Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 37 - 72 of 1306
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Ασπαραγίνη
Αγγλικός όρος:
Asparagine

Μετάφραση: Asparagine
Ελληνικός όρος:
Ασπαρτικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Aspartic acid

Μετάφραση: Aspartic acid
Ελληνικός όρος:
Αμινοηλεκτρικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Aminosuccinic acid

Μετάφραση: Aminosuccinic acid
Ελληνικός όρος:
Α-αμινογλουταρικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Α-aminoglutaric acid

Μετάφραση: Α-aminoglutaric acid
Ελληνικός όρος:
Αμινοοξικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Aminoacetic acid

Μετάφραση: Aminoacetic acid
Ελληνικός όρος:
Αμινοαιθανικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Aminoethanoic acid

Μετάφραση: Aminoethanoic acid
Ελληνικός όρος:
Α-αμινοϊσοκαπροϊκό οξύ
Αγγλικός όρος:
Α-aminoisocaproic acid

Μετάφραση: Α-aminoisocaproic acid
Ελληνικός όρος:
Ακτινική χρωματογραφία χάρτου
Αγγλικός όρος:
Radial paper chromatography

Μετάφραση: Radial paper chromatography
Ελληνικός όρος:
Ανιούσα χρωματογραφία χάρτου
Αγγλικός όρος:
Ascending paper chromatography

Μετάφραση: Ascending paper chromatography
Ελληνικός όρος:
Ανοδική αναδιαλυτική βολταμετρία
Αγγλικός όρος:
Anodic stripping voltametry

Μετάφραση: Anodic stripping voltametry
Ελληνικός όρος:
Ανοδική αναδιαλυτική βολταμετρία διαφορικού παλμού
Αγγλικός όρος:
Differential pulse anodic stripping voltametry

Μετάφραση: Differential pulse anodic stripping voltametry
Ελληνικός όρος:
Ανίχνευση σύλληψης ηλεκτρονίων
Αγγλικός όρος:
Electron capture detection

Μετάφραση: Electron capture detection
Ελληνικός όρος:
Ανίχνευση ιονισμού φλόγας
Αγγλικός όρος:
Flame ionization detection

Μετάφραση: Flame ionization detection
Ελληνικός όρος:
Αέρια χρωματογραφία
Αγγλικός όρος:
Gas chromatography

Μετάφραση: Gas chromatography
Ελληνικός όρος:
Ανίχνευση φωτοϊοντισμού
Αγγλικός όρος:
Photoionization detection

Μετάφραση: Photoionization detection
Ελληνικός όρος:
Αβεβαιότητα
Αγγλικός όρος:
Uncertainty

Μετάφραση: Uncertainty
Ελληνικός όρος:
Αβιετικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Abietic acid

Μετάφραση: Abietic acid
Ελληνικός όρος:
Αβιοτική
Αγγλικός όρος:
Abiotic

Μετάφραση: Abiotic
Ελληνικός όρος:
Αβιοτική αποδόμηση
Αγγλικός όρος:
Abiotic degradation

Μετάφραση: Abiotic degradation
Ελληνικός όρος:
Άγαρ
Αγγλικός όρος:
Agar

Μετάφραση: Agar
Ελληνικός όρος:
Αγγείο
Αγγλικός όρος:
Vessel

Μετάφραση: Vessel
Ελληνικός όρος:
Αγγειονευρωτικές ασθένειες που προκαλούνται από μηχανικές δονήσεις
Αγγλικός όρος:
Angioneurotic diseases caused by mechanical vibration

Μετάφραση: Angioneurotic diseases caused by mechanical vibration
Ελληνικός όρος:
Αγγελιοφόρο RNA
Αγγλικός όρος:
Messenger RNA

Μετάφραση: Messenger RNA
Ελληνικός όρος:
Αγκώνας
Αγγλικός όρος:
Elbow

Μετάφραση: Elbow
Ελληνικός όρος:
Αγορά εργασίας
Αγγλικός όρος:
Labour market

Μετάφραση: Labour market
Ελληνικός όρος:
Άγχος
Αγγλικός όρος:
Anxiety

Μετάφραση: Anxiety
Ελληνικός όρος:
Αγχώδεις διαταραχές
Αγγλικός όρος:
Anxiety disorders

Μετάφραση: Anxiety disorders
Ελληνικός όρος:
Αγωγή (π.χ. θερμότητας)
Αγγλικός όρος:
Conduction

Μετάφραση: Conduction
Ελληνικός όρος:
Αγωγή ασφάλειας
Αγγλικός όρος:
Safety culture

Μετάφραση: Safety culture
Ελληνικός όρος:
Αγωγή υγείας
Αγγλικός όρος:
Health education

Μετάφραση: Health education
Ελληνικός όρος:
Αγωγιμότητα
Αγγλικός όρος:
Conductivity

Μετάφραση: Conductivity
Ελληνικός όρος:
Αγωγός (π.χ. ηλεκτρισμού, θερμότητας)
Αγγλικός όρος:
Conductor

Μετάφραση: Conductor
Ελληνικός όρος:
Αγωγός (π.χ. υδραυλικός, αερίων)
Αγγλικός όρος:
Conduit or duct

Μετάφραση: Conduit or duct
Ελληνικός όρος:
Αγωγός Q
Αγγλικός όρος:
Q-Pipe

Μετάφραση: Q-Pipe
Ελληνικός όρος:
Άδεια
Αγγλικός όρος:
1η Μετάφραση: Permit

2η Μετάφραση: Authorization

Ελληνικός όρος:
Άδεια απουσίας
Αγγλικός όρος:
Leave of absence

Μετάφραση: Leave of absence

Ακολουθήστε μας