Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 1 - 36 of 109
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Η επαφή με καύσιμο υλικό μπορεί να προκαλέσει πυρκαγιά
Αγγλικός όρος:
Contact with combustible material may cause fire

Μετάφραση: Contact with combustible material may cause fire
Ελληνικός όρος:
Η εισπνοή ατμών μπορεί να προκαλέσει υπνηλία και ζάλη
Αγγλικός όρος:
Vapours may cause drowsiness and dizziness

Μετάφραση: Vapours may cause drowsiness and dizziness
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρονική μικροσκοπία σάρωσης
Αγγλικός όρος:
Scanning electron microscopy

Μετάφραση: Scanning electron microscopy
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρονική μικροσκοπία μετάδοσης
Αγγλικός όρος:
Transmission electron microscopy

Μετάφραση: Transmission electron microscopy
Ελληνικός όρος:
Η εισπνοή ατμών μπορεί να προκαλέσει υπνηλία και ζάλη
Αγγλικός όρος:
Vapours may cause drowsiness and dizziness

Μετάφραση: Vapours may cause drowsiness and dizziness
Ελληνικός όρος:
Η επαφή με καύσιμο υλικό μπορεί να προκαλέσει πυρκαγιά
Αγγλικός όρος:
Contact with combustible material may cause fire

Μετάφραση: Contact with combustible material may cause fire
Ελληνικός όρος:
Η θέρμανση μπορεί να προκαλέσει έκρηξη
Αγγλικός όρος:
Heating may cause an explosion

Μετάφραση: Heating may cause an explosion
Ελληνικός όρος:
Η θέρμανση μπορεί να προκαλέσει πυρκαγιά
Αγγλικός όρος:
Heating may cause a fire

Μετάφραση: Heating may cause a fire
Ελληνικός όρος:
Η κατάλληλη διατύπωση καθορίζεται από τον παραγωγό
Αγγλικός όρος:
Appropriate wording to be specified by the manufacturer

Μετάφραση: Appropriate wording to be specified by the manufacturer
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτοσκωρίωση
Αγγλικός όρος:
Electroslag

Μετάφραση: Electroslag
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικές εγκαταστάσεις
Αγγλικός όρος:
Electrical installation

Μετάφραση: Electrical installation
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικές καλωδιώσεις
Αγγλικός όρος:
Electrical cabling and wiring

Μετάφραση: Electrical cabling and wiring
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικές παράμετροι καλωδίων
Αγγλικός όρος:
Electrical parameters of cables

Μετάφραση: Electrical parameters of cables
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικές σκούπες
Αγγλικός όρος:
Vacuum cleaners

Μετάφραση: Vacuum cleaners
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρική αγωγιμότητα
Αγγλικός όρος:
Electric counductivity

Μετάφραση: Electric counductivity
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρική μόνωση
Αγγλικός όρος:
Electrical isolation

Μετάφραση: Electrical isolation
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρική προστασία
Αγγλικός όρος:
Electrical protection

Μετάφραση: Electrical protection
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρική συσκευή
Αγγλικός όρος:
Electrical apparatus

Μετάφραση: Electrical apparatus
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρική τάση
Αγγλικός όρος:
Voltage

Μετάφραση: Voltage
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικό οξύ ή βουτανοδιοϊκό οξύ
Αγγλικός όρος:
Succinic acid or butanedioic acid ((CH2)2(COOH)2)

Μετάφραση: Succinic acid or butanedioic acid ((CH2)2(COOH)2)
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικό πεδίο
Αγγλικός όρος:
Electric field

Μετάφραση: Electric field
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικό ρεύμα
Αγγλικός όρος:
Electric current

Μετάφραση: Electric current
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικό σήμα
Αγγλικός όρος:
Electric signal

Μετάφραση: Electric signal
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικό σίδερο συγκόλλησης
Αγγλικός όρος:
Electric soldering iron

Μετάφραση: Electric soldering iron
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικό στροφόμετρο
Αγγλικός όρος:
Electrical tachometer

Μετάφραση: Electrical tachometer
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικό σύστημα αποφυγής της μετατόπισης
Αγγλικός όρος:
Electrical anti-creep system

Μετάφραση: Electrical anti-creep system
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικοί κίνδυνοι ή κίνδυνοι από το ηλεκτρικό ρεύμα
Αγγλικός όρος:
Electrical hazards

Μετάφραση: Electrical hazards
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικός
Αγγλικός όρος:
Electrical

Μετάφραση: Electrical
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικός ανυδρίτης
Αγγλικός όρος:
Succinic anhydride (HOOC(CH2)2COOH)

Μετάφραση: Succinic anhydride (HOOC(CH2)2COOH)
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικός διαχωρισμός
Αγγλικός όρος:
Electrical separation

Μετάφραση: Electrical separation
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικός διμεθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Dimethyl succinate

Μετάφραση: Dimethyl succinate
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικός εξοπλισμός
Αγγλικός όρος:
Electrical equipment

Μετάφραση: Electrical equipment
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικός πίνακας
Αγγλικός όρος:
Electric panel, switchboard

Μετάφραση: Electric panel, switchboard
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικός φανός χειρός
Αγγλικός όρος:
Torch light or flash light

Μετάφραση: Torch light or flash light
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικοσουλφαθειαζόλιο
Αγγλικός όρος:
Succinoylsulfathiazole

Μετάφραση: Succinoylsulfathiazole
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτριμίδιο
Αγγλικός όρος:
Succinimide (C4H5NO2)

Μετάφραση: Succinimide (C4H5NO2)

Ακολουθήστε μας