Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 1081 - 1116 of 1306
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Αρμόδια αρχή
Αγγλικός όρος:
Competent authority, CA

Μετάφραση: Competent authority, CA
Ελληνικός όρος:
Αρμόδια Αρχή Κράτους Μέλους
Αγγλικός όρος:
Member State Competent Authority, MSCA

Μετάφραση: Member State Competent Authority, MSCA
Ελληνικός όρος:
Αρμόδιο πρόσωπο
Αγγλικός όρος:
Competent person

Μετάφραση: Competent person
Ελληνικός όρος:
Αρμόδιοι χάραξης πολιτικής
Αγγλικός όρος:
Policy makers

Μετάφραση: Policy makers
Ελληνικός όρος:
Αρμόδιος φορέας
Αγγλικός όρος:
Competent institution, Competent authority

Μετάφραση: Competent institution, Competent authority
Ελληνικός όρος:
Αρμοδιότητα
Αγγλικός όρος:
Authority, competency

Μετάφραση: Authority, competency
Ελληνικός όρος:
Αρμολογημένη πλινθοδομή
Αγγλικός όρος:
Clinker construction

Μετάφραση: Clinker construction
Ελληνικός όρος:
Αρμολόγηση
Αγγλικός όρος:
Jointing

Μετάφραση: Jointing
Ελληνικός όρος:
Αρμονικός μέσος όρος
Αγγλικός όρος:
Harmonic mean

Μετάφραση: Harmonic mean
Ελληνικός όρος:
Αρμός
Αγγλικός όρος:
Joint

Μετάφραση: Joint
Ελληνικός όρος:
Αροχλώρ
Αγγλικός όρος:
Aroclor, Polychlorinated biphenyls, clofen, PCBs

Μετάφραση: Aroclor, Polychlorinated biphenyls, clofen, PCBs
Ελληνικός όρος:
Αρπάγη (εκσκαφέα)
Αγγλικός όρος:
Clamshell

Μετάφραση: Clamshell
Ελληνικός όρος:
Αρρυθμία
Αγγλικός όρος:
Arrhythmia

Μετάφραση: Arrhythmia
Ελληνικός όρος:
Άρρωστος
Αγγλικός όρος:
Patient

Μετάφραση: Patient
Ελληνικός όρος:
Αρσενικικό ασβέστιο
Αγγλικός όρος:
Calcium arsenate

Μετάφραση: Calcium arsenate
Ελληνικός όρος:
Αρσενικικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Arsenic acid

Μετάφραση: Arsenic acid
Ελληνικός όρος:
Αρσενικικός μόλυβδος
Αγγλικός όρος:
Lead arsenate

Μετάφραση: Lead arsenate
Ελληνικός όρος:
Αρσενικό
Αγγλικός όρος:
Arsenic, As

Μετάφραση: Arsenic, As
Ελληνικός όρος:
Αρσενικός
Αγγλικός όρος:
Male

Μετάφραση: Male
Ελληνικός όρος:
Αρσενικώδες οξύ
Αγγλικός όρος:
Arsenious acid

Μετάφραση: Arsenious acid
Ελληνικός όρος:
Άρση ή σήκωμα βάρους ή ανύψωση βάρους
Αγγλικός όρος:
Lifting

Μετάφραση: Lifting
Ελληνικός όρος:
Αρσίνη
Αγγλικός όρος:
Arsine

Μετάφραση: Arsine
Ελληνικός όρος:
Αρτάνες
Αγγλικός όρος:
Slings

Μετάφραση: Slings
Ελληνικός όρος:
Αρτάνες αιώρησης
Αγγλικός όρος:
Swings

Μετάφραση: Swings
Ελληνικός όρος:
Αρτηριακή πίεση
Αγγλικός όρος:
Blood pressure, arterial pressure

Μετάφραση: Blood pressure, arterial pressure
Ελληνικός όρος:
Αρτηρίες
Αγγλικός όρος:
Arteries

Μετάφραση: Arteries
Ελληνικός όρος:
Αρτηριοσκλήρωση
Αγγλικός όρος:
Atherosclerosis

Μετάφραση: Atherosclerosis
Ελληνικός όρος:
Αρυλαλογονίδιο
Αγγλικός όρος:
Aryl halide

Μετάφραση: Aryl halide
Ελληνικός όρος:
Αρύλιο
Αγγλικός όρος:
Aryl, Ar

Μετάφραση: Aryl, Ar
Ελληνικός όρος:
Αρυλοβρωμίδιο ή βρωμιούχο αρύλιο
Αγγλικός όρος:
Aryl bromide

Μετάφραση: Aryl bromide
Ελληνικός όρος:
Αρυλοχλωρίδιο ή χλωριούχο αρύλιο
Αγγλικός όρος:
Aryl chloride

Μετάφραση: Aryl chloride
Ελληνικός όρος:
Αρχεία ποιότητας
Αγγλικός όρος:
Quality Records

Μετάφραση: Quality Records
Ελληνικός όρος:
Αρχείο δεξαμενής
Αγγλικός όρος:
Tank record

Μετάφραση: Tank record
Ελληνικός όρος:
Αρχείο μελέτης παραμέτρου
Αγγλικός όρος:
Endpoint study record

Μετάφραση: Endpoint study record
Ελληνικός όρος:
Αρχές ενεργοποίησης
Αγγλικός όρος:
Actuating principles

Μετάφραση: Actuating principles
Ελληνικός όρος:
Αρχές εργονομικού σχεδιασμού
Αγγλικός όρος:
Ergonomic design principles

Μετάφραση: Ergonomic design principles

Ακολουθήστε μας