Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 181 - 216 of 680
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Κατά τη διάρκεια υποκαπνισμού /ψεκάσματος χρησιμοποιείτε κατάλληλη αναπνευστική συσκευή
Αγγλικός όρος:
During fumigation/spraying wear suitable respiratory equipment
Μετάφραση:
During fumigation/spraying wear suitable respiratory equipment
Ελληνικός όρος:
Κατά τη χρήση αναπτύσσονται επικίνδυνες αναθυμιάσεις
Αγγλικός όρος:
Dangerous fumes are formed during use
Μετάφραση:
Dangerous fumes are formed during use
Ελληνικός όρος:
Κατά τη χρήση γίνεται πολύ εύφλεκτο
Αγγλικός όρος:
Can become highly flammable in use
Μετάφραση:
Can become highly flammable in use
Ελληνικός όρος:
Κατά τη χρήση μπορεί να σχηματίσει εύφλεκτα
Αγγλικός όρος:
In use may form flammable
Μετάφραση:
In use may form flammable
Ελληνικός όρος:
Κατά την χρήση μπορεί να σχηματίσει εύφλεκτα /εκρηκτικά μείγματα ατμού-αέρος
Αγγλικός όρος:
In use, may form flammable/explosive vapour-air mixture
Μετάφραση:
In use, may form flammable/explosive vapour-air mixture
Ελληνικός όρος:
Κάταγμα
Αγγλικός όρος:
Fracture
Μετάφραση:
Fracture
Ελληνικός όρος:
Κατάγματα οστού
Αγγλικός όρος:
Bone fractures
Μετάφραση:
Bone fractures
Ελληνικός όρος:
Καταγραφή απουσιών από την εργασία
Αγγλικός όρος:
Absenteeism recording
Μετάφραση:
Absenteeism recording
Ελληνικός όρος:
Καταγραφή ατυχημάτων
Αγγλικός όρος:
Injury recording
Μετάφραση:
Injury recording
Ελληνικός όρος:
Καταγραφή κινδύνων
Αγγλικός όρος:
Hazard recording
Μετάφραση:
Hazard recording
Ελληνικός όρος:
Κατάθλιψη
Αγγλικός όρος:
Depression
Μετάφραση:
Depression
Ελληνικός όρος:
Καταιονητήρας ή ντους
Αγγλικός όρος:
Shower
Μετάφραση:
Shower
Ελληνικός όρος:
Κατακαθιζόμενο
Αγγλικός όρος:
Deposited
Μετάφραση:
Deposited
Ελληνικός όρος:
Κατάκαυση
Αγγλικός όρος:
Deflagration
Μετάφραση:
Deflagration
Ελληνικός όρος:
Κατακράτηση
Αγγλικός όρος:
Hold up
Μετάφραση:
Hold up
Ελληνικός όρος:
Κατάλληλος
Αγγλικός όρος:
Appropriate
Μετάφραση:
Appropriate
Ελληνικός όρος:
Κατάλογος εναρμονισμένων εμπορευμάτων
Αγγλικός όρος:
Harmonized good list
Μετάφραση:
Harmonized good list
Ελληνικός όρος:
Κατάλογος Ενδεικτικών Επαγγελματικών Οριακών Τιμών
Αγγλικός όρος:
Indicative Occupational limit values, IOELV
Μετάφραση:
Indicative Occupational limit values, IOELV
Ελληνικός όρος:
Κατάλογος ταξινόμησης και επισήμανσης
Αγγλικός όρος:
Classification and Labelling Inventory, C&L Inventory
Μετάφραση:
Classification and Labelling Inventory, C&L Inventory
Ελληνικός όρος:
Κατάλογος Τοξικών Επιπτώσεων Χημικών Ουσιών
Αγγλικός όρος:
Registry of Toxic Effects of Chemical Substances, RTECS
Μετάφραση:
Registry of Toxic Effects of Chemical Substances, RTECS
Ελληνικός όρος:
Κατάλογος των επικινδύνων ουσιών ταξινομημένων βάσει του ατομικού αριθμού του στοιχείου του πλέον χαρακτηριστικού των ιδιοτήτων τους
Αγγλικός όρος:
List of dangerous substances classified in the order of the atomic number of the element most characteristic of their properties
Μετάφραση:
List of dangerous substances classified in the order of the atomic number of the element most characteristic of their properties
Ελληνικός όρος:
Κατάλογος υποψηφίων ουσιών
Αγγλικός όρος:
Candidate list
Μετάφραση:
Candidate list
Ελληνικός όρος:
Κατάλογος χημικών στοιχείων ταξινομημένων σύμφωνα με τον ατομικό τους αριθμό (Ζ)
Αγγλικός όρος:
List of chemical elements classified according to their atomic number (Z)
Μετάφραση:
List of chemical elements classified according to their atomic number (Z)
Ελληνικός όρος:
Κατάλοιπα αντιδράσεων
Αγγλικός όρος:
Reaction residues
Μετάφραση:
Reaction residues
Ελληνικός όρος:
Κατάλυση
Αγγλικός όρος:
Catalysis
Μετάφραση:
Catalysis
Ελληνικός όρος:
Καταλύτης
Αγγλικός όρος:
Catalyst
Μετάφραση:
Catalyst
Ελληνικός όρος:
Καταλυτική αναδόμηση
Αγγλικός όρος:
Catalytic reforming
Μετάφραση:
Catalytic reforming
Ελληνικός όρος:
Καταλυτική αφυδρογόνωση
Αγγλικός όρος:
Catalytic dehydrogenation
Μετάφραση:
Catalytic dehydrogenation
Ελληνικός όρος:
Καταλυτική διάσπαση
Αγγλικός όρος:
Catalytic cracking
Μετάφραση:
Catalytic cracking
Ελληνικός όρος:
Καταλυτική κλίνη
Αγγλικός όρος:
Catalytic dead
Μετάφραση:
Catalytic dead
Ελληνικός όρος:
Καταλυτικός μετατροπέας
Αγγλικός όρος:
Catalytic converter
Μετάφραση:
Catalytic converter
Ελληνικός όρος:
Καταμερισμός εργασίας
Αγγλικός όρος:
Division of labour
Μετάφραση:
Division of labour
Ελληνικός όρος:
Κατανάλωση
Αγγλικός όρος:
Consumption
Μετάφραση:
Consumption
Ελληνικός όρος:
Κατανομή
Αγγλικός όρος:
Distribution
Μετάφραση:
Distribution
Ελληνικός όρος:
Κατανομή Gauss
Αγγλικός όρος:
Gaussian distribution
Μετάφραση:
Gaussian distribution
Ελληνικός όρος:
Κατανομή συχνότητας
Αγγλικός όρος:
Frequency distribution
Μετάφραση:
Frequency distribution
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
2
Page
3
Page
4
Page
5
Current page
6
Page
7
Page
8
Page
9
Page
10
…
Next page
››
Last page
τελευταία »