Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 1 - 33 of 33
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Ξανθάτιο
Αγγλικός όρος:
Xanthate

Μετάφραση: Xanthate
Ελληνικός όρος:
Ξένο
Αγγλικός όρος:
Xenon (Xe)

Μετάφραση: Xenon (Xe)
Ελληνικός όρος:
Ξενοβιοτικά
Αγγλικός όρος:
Xenobiotics

Μετάφραση: Xenobiotics
Ελληνικός όρος:
Ξεπαγώστε τα παγωμένα μέρη με χλιαρό νερό
Αγγλικός όρος:
Thaw frosted parts with lukewarm water

Μετάφραση: Thaw frosted parts with lukewarm water
Ελληνικός όρος:
Ξεπλύνετε αμέσως τα μολυσμένα ρούχα και την επιδερμίδα με άφθονο νερό πριν αφαιρέσετε τα ρούχα
Αγγλικός όρος:
Rinse immediately contaminated clothing and skin with plenty of water before removing clothes

Μετάφραση: Rinse immediately contaminated clothing and skin with plenty of water before removing clothes
Ελληνικός όρος:
Ξεπλύνετε προσεκτικά με νερό για αρκετά λεπτά
Αγγλικός όρος:
Rinse cautiously with water for several minutes

Μετάφραση: Rinse cautiously with water for several minutes
Ελληνικός όρος:
Ξεπλύνετε την επιδερμίδα με νερό/στο ντους
Αγγλικός όρος:
Rinse skin with water/shower

Μετάφραση: Rinse skin with water/shower
Ελληνικός όρος:
Ξεπλύνετε το στόμα
Αγγλικός όρος:
Rinse mouth

Μετάφραση: Rinse mouth
Ελληνικός όρος:
Ξηρά δόμηση
Αγγλικός όρος:
Dry construction

Μετάφραση: Dry construction
Ελληνικός όρος:
Ξηραντήρας
Αγγλικός όρος:
Desiccator

Μετάφραση: Desiccator
Ελληνικός όρος:
Ξηραντικά έλαια
Αγγλικός όρος:
Drying oils

Μετάφραση: Drying oils
Ελληνικός όρος:
Ξηραντικό
Αγγλικός όρος:
Desiccant

Μετάφραση: Desiccant
Ελληνικός όρος:
Ξηρή χημική σκόνη
Αγγλικός όρος:
Dry chemical powder

Μετάφραση: Dry chemical powder
Ελληνικός όρος:
Ξύδι
Αγγλικός όρος:
Vinegar

Μετάφραση: Vinegar
Ελληνικός όρος:
Ξυλάνη
Αγγλικός όρος:
Xylan

Μετάφραση: Xylan
Ελληνικός όρος:
Ξυλάνθρακας
Αγγλικός όρος:
Charcoal

Μετάφραση: Charcoal
Ελληνικός όρος:
Ξυλαρικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Xylaric acid

Μετάφραση: Xylaric acid
Ελληνικός όρος:
Ξυλενοδιαμίνη
Αγγλικός όρος:
Xylene diamine

Μετάφραση: Xylene diamine
Ελληνικός όρος:
Ξυλιδίνη
Αγγλικός όρος:
Xylidene (C8H11N)

Μετάφραση: Xylidene (C8H11N)
Ελληνικός όρος:
Ξύλινα υλικά σφήνωσης και υποστήριξης φορτίων
Αγγλικός όρος:
Dunnage

Μετάφραση: Dunnage
Ελληνικός όρος:
Ξύλινο IBC
Αγγλικός όρος:
Wooden IBC

Μετάφραση: Wooden IBC
Ελληνικός όρος:
Ξύλινο βαρέλι
Αγγλικός όρος:
Wooden barrel

Μετάφραση: Wooden barrel
Ελληνικός όρος:
Ξύλο
Αγγλικός όρος:
Wood

Μετάφραση: Wood
Ελληνικός όρος:
Ξυλόζη
Αγγλικός όρος:
Xylose

Μετάφραση: Xylose
Ελληνικός όρος:
Ξυλοκολοφώνιο
Αγγλικός όρος:
Wood rosin

Μετάφραση: Wood rosin
Ελληνικός όρος:
Ξυλόλιο ή διμεθυλοβενζόλιο ή ξυλένιο ή μεθυλοτολουόλιο
Αγγλικός όρος:
Xylene or dimethylbenzene or xylol or methyltoluene (C8H10)

Μετάφραση: Xylene or dimethylbenzene or xylol or methyltoluene (C8H10)
Ελληνικός όρος:
Ξυλόπνευμα
Αγγλικός όρος:
Methanol, methyl alcohol, carbinol

Μετάφραση: Methanol, methyl alcohol, carbinol
Ελληνικός όρος:
Ξυλοπολτός
Αγγλικός όρος:
Wood pulp

Μετάφραση: Wood pulp
Ελληνικός όρος:
Ξυλοπυρανόζη
Αγγλικός όρος:
Xylopyranose

Μετάφραση: Xylopyranose
Ελληνικός όρος:
Ξυλόσκονη ή σκόνη ξύλου
Αγγλικός όρος:
Wood dust

Μετάφραση: Wood dust
Ελληνικός όρος:
Ξυλότυπος (καλούπωμα)
Αγγλικός όρος:
Formwork

Μετάφραση: Formwork
Ελληνικός όρος:
Ξυλουργικά
Αγγλικός όρος:
Carpentry

Μετάφραση: Carpentry
Ελληνικός όρος:
Ξυλουργικά μηχανήματα
Αγγλικός όρος:
Woodworking machinery

Μετάφραση: Woodworking machinery

Ακολουθήστε μας