Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 1297 - 1306 of 1306
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Αφυδραλογόνωση
Αγγλικός όρος:
Dehydrohalogenation

Μετάφραση: Dehydrohalogenation
Ελληνικός όρος:
Αφυδραργύρωση
Αγγλικός όρος:
Demercuration

Μετάφραση: Demercuration
Ελληνικός όρος:
Αφυδροαβιετικό
Αγγλικός όρος:
Dehydroabietic

Μετάφραση: Dehydroabietic
Ελληνικός όρος:
Αφυδροχολιστερόλη ή δεϋδροχολιστερόλη
Αγγλικός όρος:
Dehydrocholesterol

Μετάφραση: Dehydrocholesterol
Ελληνικός όρος:
Αξιολόγηση Χημικής Ασφάλειας, ΑΧΑ
Αγγλικός όρος:
Chemical Safety Assessment, CSA

Μετάφραση: Chemical Safety Assessment, CSA
Ελληνικός όρος:
Αχλαδέλαιο
Αγγλικός όρος:
Amyl acetate, pentyl acetate, pear oil

Μετάφραση: Amyl acetate, pentyl acetate, pear oil
Ελληνικός όρος:
α-χλωροακετοφαινόνη ή δακρυγόνο αέριο
Αγγλικός όρος:
α-chloroacetophenone, tear gas

Μετάφραση: α-chloroacetophenone, tear gas
Ελληνικός όρος:
Άχρωμο
Αγγλικός όρος:
Colourless

Μετάφραση: Colourless
Ελληνικός όρος:
Ανάλυση διασποράς
Αγγλικός όρος:
Variance analysis

Μετάφραση: Variance analysis
Ελληνικός όρος:
Αίτηση αδειοδότησης
Αγγλικός όρος:
Application for authorisation

Μετάφραση: Application for authorisation

Ακολουθήστε μας