Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 1225 - 1260 of 1306
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Ατμοσφαιρικοί ρύποι
Αγγλικός όρος:
Air pollutants
Μετάφραση:
Air pollutants
Ελληνικός όρος:
Άτομα με ειδικές ανάγκες
Αγγλικός όρος:
Persons with special needs
Μετάφραση:
Persons with special needs
Ελληνικός όρος:
Άτομα που εκτίθενται άμεσα μέσω του περιβάλλοντος
Αγγλικός όρος:
Humans exposed directly via the environment
Μετάφραση:
Humans exposed directly via the environment
Ελληνικός όρος:
Ατομικά βοηθήματα επίπλευσης
Αγγλικός όρος:
Personal buoyancy aids
Μετάφραση:
Personal buoyancy aids
Ελληνικός όρος:
Ατομικά μέσα προστασίας της ακοής
Αγγλικός όρος:
Personal hearing protectors
Μετάφραση:
Personal hearing protectors
Ελληνικός όρος:
Ατομική εργασία
Αγγλικός όρος:
Individual work, working alone
Μετάφραση:
Individual work, working alone
Ελληνικός όρος:
Ατομική παρακολούθηση
Αγγλικός όρος:
Personal monitoring
Μετάφραση:
Personal monitoring
Ελληνικός όρος:
Ατομική προστασία
Αγγλικός όρος:
Personal protection
Μετάφραση:
Personal protection
Ελληνικός όρος:
Ατομική υγιεινή
Αγγλικός όρος:
Personal hygiene
Μετάφραση:
Personal hygiene
Ελληνικός όρος:
Ατομικό βάρος (AB)
Αγγλικός όρος:
Atomic weight, AW
Μετάφραση:
Atomic weight, AW
Ελληνικός όρος:
Ατομικός φθορισμός
Αγγλικός όρος:
Atomic fluorescence
Μετάφραση:
Atomic fluorescence
Ελληνικός όρος:
Άτομο (π.χ. στοιχείου)
Αγγλικός όρος:
Atom
Μετάφραση:
Atom
Ελληνικός όρος:
Άτομο ή μονάδα (π.χ. εργαζόμενος)
Αγγλικός όρος:
Individual
Μετάφραση:
Individual
Ελληνικός όρος:
Ατομοποίηση
Αγγλικός όρος:
Atomization
Μετάφραση:
Atomization
Ελληνικός όρος:
Ατραζίνη
Αγγλικός όρος:
Atrazine
Μετάφραση:
Atrazine
Ελληνικός όρος:
Ατροπίνη
Αγγλικός όρος:
Atropine
Μετάφραση:
Atropine
Ελληνικός όρος:
Ατσάλινος σκελετός
Αγγλικός όρος:
Steel frame
Μετάφραση:
Steel frame
Ελληνικός όρος:
Ατύχημα
Αγγλικός όρος:
Accident
Μετάφραση:
Accident
Ελληνικός όρος:
Ατύχημα κατά τη μετάβαση προς και από την εργασία
Αγγλικός όρος:
Commuting accidents
Μετάφραση:
Commuting accidents
Ελληνικός όρος:
Ατύχημα μεγάλης έκτασης
Αγγλικός όρος:
Major accident
Μετάφραση:
Major accident
Ελληνικός όρος:
Ατυχήματα με απουσία άνω των τριών ημερών
Αγγλικός όρος:
3 days or more-accidents
Μετάφραση:
3 days or more-accidents
Ελληνικός όρος:
Ατυχήματα που οφείλονται σε μετακινήσεις στον χώρο εργασίας
Αγγλικός όρος:
Transport accidents at the workplace
Μετάφραση:
Transport accidents at the workplace
Ελληνικός όρος:
Ατυχήματα που οφείλονται στη μεταφορά επικίνδυνων εμπορευμάτων
Αγγλικός όρος:
Transport accidents of dangerous goods
Μετάφραση:
Transport accidents of dangerous goods
Ελληνικός όρος:
Ατυχήματα που οφείλονται στο ηλεκτρικό ρεύμα
Αγγλικός όρος:
Electrical accidents
Μετάφραση:
Electrical accidents
Ελληνικός όρος:
Ατυχήματα στον τομέα των κατασκευών
Αγγλικός όρος:
Construction accidents
Μετάφραση:
Construction accidents
Ελληνικός όρος:
Ατυχήματα στον τομέα των μεταφορών
Αγγλικός όρος:
Transport accidents
Μετάφραση:
Transport accidents
Ελληνικός όρος:
Αυθαίρετος
Αγγλικός όρος:
Arbitrary
Μετάφραση:
Arbitrary
Ελληνικός όρος:
Αυλάκωση
Αγγλικός όρος:
Chase-cutting
Μετάφραση:
Chase-cutting
Ελληνικός όρος:
Αυξημένη ασφάλεια
Αγγλικός όρος:
Increased safety
Μετάφραση:
Increased safety
Ελληνικός όρος:
Αύξηση
Αγγλικός όρος:
Growth, increase
Μετάφραση:
Growth, increase
Ελληνικός όρος:
Αυξητικός παράγοντας νεύρων
Αγγλικός όρος:
Nerve growth factor, NGF
Μετάφραση:
Nerve growth factor, NGF
Ελληνικός όρος:
Αϋπνία
Αγγλικός όρος:
Sleeplessness or insomnia
Μετάφραση:
Sleeplessness or insomnia
Ελληνικός όρος:
Αυστηρός περιορισμός
Αγγλικός όρος:
Severe restriction
Μετάφραση:
Severe restriction
Ελληνικός όρος:
Αυταναφλέγεται εάν εκτεθεί στον αέρα
Αγγλικός όρος:
Catches fire spontaneously if exposed to air
Μετάφραση:
Catches fire spontaneously if exposed to air
Ελληνικός όρος:
Αυτανάφλεξη
Αγγλικός όρος:
Spontaneous ignition
Μετάφραση:
Spontaneous ignition
Ελληνικός όρος:
Αυτενεργή βαλβίδα εξαερισμού
Αγγλικός όρος:
Self-operating ventilation valve
Μετάφραση:
Self-operating ventilation valve
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
29
Page
30
Page
31
Page
32
Page
33
Page
34
Current page
35
Page
36
Page
37
Next page
››
Last page
τελευταία »