εντός της εγκατάστασης.
Πιθανά πρόσθετα σενάρια μπορεί να ζητηθούν από τις αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την αξιολόγηση της μελέτης Ασφαλείας της εγκατάστασης.
Παρατηρήσεις:
i. Για την μεγαλύτερη σε ποσότητα δεξαμενή.
ii. Για τη δεξαμενή που μπορεί να προκαλέσει τα δυσμενέστερα Πολλαπλασιαστικά Φαινόμενα (Δευτερογενή Εσωτερικά ή/και Εξωτερικά Ατυχήματα)
iii. Για την σωλήνωση με τη μεγαλύτερη διατομή.
Παρατηρήσεις:
i. Για την μεγαλύτερη σε ποσότητα δεξαμενή.
ii. Για τη δεξαμενή που μπορεί να προκαλέσει τα δυσμενέστερα Πολλαπλασιαστικά Φαινόμενα (Δευτερογενή Εσωτερικά ή/και Εξωτερικά Ατυχήματα)
iii. Για την σωλήνωση με τη μεγαλύτερη διατομή.
Η Μελέτη Ασφαλείας θα πρέπει να περιλαμβάνει για κάθε σενάριο ξεχωριστά την αποτύπωση των ζωνών σε χάρτες, με βάσει της ακόλουθες επιπτώσεις.
Παρατηρήσεις:
D5: Ευστάθεια D (ουδέτερη) και ταχύτητα ανέμου 5m/s
F2: Ευστάθεια F (σταθερή) και ταχύτητα ανέμου 2m/s
TDU: Οι επιπτώσεις της θερμικής ακτινοβολίας στον άνθρωπο είναι συνάρτηση της λαμβανόμενης δόσης θερμικής ακτινοβολίας (D), η οποία υπολογίζεται από την ένταση θερμικής ακτινοβολίας (q) και από το χρόνο έκθεσης (t) δίνεται από τον τύπο D=q4/3*t και εκφράζεται σε TDU (1 TDU=1(KW/m2)4/3s). Η δόση υπολογίζεται για ακίνητο ή κινούμενο παρατηρητή και στην τελευταία περίπτωση η ένταση μεταβάλλεται με την απόσταση.
LC50 (Lethal Concetration 50): Η θανατηφόρα Συγκέντρωση 50, ορίζεται ως η συγκέντρωση μιας τοξικής ουσίας στον αέρα, η οποία είναι πιθανό να προκαλέσει θάνατο στο 50% του πληθυσμού λόγω εισπνοής για καθορισμένο χρόνο έκθεσης 30 min.
LC1 (Lethal Concetration 1): Η θανατηφόρα Συγκέντρωση 1, ορίζεται ως η συγκέντρωση μιας τοξικής ουσίας στον αέρα, η οποία είναι πιθανό να προκαλέσει θάνατο στο 1% του πληθυσμού λόγω εισπνοής για καθορισμένο χρόνο έκθεσης 30 min.
IDLH (Immediately Dangerous to Life and Health): Ως IDLH ορίζεται η μέγιστη συγκέντρωση μια τοξικής ουσίας στον αέρα, στην οποία μπορεί να εκτεθεί ένας υγιής εργαζόμενος για 30 min και να διαφύγει χωρίς να υποστεί μη-ανατάξιμες βλάβες στην υγεία του ή τραυματισμούς που να εμποδίζουν τη διαφυγή του (κυρίως ερεθισμούς ματιών ή πνευμόνων). Τα όρια IDLH αναφέρονται αποκλειστικά στις βλάβες που επέρχονται με την εισπνοή τοξικής ουσίας και αφορούν βλάβες σοβαρές και μη-ανατάξιμες.
Ζώνη Ι: Σοβαροί τραυματισμοί και θάνατοι σε σημαντικό ποσοστό.
Ζώνη ΙΙ: Μη ανατάξιμες βλάβες αναμένονται στην υγεία για τα περισσότερα άτομα και πιθανοί θάνατοι σε μικρό ποσοστό του πληθυσμού. Στη ζώνη αυτή γίνονται συστηματικές ενέργειες διάσωσης από τα σωστικά συνεργεία.
Ζώνη ΙΙΙ: Δεν αναμένονται θάνατοι ενώ σε σχετικά μικρό αριθμό ατόμων αναμένονται βλάβες στην υγεία τους. Η διάσωση γίνεται κυρίως με ίδια μέσα από τον πληθυσμό και σε λίγες περιπτώσεις από τα σωστικά συνεργεία.
Ισχύς της παρούσας απόφασης αρχίζει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στις επί μέρους διατάξεις της.
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Αθήνα, 11 Φεβρουαρίου 2016
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΥΡΟΥΜΠΛΗΣ |
ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΟΣΚΑΣ |
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΑΘΑΚΗΣ |
ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΘΕΟΔΩΡΑ ΤΖΑΚΡΗ |
ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ |
ΥΓΕΙΑΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΞΑΝΘΟΣ |
ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΤΡΥΦΩΝ ΑΛΕΞΙΑΔΗΣ |
ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΚΟΥΡΛΕΤΗΣ |
The social partners body for health and safety at work