Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 109 - 144 of 1306
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Αέριο διεργασιών
Αγγλικός όρος:
Process gas

Μετάφραση: Process gas
Ελληνικός όρος:
Αέριο υπό πίεση
Αγγλικός όρος:
Gases under pressure

Μετάφραση: Gases under pressure
Ελληνικός όρος:
Αεριοχρωματογραφία
Αγγλικός όρος:
Gas chromatography

Μετάφραση: Gas chromatography
Ελληνικός όρος:
Αερισμός με αντικατάσταση του υπάρχοντος αέρα
Αγγλικός όρος:
Replacement ventilation

Μετάφραση: Replacement ventilation
Ελληνικός όρος:
Αερισμός με αραίωση του υπάρχοντος αέρα
Αγγλικός όρος:
Dilution ventilation

Μετάφραση: Dilution ventilation
Ελληνικός όρος:
Αεριώδης
Αγγλικός όρος:
Gaseous

Μετάφραση: Gaseous
Ελληνικός όρος:
Αερόβιες συνθήκες
Αγγλικός όρος:
Aerobic conditions

Μετάφραση: Aerobic conditions
Ελληνικός όρος:
Αεροβική βιοαποδόμηση
Αγγλικός όρος:
Aerobic biodegradation

Μετάφραση: Aerobic biodegradation
Ελληνικός όρος:
Αερόλυμα
Αγγλικός όρος:
Aerosol

Μετάφραση: Aerosol
Ελληνικός όρος:
Αερόλυμα ψεκασμού
Αγγλικός όρος:
Spray aerosol

Μετάφραση: Spray aerosol
Ελληνικός όρος:
Αεροσυμπιεστής
Αγγλικός όρος:
Air compressor

Μετάφραση: Air compressor
Ελληνικός όρος:
Αερόσφυρα
Αγγλικός όρος:
Pile hammer

Μετάφραση: Pile hammer
Ελληνικός όρος:
Αερόσφυρες χειρός
Αγγλικός όρος:
Jackhammers

Μετάφραση: Jackhammers
Ελληνικός όρος:
Αερόφερτο
Αγγλικός όρος:
Airborn

Μετάφραση: Airborn
Ελληνικός όρος:
αζαφαινανθρένιο 1-
Αγγλικός όρος:
1-azaphenanthrene

Μετάφραση: 1-azaphenanthrene
Ελληνικός όρος:
Αζεοτροπικό
Αγγλικός όρος:
Azeotrope

Μετάφραση: Azeotrope
Ελληνικός όρος:
Αζίδιο
Αγγλικός όρος:
Azide

Μετάφραση: Azide
Ελληνικός όρος:
Αζίδιο του μολύβδου
Αγγλικός όρος:
Lead azide

Μετάφραση: Lead azide
Ελληνικός όρος:
Αζίδιο του νατρίου
Αγγλικός όρος:
Sodium azide

Μετάφραση: Sodium azide
Ελληνικός όρος:
Αζιριδίνες
Αγγλικός όρος:
Aziridines

Μετάφραση: Aziridines
Ελληνικός όρος:
Αζουλένιο
Αγγλικός όρος:
Azulene

Μετάφραση: Azulene
Ελληνικός όρος:
Αζω-ένωση
Αγγλικός όρος:
Azo compound

Μετάφραση: Azo compound
Ελληνικός όρος:
Άζωτο
Αγγλικός όρος:
Nitrogen

Μετάφραση: Nitrogen
Ελληνικός όρος:
Άζωτο της ουρίας στο αίμα
Αγγλικός όρος:
Blood urea nintrogen

Μετάφραση: Blood urea nintrogen
Ελληνικός όρος:
Αζώχρωμα
Αγγλικός όρος:
Azo-dye

Μετάφραση: Azo-dye
Ελληνικός όρος:
Αθηροσκλήρωση
Αγγλικός όρος:
Atherosclerosis

Μετάφραση: Atherosclerosis
Ελληνικός όρος:
Αθλητικά ατυχήματα
Αγγλικός όρος:
Sport accidents

Μετάφραση: Sport accidents
Ελληνικός όρος:
Αθόρυβο
Αγγλικός όρος:
Noiseless

Μετάφραση: Noiseless
Ελληνικός όρος:
Άθροιση των ταξινομημένων συστατικών
Αγγλικός όρος:
Summation of classified components

Μετάφραση: Summation of classified components
Ελληνικός όρος:
Άθροισμα ρευμάτων
Αγγλικός όρος:
Summation of currents

Μετάφραση: Summation of currents
Ελληνικός όρος:
Αθροιστής
Αγγλικός όρος:
Summer

Μετάφραση: Summer
Ελληνικός όρος:
Αθροιστικά αποτελέσματα
Αγγλικός όρος:
Additive effects

Μετάφραση: Additive effects
Ελληνικός όρος:
Αθροιστικές επιδράσεις
Αγγλικός όρος:
Cumulative effects

Μετάφραση: Cumulative effects
Ελληνικός όρος:
Αθροιστική έκθεση
Αγγλικός όρος:
Cumulative exposure

Μετάφραση: Cumulative exposure
Ελληνικός όρος:
Αθροιστική μέθοδος
Αγγλικός όρος:
Summation method

Μετάφραση: Summation method
Ελληνικός όρος:
Αιθάλη
Αγγλικός όρος:
Carbon black, shoot

Μετάφραση: Carbon black, shoot

Ακολουθήστε μας