Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 181 - 216 of 1306
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Αιθυλενοϊμίνη
Αγγλικός όρος:
Ethylenimine

Μετάφραση: Ethylenimine
Ελληνικός όρος:
Αιθυλενοκυανοϋδρίνη
Αγγλικός όρος:
Ethylene cyanohydrin

Μετάφραση: Ethylene cyanohydrin
Ελληνικός όρος:
Αιθυλενοξείδιο
Αγγλικός όρος:
Ethylene oxide

Μετάφραση: Ethylene oxide
Ελληνικός όρος:
Αιθυλενοχλωροϋδρίνη
Αγγλικός όρος:
Ethylene chlorohydrin

Μετάφραση: Ethylene chlorohydrin
Ελληνικός όρος:
Αιθυλεξυλαμίνη
Αγγλικός όρος:
Ethylhexylamine

Μετάφραση: Ethylhexylamine
Ελληνικός όρος:
Αιθυλεξυλοφωσφορικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Ethylhexylphosphoric acid

Μετάφραση: Ethylhexylphosphoric acid
Ελληνικός όρος:
Αιθυλεστέρας παλμιτικού οξέος
Αγγλικός όρος:
Ethyl palmitate, ethyl hexadecanoate

Μετάφραση: Ethyl palmitate, ethyl hexadecanoate
Ελληνικός όρος:
Αιθυλιδενονορβορνένιο
Αγγλικός όρος:
Ethylidene norbornene

Μετάφραση: Ethylidene norbornene
Ελληνικός όρος:
Αιθυλική αλκοόλη
Αγγλικός όρος:
Ethyl alcohol, ethanol

Μετάφραση: Ethyl alcohol, ethanol
Ελληνικός όρος:
Αιθύλιο
Αγγλικός όρος:
Ethyl

Μετάφραση: Ethyl
Ελληνικός όρος:
Αιθυλοαμυλοκετόνη
Αγγλικός όρος:
Ethyl amyl ketone

Μετάφραση: Ethyl amyl ketone
Ελληνικός όρος:
Αιθυλοβενζόλιο
Αγγλικός όρος:
Ethyl benzene

Μετάφραση: Ethyl benzene
Ελληνικός όρος:
Αιθυλοβουτυλαιθέρας
Αγγλικός όρος:
Ethyl butyl ether, ETBE

Μετάφραση: Ethyl butyl ether, ETBE
Ελληνικός όρος:
Αιθυλοβουτυλαμίνη
Αγγλικός όρος:
Ethylbutylamine

Μετάφραση: Ethylbutylamine
Ελληνικός όρος:
Αιθυλοβουτυλοκετόνη
Αγγλικός όρος:
Ethyl butyl ketone, 3-heptanone

Μετάφραση: Ethyl butyl ketone, 3-heptanone
Ελληνικός όρος:
Αιθυλοβρωμίδιο
Αγγλικός όρος:
Ethyl bromide

Μετάφραση: Ethyl bromide
Ελληνικός όρος:
Αιθυλοβρωμοπροπιονικός εστέρας
Αγγλικός όρος:
Ethyl bromopropionate

Μετάφραση: Ethyl bromopropionate
Ελληνικός όρος:
Αιθυλοδιμεθυλοξικό οξύ ή 2,2-διμεθυλοβουτανοϊκό οξύ
Αγγλικός όρος:
Ethyldimethylacetic acid, 2,2-dimethylbutanoic acid

Μετάφραση: Ethyldimethylacetic acid, 2,2-dimethylbutanoic acid
Ελληνικός όρος:
Αιθυλοεξανοϊκό οξύ
Αγγλικός όρος:
Ethylhexanoic acid

Μετάφραση: Ethylhexanoic acid
Ελληνικός όρος:
Αιθυλοηλεκτρικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Ethylsuccinic acid

Μετάφραση: Ethylsuccinic acid
Ελληνικός όρος:
Αιθυλοισοβουτυλομηλονικός εστέρας
Αγγλικός όρος:
Ethyl isobutylmalonate

Μετάφραση: Ethyl isobutylmalonate
Ελληνικός όρος:
Αιθυλοϊωδίδιο
Αγγλικός όρος:
Ethyl iodide, iodoethane

Μετάφραση: Ethyl iodide, iodoethane
Ελληνικός όρος:
Αιθυλοκυκλοεξάνιο
Αγγλικός όρος:
Ethylcyclohexane

Μετάφραση: Ethylcyclohexane
Ελληνικός όρος:
Αιθυλοκυκλοεξυλαμίνη
Αγγλικός όρος:
Ethylcyclohexylamine

Μετάφραση: Ethylcyclohexylamine
Ελληνικός όρος:
Αιθυλολίθιο
Αγγλικός όρος:
Ethyllithium

Μετάφραση: Ethyllithium
Ελληνικός όρος:
Αιθυλομεθυλαμίνη
Αγγλικός όρος:
Ethylmethylamine

Μετάφραση: Ethylmethylamine
Ελληνικός όρος:
Αιθυλομερκαπτάνη
Αγγλικός όρος:
Ethanethiol, ethyl mercaptan

Μετάφραση: Ethanethiol, ethyl mercaptan
Ελληνικός όρος:
Αιθυλομορφολίνη
Αγγλικός όρος:
Ethylmorpholine

Μετάφραση: Ethylmorpholine
Ελληνικός όρος:
Αιθυλοτολουόλιο
Αγγλικός όρος:
Ethyltoluene

Μετάφραση: Ethyltoluene
Ελληνικός όρος:
Αιθυλοτριτοβουτυλαιθέρας
Αγγλικός όρος:
Bio-ETBE, ethyl-tertio-butyl-ether

Μετάφραση: Bio-ETBE, ethyl-tertio-butyl-ether
Ελληνικός όρος:
Αιθυλοφαινόλη
Αγγλικός όρος:
Ethylphenol

Μετάφραση: Ethylphenol
Ελληνικός όρος:
Αιθυλοφαινυλοαιθέρας
Αγγλικός όρος:
ethyl phenyl ether, Phenetole

Μετάφραση: ethyl phenyl ether, Phenetole
Ελληνικός όρος:
Αιθυλοχλωρίδιο
Αγγλικός όρος:
Ethyl chloride, chloroethane

Μετάφραση: Ethyl chloride, chloroethane
Ελληνικός όρος:
Αίμα
Αγγλικός όρος:
Blood

Μετάφραση: Blood
Ελληνικός όρος:
Αιμαγγείωμα
Αγγλικός όρος:
Hemangioma

Μετάφραση: Hemangioma
Ελληνικός όρος:
Αιματίνη
Αγγλικός όρος:
Hematin

Μετάφραση: Hematin

Ακολουθήστε μας