Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 1 - 36 of 680
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Κίνδυνος εκρήξεως από κρούση, τριβή, φωτιά ή άλλες πηγές αναφλέξεως
Αγγλικός όρος:
Risk of explosion by shock, friction, fire or other sources of ignition

Μετάφραση: Risk of explosion by shock, friction, fire or other sources of ignition
Ελληνικός όρος:
Κατά την χρήση μπορεί να σχηματίσει εύφλεκτα /εκρηκτικά μείγματα ατμού-αέρος
Αγγλικός όρος:
In use, may form flammable/explosive vapour-air mixture

Μετάφραση: In use, may form flammable/explosive vapour-air mixture
Ελληνικός όρος:
Κατά τη χρήση γίνεται πολύ εύφλεκτο
Αγγλικός όρος:
Can become highly flammable in use

Μετάφραση: Can become highly flammable in use
Ελληνικός όρος:
Κίνδυνος αθροιστικών επιδράσεων
Αγγλικός όρος:
Danger of cumulative effects

Μετάφραση: Danger of cumulative effects
Ελληνικός όρος:
Κίνδυνος πολύ σοβαρών μονίμων επιδράσεων
Αγγλικός όρος:
Danger of very serious irreversible effects

Μετάφραση: Danger of very serious irreversible effects
Ελληνικός όρος:
Κίνδυνος σοβαρών οφθαλμικών βλαβών
Αγγλικός όρος:
Risk of serious damage to eyes

Μετάφραση: Risk of serious damage to eyes
Ελληνικός όρος:
Κίνδυνος εκρήξεως εάν θερμανθεί υπό περιορισμό
Αγγλικός όρος:
Risk of explosion if heated under confinement

Μετάφραση: Risk of explosion if heated under confinement
Ελληνικός όρος:
Κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση
Αγγλικός όρος:
Danger of serious damage to health by prolonged exposure

Μετάφραση: Danger of serious damage to health by prolonged exposure
Ελληνικός όρος:
Κύκλος διαχείρισης καταστροφών
Αγγλικός όρος:
Disaster management cycle

Μετάφραση: Disaster management cycle
Ελληνικός όρος:
Κάθιση
Αγγλικός όρος:
Slump
Μετάφραση: Slump
Ελληνικός όρος:
Κεντρικός αναμικτήρας
Αγγλικός όρος:
Central mixer
Μετάφραση: Central mixer
Ελληνικός όρος:
Κατηγορία έκθεσης
Αγγλικός όρος:
Exposure class
Μετάφραση: Exposure class
Ελληνικός όρος:
Κορεσμένο και επιφανειακά ξηρό αδρανές
Αγγλικός όρος:
Saturated surface dry aggregate
Μετάφραση: Saturated surface dry aggregate
Ελληνικός όρος:
Καρκίνος του λάρυγγα από εισπνοή σκόνης αμιάντου
Αγγλικός όρος:
Cancer of the larynx following the inhalation of asbestos dust

Μετάφραση: Cancer of the larynx following the inhalation of asbestos dust
Ελληνικός όρος:
Καταρράκτης προκαλούμενος από θερμική ακτινοβολία
Αγγλικός όρος:
Cataracts caused by heat radiation

Μετάφραση: Cataracts caused by heat radiation
Ελληνικός όρος:
Καρκίνος των πνευμόνων λόγω εισπνοής σκόνης αμιάντου
Αγγλικός όρος:
Lung cancer following the inhalation of asbestos dust

Μετάφραση: Lung cancer following the inhalation of asbestos dust
Ελληνικός όρος:
Καρκίνος του δέρματος
Αγγλικός όρος:
Skin cancer

Μετάφραση: Skin cancer
Ελληνικός όρος:
Κυστίνη
Αγγλικός όρος:
Cystine

Μετάφραση: Cystine
Ελληνικός όρος:
Κυστεΐνη
Αγγλικός όρος:
Cysteine

Μετάφραση: Cysteine
Ελληνικός όρος:
Κυστεϊνυλογλυκίνη
Αγγλικός όρος:
Cysteinylglycine

Μετάφραση: Cysteinylglycine
Ελληνικός όρος:
Κατιούσα χρωματογραφία χάρτου
Αγγλικός όρος:
Descending paper chromatography

Μετάφραση: Descending paper chromatography
Ελληνικός όρος:
Κατιούσα χρωματογραφία χάρτου
Αγγλικός όρος:
Descending Paper Chromatography

Μετάφραση: Descending Paper Chromatography
Ελληνικός όρος:
Κανονισμός για την ταξινόμηση, την επισήμανση και τη συσκευασία των ουσιών και των μειγμάτων
Αγγλικός όρος:
1η Μετάφραση: Regulation on classification, labelling and packaging of substances and mixtures (CLP)

Ελληνικός όρος:
Καβαρμιδικά άλατα ή καρβαμιδικοί εστέρες
Αγγλικός όρος:
Carbamates

Μετάφραση: Carbamates
Ελληνικός όρος:
Κάδμιο
Αγγλικός όρος:
Cadmium

Μετάφραση: Cadmium
Ελληνικός όρος:
Καζάνι
Αγγλικός όρος:
Kettle

Μετάφραση: Kettle
Ελληνικός όρος:
Καθαρή μάζα εκρηκτικού
Αγγλικός όρος:
Net explosive mass, NEM

Μετάφραση: Net explosive mass, NEM
Ελληνικός όρος:
Καθαρή ποσότητα εκρηκτικού
Αγγλικός όρος:
Net explosive quantity, NEQ

Μετάφραση: Net explosive quantity, NEQ
Ελληνικός όρος:
Καθαρισμός με οξέα
Αγγλικός όρος:
Pickling processes

Μετάφραση: Pickling processes
Ελληνικός όρος:
Καθαριστές υψηλής πίεσης
Αγγλικός όρος:
High-pressure cleaners

Μετάφραση: High-pressure cleaners
Ελληνικός όρος:
Καθαροτονικά ακοόμετρα αέρινης αγωγής
Αγγλικός όρος:
Pure-tone air conduction audiometers

Μετάφραση: Pure-tone air conduction audiometers
Ελληνικός όρος:
Καθήκον
Αγγλικός όρος:
Task

Μετάφραση: Task
Ελληνικός όρος:
Καθημερινές λειτουργίες
Αγγλικός όρος:
Date to date operations

Μετάφραση: Date to date operations
Ελληνικός όρος:
Καθίζηση
Αγγλικός όρος:
Precipitation, sedimentation

Μετάφραση: Precipitation, sedimentation
Ελληνικός όρος:
Καθίζηση αίματος
Αγγλικός όρος:
Blood sedimentation

Μετάφραση: Blood sedimentation
Ελληνικός όρος:
Καθιστική στάση
Αγγλικός όρος:
Sitting

Μετάφραση: Sitting

Ακολουθήστε μας