Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 145 - 180 of 680
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Καρβοξυλικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Carboxylic acid
Μετάφραση:
Carboxylic acid
Ελληνικός όρος:
Καρδιά
Αγγλικός όρος:
Heart
Μετάφραση:
Heart
Ελληνικός όρος:
Καρδιαγγειακή τοξικολογία
Αγγλικός όρος:
Cardiovascular toxicology
Μετάφραση:
Cardiovascular toxicology
Ελληνικός όρος:
Καρδιαγγειακό σύστημα
Αγγλικός όρος:
Cardiovascular system
Μετάφραση:
Cardiovascular system
Ελληνικός όρος:
Καρδιακή πάθηση
Αγγλικός όρος:
Heart disease
Μετάφραση:
Heart disease
Ελληνικός όρος:
Καρδιοαγγειακό
Αγγλικός όρος:
Cardiovascular
Μετάφραση:
Cardiovascular
Ελληνικός όρος:
Καρδιοαγγειακό σύστημα
Αγγλικός όρος:
Cardiovascular system, CVS
Μετάφραση:
Cardiovascular system, CVS
Ελληνικός όρος:
Καρδιοαναπνευστική ανάνηψη
Αγγλικός όρος:
Cardiopulmonary resuscitation, CPR
Μετάφραση:
Cardiopulmonary resuscitation, CPR
Ελληνικός όρος:
Καρδιοτοξικό
Αγγλικός όρος:
Cardiotoxic
Μετάφραση:
Cardiotoxic
Ελληνικός όρος:
Καρκινογένεση
Αγγλικός όρος:
Carcinogenesis
Μετάφραση:
Carcinogenesis
Ελληνικός όρος:
Καρκινογόνα
Αγγλικός όρος:
Carcinogens
Μετάφραση:
Carcinogens
Ελληνικός όρος:
Καρκινογόνες, μεταλλαξιογόνες ή τοξικές για την αναπαραγωγή ουσίες (ΚΜΤ)
Αγγλικός όρος:
Carcinogenic, mutagenic or toxic to reproduction, CMR
Μετάφραση:
Carcinogenic, mutagenic or toxic to reproduction, CMR
Ελληνικός όρος:
Καρκινογόνος
Αγγλικός όρος:
Carcinogen
Μετάφραση:
Carcinogen
Ελληνικός όρος:
Καρκίνος
Αγγλικός όρος:
Cancer
Μετάφραση:
Cancer
Ελληνικός όρος:
Καρκίνος ουροδόχου κύστης
Αγγλικός όρος:
Bladder cancer
Μετάφραση:
Bladder cancer
Ελληνικός όρος:
Καρκίνος της ρινικής κοιλότητας
Αγγλικός όρος:
Nasal cancer
Μετάφραση:
Nasal cancer
Ελληνικός όρος:
Καρκίνος του δέρματος
Αγγλικός όρος:
Skin cancer
Μετάφραση:
Skin cancer
Ελληνικός όρος:
Καρκίνος του εγκεφάλου
Αγγλικός όρος:
Brain cancer
Μετάφραση:
Brain cancer
Ελληνικός όρος:
Καρκίνος του λάρυγγα
Αγγλικός όρος:
Throat cancer
Μετάφραση:
Throat cancer
Ελληνικός όρος:
Καρκίνος του λάρυγγα από εισπνοή σκόνης αμιάντου
Αγγλικός όρος:
Cancer of the larynx following the inhalation of asbestos dust
Μετάφραση:
Cancer of the larynx following the inhalation of asbestos dust
Ελληνικός όρος:
Καρκίνος του πνεύμονα
Αγγλικός όρος:
Lung cancer
Μετάφραση:
Lung cancer
Ελληνικός όρος:
Καρκίνος των οφθαλμών
Αγγλικός όρος:
Eye cancer
Μετάφραση:
Eye cancer
Ελληνικός όρος:
Καρκίνος των πνευμόνων λόγω εισπνοής σκόνης αμιάντου
Αγγλικός όρος:
Lung cancer following the inhalation of asbestos dust
Μετάφραση:
Lung cancer following the inhalation of asbestos dust
Ελληνικός όρος:
Καρκίνωμα
Αγγλικός όρος:
Carcinoma
Μετάφραση:
Carcinoma
Ελληνικός όρος:
Καροτένιο
Αγγλικός όρος:
Carotene
Μετάφραση:
Carotene
Ελληνικός όρος:
Καρούλι
Αγγλικός όρος:
Drum, reel
Μετάφραση:
Drum, reel
Ελληνικός όρος:
Καρπός
Αγγλικός όρος:
Wrist
Μετάφραση:
Wrist
Ελληνικός όρος:
Καρτεσιανές συντεταγμένες
Αγγλικός όρος:
Cartesian coordinates
Μετάφραση:
Cartesian coordinates
Ελληνικός όρος:
Καρυδάκι
Αγγλικός όρος:
Nut runner
Μετάφραση:
Nut runner
Ελληνικός όρος:
Καρφί
Αγγλικός όρος:
Nail
Μετάφραση:
Nail
Ελληνικός όρος:
Κασσιτεροκόλληση ή μαλακή κόλληση
Αγγλικός όρος:
Soldering
Μετάφραση:
Soldering
Ελληνικός όρος:
Κασσίτερος ή στάννιο
Αγγλικός όρος:
Tin (Sn)
Μετάφραση:
Tin (Sn)
Ελληνικός όρος:
Κασσιτέρωση
Αγγλικός όρος:
Stannosis
Μετάφραση:
Stannosis
Ελληνικός όρος:
Καστάνια
Αγγλικός όρος:
Ratchet
Μετάφραση:
Ratchet
Ελληνικός όρος:
Κατ΄οίκον εργασία
Αγγλικός όρος:
Home-based work
Μετάφραση:
Home-based work
Ελληνικός όρος:
Κατ’οίκον εργαζόμενοι
Αγγλικός όρος:
Home workers
Μετάφραση:
Home workers
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
Page
1
Page
2
Page
3
Page
4
Current page
5
Page
6
Page
7
Page
8
Page
9
…
Next page
››
Last page
τελευταία »