Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 217 - 252 of 1306
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Αιματολογία
Αγγλικός όρος:
Hematology, haematology

Μετάφραση: Hematology, haematology
Ελληνικός όρος:
Αιματουρία
Αγγλικός όρος:
Hematuria

Μετάφραση: Hematuria
Ελληνικός όρος:
Αιμάτωμα
Αγγλικός όρος:
Hematoma

Μετάφραση: Hematoma
Ελληνικός όρος:
Αίμη
Αγγλικός όρος:
Heme

Μετάφραση: Heme
Ελληνικός όρος:
Αιμοληψία
Αγγλικός όρος:
Blood specimen collection

Μετάφραση: Blood specimen collection
Ελληνικός όρος:
Αιμόλυση
Αγγλικός όρος:
Hemolysis, haemolysis

Μετάφραση: Hemolysis, haemolysis
Ελληνικός όρος:
Αιμοπετάλια αίματος
Αγγλικός όρος:
Blood platelets

Μετάφραση: Blood platelets
Ελληνικός όρος:
Αιμοπεταλικός παράγοντας
Αγγλικός όρος:
Platelet factor

Μετάφραση: Platelet factor
Ελληνικός όρος:
Αιμορραγία
Αγγλικός όρος:
Hemorrhage or bleeding

Μετάφραση: Hemorrhage or bleeding
Ελληνικός όρος:
Αιμορραγικός πυρετός
Αγγλικός όρος:
Hemorrhagic fever

Μετάφραση: Hemorrhagic fever
Ελληνικός όρος:
Αιμοσφαιρίνη
Αγγλικός όρος:
Hemoglobin

Μετάφραση: Hemoglobin
Ελληνικός όρος:
Αϊνστάνιο
Αγγλικός όρος:
Einsteinium (Es)

Μετάφραση: Einsteinium (Es)
Ελληνικός όρος:
Αισθητήρας
Αγγλικός όρος:
Sensor

Μετάφραση: Sensor
Ελληνικός όρος:
Αισθητήρας θερμοκρασίας
Αγγλικός όρος:
Temperature sensor

Μετάφραση: Temperature sensor
Ελληνικός όρος:
Αισθητήρια όργανα
Αγγλικός όρος:
Sense organs, sensory organs

Μετάφραση: Sense organs, sensory organs
Ελληνικός όρος:
Αιτία ατυχημάτων
Αγγλικός όρος:
Cause of an accident

Μετάφραση: Cause of an accident
Ελληνικός όρος:
Αιτιολόγηση
Αγγλικός όρος:
Justification

Μετάφραση: Justification
Ελληνικός όρος:
Αιτιολόγηση απαλλαγής από την υποβολή δεδομένων
Αγγλικός όρος:
Justification for data waiving

Μετάφραση: Justification for data waiving
Ελληνικός όρος:
Αιτιώδης σχέση
Αγγλικός όρος:
Causal relationship

Μετάφραση: Causal relationship
Ελληνικός όρος:
Αιτιότητα
Αγγλικός όρος:
Causation

Μετάφραση: Causation
Ελληνικός όρος:
Αιτών
Αγγλικός όρος:
Applicant

Μετάφραση: Applicant
Ελληνικός όρος:
Αιφνίδιο άνοιγμα
Αγγλικός όρος:
Unintended opening

Μετάφραση: Unintended opening
Ελληνικός όρος:
Αιώρημα
Αγγλικός όρος:
Emulsion, suspension

Μετάφραση: Emulsion, suspension
Ελληνικός όρος:
Ακαθάριστο κενό εμπορευματοκιβώτιο
Αγγλικός όρος:
Uncleaned empty container

Μετάφραση: Uncleaned empty container
Ελληνικός όρος:
Ακαθόριστα σωματίδια
Αγγλικός όρος:
Particulates Not Otherwise Specified, PNOS

Μετάφραση: Particulates Not Otherwise Specified, PNOS
Ελληνικός όρος:
Άκαμπτο εσωτερικό δοχείο
Αγγλικός όρος:
Rigid inner receptacle

Μετάφραση: Rigid inner receptacle
Ελληνικός όρος:
Άκαμπτο πλαστικό
Αγγλικός όρος:
Rigid plastic

Μετάφραση: Rigid plastic
Ελληνικός όρος:
Άκαμπτος
Αγγλικός όρος:
Rigid

Μετάφραση: Rigid
Ελληνικός όρος:
Ακαμψία
Αγγλικός όρος:
Acampsia

Μετάφραση: Acampsia
Ελληνικός όρος:
Ακαρεοκτόνα
Αγγλικός όρος:
Acaricides

Μετάφραση: Acaricides
Ελληνικός όρος:
Ακατέργαστες χλωροϋδρίνες
Αγγλικός όρος:
Chlorohydrins crude

Μετάφραση: Chlorohydrins crude
Ελληνικός όρος:
Ακατέργαστη παραφίνη
Αγγλικός όρος:
Crude paraffin

Μετάφραση: Crude paraffin
Ελληνικός όρος:
Ακατέργαστο ρητινέλαιο
Αγγλικός όρος:
Crude tall oil

Μετάφραση: Crude tall oil
Ελληνικός όρος:
Ακατέργαστος
Αγγλικός όρος:
Crude

Μετάφραση: Crude
Ελληνικός όρος:
Ακεταλδεΰδη
Αγγλικός όρος:
Ethanal, acetaldehyde

Μετάφραση: Ethanal, acetaldehyde
Ελληνικός όρος:
Ακεταλδόλη
Αγγλικός όρος:
Acetaldol, 3-hydroxybutanal

Μετάφραση: Acetaldol, 3-hydroxybutanal

Ακολουθήστε μας