Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Πρωτεύουσες καρτέλες
Βλέπετε τις εγγραφές : 201 - 250, σε σύνολο 387
Όρος: Limit test
Μετάφραση: Έλεγχος ορίου, Οριακή δοκιμή
Όρος: Limit value
Μετάφραση: Οριακή τιμή
Όρος: Limitation on scope
Μετάφραση: Περιορισμός του εύρους (του έργου)
Όρος: Limitation to valid of claim
Μετάφραση: Περιορισμός της ισχύος του αιτήματος
Όρος: Limited evidence of a carcinogenic effect
Μετάφραση: Ύποπτο καρκινογένεσης
Όρος: Limited evidence of a carcinogenic effect
Μετάφραση: Ύποπτο καρκινογένεσης
Όρος: Limited exposure
Μετάφραση: Περιορισμένη έκθεση
Όρος: Limited movement control device
Μετάφραση: Τερματικός διακόπτης
Συντομογραφία: LQ
Όρος: Limited quantities
Μετάφραση: Περιορισμένες ποσότητες
Όρος: Limiter
Μετάφραση: Περιοριστής
Όρος: Limiting device
Μετάφραση: Τερματικό
Όρος: Limiting oxygen concentration
Μετάφραση: Οριακή συγκέντρωση οξυγόνου
Όρος: Limonene see dipentene
Μετάφραση:
Όρος: Linalol
Μετάφραση: Λιναλόλη
Όρος: Linalool
Μετάφραση: Λιναλοόλη
Όρος: Linalyl acetate
Μετάφραση: Οξικό λιναλύλιο
Συντομογραφία: HCH γ-
Όρος: Lindane or gamma-Hexachlorocyclohexane, BHC γ-
Μετάφραση: Λινδάνιο ή γ-εξαχλωροκυκλοεξάνιο
Όρος: Line printer
Μετάφραση: Εκτυπωτής γραμμών
Όρος: Linear circuit
Μετάφραση: Γραμμικό κύκλωμα
Όρος: Linear combination
Μετάφραση: Γραμμικός συνδυασμός
Όρος: Linear dynamic range
Μετάφραση: Γραμμική δυναμική περιοχή
Συντομογραφία: LLDPE
Όρος: Linear Low Density Polyethylene
Μετάφραση: Γραμμικό χαμηλής πυκνότητας πολυαιθυλένιο
Συντομογραφία: LMS
Όρος: Linear multistage model
Μετάφραση:
Όρος: Linear regression
Μετάφραση: Γραμμική συμμεταβολή
Όρος: Linearity
Μετάφραση: Γραμμικότητα
Όρος: Liner
Μετάφραση: Επένδυση
Όρος: Lines of authority
Μετάφραση: Ιεραρχία
Όρος: Lining
Μετάφραση: Επένδυση
Όρος: Linkage
Μετάφραση: Διαρροή
Όρος: Linoleic acid or cis,cis-9,12-octadecadienoic acid
Μετάφραση: Λινελαϊκό οξύ ή cis,cis-9,12-δεκαοκταδεκανοϊκό οξύ
Όρος: Linoleic acid, octadec-cis-9,cis-12-dienoic acid
Μετάφραση: Λινελαϊκό οξύ, cis-cis-9,12-δεκαοκταδιενοϊκό
Όρος: Linolenic acid
Μετάφραση: Λινολενικό οξύ
Όρος: Linseed oil
Μετάφραση: Λινέλαιο
Όρος: Lipophilic
Μετάφραση: Λιποφιλικό
Όρος: Lipophilic see hydrophobic
Μετάφραση:
Όρος: Lipoprotein
Μετάφραση: Λιποπρωτεΐνη
Όρος: Liquefied gas
Μετάφραση: Υγροποιημένα αέρια
Όρος: Liquefied Gas Carrier
Μετάφραση: Υγραεριοφόρο
Συντομογραφία: GPL
Όρος: Liquefied petroleum gas
Μετάφραση: Υγραέριο
Συντομογραφία: LPG
Όρος: Liquefied petroleum gas
Μετάφραση: Υγροποιημένο αέριο πετρελαίου
Όρος: Liquid
Μετάφραση: Υγρό
Όρος: Liquid chemical wastes
Μετάφραση: Υγρά χημικά απόβλητα
Όρος: Liquid chemicals
Μετάφραση: Χημικά υγρά
Συντομογραφία: LC
Όρος: Liquid chromatography
Μετάφραση: Υγρή χρωματογραφία
Συντομογραφία: LCD
Όρος: Liquid Crystal Display
Μετάφραση: Οθόνη υγρών κρυστάλλων
Όρος: Liquid crystal polymers
Μετάφραση: Υγροκρυσταλλικά πολυμερή
Όρος: Liquid fertilizer distributors
Μετάφραση: Διανομείς υγρών λιπασμάτων
Όρος: Liquid injection incineration
Μετάφραση: Αποτέφρωση με έγχυση υγρού
Όρος: Liquid nitrogen
Μετάφραση: Υγρό άζωτο
Όρος: liquid substances
Μετάφραση: υγρές ουσίες