Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 289 - 324 of 1306
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Ακοομετρία
Αγγλικός όρος:
Audiometry

Μετάφραση: Audiometry
Ελληνικός όρος:
Ακοομετρική συσκευή
Αγγλικός όρος:
Audiometric equipment

Μετάφραση: Audiometric equipment
Ελληνικός όρος:
Ακοόμετρο
Αγγλικός όρος:
Audiometer

Μετάφραση: Audiometer
Ελληνικός όρος:
Ακόρεστο διάλυμα
Αγγλικός όρος:
Unsaturated solution

Μετάφραση: Unsaturated solution
Ελληνικός όρος:
Ακόρεστοι υδρογονάνθρακες
Αγγλικός όρος:
Unsaturated hydrocarbons

Μετάφραση: Unsaturated hydrocarbons
Ελληνικός όρος:
Ακόρεστος
Αγγλικός όρος:
Unsaturated

Μετάφραση: Unsaturated
Ελληνικός όρος:
Ακούσια επαφή
Αγγλικός όρος:
Fortuitous contact

Μετάφραση: Fortuitous contact
Ελληνικός όρος:
Ακουστικά σήματα κινδύνου
Αγγλικός όρος:
Auditory danger signals

Μετάφραση: Auditory danger signals
Ελληνικός όρος:
Ακουστική
Αγγλικός όρος:
Acoustics

Μετάφραση: Acoustics
Ελληνικός όρος:
Ακουστική μόνωση
Αγγλικός όρος:
Acoustical insulation

Μετάφραση: Acoustical insulation
Ελληνικός όρος:
Ακουστική συχνότητα
Αγγλικός όρος:
Audio frequency

Μετάφραση: Audio frequency
Ελληνικός όρος:
Ακουστικό
Αγγλικός όρος:
Earphone

Μετάφραση: Earphone
Ελληνικός όρος:
Ακουστικό βοήθημα
Αγγλικός όρος:
Hearing aid

Μετάφραση: Hearing aid
Ελληνικός όρος:
Ακουστικό κατώφλιο
Αγγλικός όρος:
Hearing threshold level, Threshold of hearing, HTL

Μετάφραση: Hearing threshold level, Threshold of hearing, HTL
Ελληνικός όρος:
Ακουστικό πεδίο
Αγγλικός όρος:
Field (acoustical-)

Μετάφραση: Field (acoustical-)
Ελληνικός όρος:
Ακουστικό φάσμα
Αγγλικός όρος:
Acoustical spectrum

Μετάφραση: Acoustical spectrum
Ελληνικός όρος:
Ακουστικός
Αγγλικός όρος:
Acoustic

Μετάφραση: Acoustic
Ελληνικός όρος:
Ακρίβεια
Αγγλικός όρος:
Accuracy, precision

Μετάφραση: Accuracy, precision
Ελληνικός όρος:
Ακροδέκτες αγωγών
Αγγλικός όρος:
Conductor terminations

Μετάφραση: Conductor terminations
Ελληνικός όρος:
Ακροδέκτης (ηλεκτρικός)
Αγγλικός όρος:
Terminal

Μετάφραση: Terminal
Ελληνικός όρος:
Ακρολεΐνη
Αγγλικός όρος:
Acrolein, propenal

Μετάφραση: Acrolein, propenal
Ελληνικός όρος:
Ακροφύσιο
Αγγλικός όρος:
Nozzle

Μετάφραση: Nozzle
Ελληνικός όρος:
Ακροφύσιο (π.χ αυτόματης πιπέτας)
Αγγλικός όρος:
Tip

Μετάφραση: Tip
Ελληνικός όρος:
Ακροφύσιο (π.χ πυροσβεστικού σωλήνα)
Αγγλικός όρος:
Jet

Μετάφραση: Jet
Ελληνικός όρος:
Ακρυλαμίδιο
Αγγλικός όρος:
Acrylamide

Μετάφραση: Acrylamide
Ελληνικός όρος:
Ακρυλικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Acrylic acid, propenoic acid

Μετάφραση: Acrylic acid, propenoic acid
Ελληνικός όρος:
Ακρυλικός αιθυλεξυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Ethylhexyl acrylate

Μετάφραση: Ethylhexyl acrylate
Ελληνικός όρος:
Ακρυλικός αιθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Ethyl acrylate, ethyl propenoate

Μετάφραση: Ethyl acrylate, ethyl propenoate
Ελληνικός όρος:
Ακρυλικός βουτυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Butyl acrylate

Μετάφραση: Butyl acrylate
Ελληνικός όρος:
Ακρυλικός δεκυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Decyl acrylate

Μετάφραση: Decyl acrylate
Ελληνικός όρος:
Ακρυλικός μεθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Methyl acrylate

Μετάφραση: Methyl acrylate
Ελληνικός όρος:
Ακρυλικός υδροξυαιθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Hydroxyethyl acrylate

Μετάφραση: Hydroxyethyl acrylate
Ελληνικός όρος:
Ακρυλικός υδροξυπροπυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Hydroxypropyl acrylate

Μετάφραση: Hydroxypropyl acrylate
Ελληνικός όρος:
Ακρυλονιτρίλιο
Αγγλικός όρος:
Acrylonitrile, propenenitrile

Μετάφραση: Acrylonitrile, propenenitrile
Ελληνικός όρος:
Άκρως ανθεκτικές και άκρως βιοσυσσωρεύσιμες ουσίες
Αγγλικός όρος:
Very persistent and very accumulative substances, vPvB

Μετάφραση: Very persistent and very accumulative substances, vPvB
Ελληνικός όρος:
Άκρως βιοσυσσωρεύσιμος
Αγγλικός όρος:
Very bio-accumulative

Μετάφραση: Very bio-accumulative

Ακολουθήστε μας